Ήταν μια φορά και έναν καιρό ένα θλιμμένο τσοπανόπουλο. Είχε ένα κοπάδι στο βουνό. Κοντά σ’ ένα πλατάνι ήταν η καλύβα του.
Το χειμώνα την έδερνε το χιόνι και το καλοκαίρι τη χτυπούσε ο ήλιος. Το πλατάνι και η γάργαρη βρυσούλα δρόσιζαν το τσοπανόπουλο.
Ολημερίς έβοσκε τα πρόβατα του. Το βράδυ διάβαζε κάτι φύλλα. Δεν ήταν παραμύθια. Ήταν οι προσευχές της μάνας του. Όλη τη νύχτα κοίταζε τ’ αστέρια και αναρωτιόταν αν υπάρχει η αν μπορεί να υπάρξει μέσα του κάποιο αστέρι, κάποιο φως. Θα μπορούσε άραγε να γίνει φως και αν ο Θεός που είναι φως δίνει το φως, πως το τσοπανόπουλο ήταν ακόμη θλιμμένο;
Δεν δικαιολογείται, μονολόγησε, να πιστεύω στο φως και να μην είμαι φως. Κάτι πρέπει να κάνω. Σκέφτηκε λοιπόν αν ξεκινήσει να μάθει την τέχνη να γίνει φως. Άφησε το κοπάδι σε ένα φίλο του τσοπάνο και ξεκίνησε το μακρινό ταξίδι του πάνω στο άλογό του. Την πρώτη νύχτα κοιμήθηκε σε μια καλύβα που την είχαν φτιάξει κυνηγοί. Έβγαλε λίγο τυρί και ψωμί από το ταγάρι του και έφαγε. Το πρωί σηκώθηκε και άρχισε να κατηφορίζει την άλλη πλευρά του βουνού που ήταν γεμάτη πλατάνια και θυμάρια. Όλος ο τόπος ευωδίαζε! Το τσοπανόπουλο όμως συνέχισε να ψάχνει τον τρόπο για να γίνει φώς.
Προχωρώντας πιο κάτω, αντίκρισε μια καλύβα όμοια με τη δική του, κάποιος σκάλιζε τον κήπο. Πλησίασε και είδε μια γριούλα.
– Καλημέρα κυρούλα, της είπε.
– Καλή στράτα γιόκα μου, του απάντησε.
– Τι καλό κάνεις;
– Σκαλίζω τις ντοματιές παιδί μου. Μπορεί να με βοηθήσεις λίγο; Μετά χαράς, είπε το παλικάρι και κατέβηκε από το άλογό του.
Αμέσως άρχισε να σκαλίζει το χώμα με ευχαρίστηση. Σε λίγη ώρα ο κήπος ήταν έτοιμος.
– Σ’ ευχαριστώ γιέ μου, του είπε η γριούλα. Έλα αν θέλεις να ξεκουραστείς στο φτωχικό μου τώρα.
– Ευχαριστώ μα δεν μπορώ της είπε. Μήπως ξέρεις όμως να μου πεις πως μπορώ να γίνω φώς;
Η γριούλα χαμογέλασε και του είπε. «Προχώρα και βοήθα, και θα βρεις αυτό που θέλεις». Το παλικάρι την ευχαρίστησε και έφυγε. Στο πρώτο χωριό της βουνοπλαγιάς συνάντησε κατά σύμπτωση κάποιον γεράκο που σκάλιζε τον κήπο του. Βοήθησε πάλι τον γεράκο και εκείνος στην ερώτηση πως θα γίνει φως του είπε το ίδιο. «Προχώρα και βοήθα».
Μπα! Σκέφτηκε. Δυο άνθρωποι μου είπαν το ίδιο. Κάποια σοφία θα κρύβουν αυτά τα λόγια τους. Προχώρησε χαρούμενος στο δρόμο του. Συνάντησε αυτή τη φορά ένα κοριτσάκι που έκλαιγε.
-Γιατί κλαίς μικρή μου; Της είπε.
-Κόπηκα και μάτωσε το χέρι μου, του απάντησε.
Τότε το τσοπανόπουλο έβγαλε το μαντήλι του και περιποιήθηκε το χέρι της μικρής. Τα παιδικά δάκρυα σταμάτησαν και το χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της μικρής.
Το τσοπανόπουλο συνέχισε το ταξίδι του και όπου πήγαινε έδινε βοήθεια σε όποιον μπορούσε. Σε ανθρώπους και ζώα. Ώσπου ξαφνικά μια μέρα, καθώς επέστρεφε στην καλύβα του συναντήθηκε με τον βασιλιά της χώρας που είχε βγει για κυνήγι.
-Καλό μου παλικάρι γεια χαρά σου. Με τι λούζεσαι και είναι τόσο φωτεινό το πρόσωπό σου, του είπε.
-Μόνο με νερό πλένομαι, του απάντησε.
-Κάποιο μυστικό θα κρύβεις του είπε γιατί είσαι ολοφώτεινο. Σε όλη μου τη ζωή ήθελα να είμαι φώς και να έχω φωτεινό πρόσωπο. Δυο ανθρώπους που συνάντησα μου είπαν «Προχώρα και βοήθα» έτσι λοιπόν εγώ αυτό έκανα πάντοτε.
-Μπράβο σου, του είπε. Έγινες φως! Γιατί τι άλλο είναι το φως παρά η αγάπη;
-Αφού δεν έχω δικό μου παιδί έλα μαζί μου για να γίνεις διάδοχός μου κάποια ημέρα, του είπε.
Έπειτα από πολλά χρόνια το τσοπανόπουλο έγινε ένας καλός άρχοντας που δίδασκε στο λαό του την αγάπη που φέρνει το φως. Εδώ τελειώνει το παραμύθι μου. Κοντά του ίσως βρήκαμε και εμείς μια πτυχή της ζωής. Το φως ζητά την αγάπη. Τα δυο μαζί θα μας οδηγήσουν πολύ ψηλα. Ας γίνουμε και εμείς φως και ας σκορπίζουμε την αγάπη!!!