Ένα απόγευμα του Ιουλίου, με σταμάτησε ένα νέο ζευγάρι. Εκείνο που τράβηξε από την πρώτη ματιά την προσοχή μου ήταν το ντύσιμο τους. Εκείνη με ένα τζιν παντελόνι σκισμένο σε πολλά σημεία του, ένα κοντό μαύρο μπλουζάκι, από πάνω ένα τζιν πουκάμισο γεμάτο καρφάκια και στη μέση της περασμένη μια μεγάλη ζώνη με καψούλια.
Τα νύχια της μακριά και βαμμένα μαύρα, καθώς επίσης και τα μάτια της έντονα βαμμένα, ενώ τα χείλη της ήταν καφέ σκούρα. Τα δυο της αφτιά τα είχε γεμάτα με σκουλαρίκια, τα χέρια της γεμάτα βραχιόλια κάθε τύπου και σχεδίου, και τα δέκα δάκτυλα των χεριών της γεμάτα δακτυλίδια!
Ο νεαρός φίλος της ήταν πιο λιτός. Με ένα σκισμένο τζιν παντελόνι, μια μαύρη μπλούζα με μια νεκροκεφαλή και μαύρες ψηλοτάκουνες μπότες.
Η κοπέλα κάθισε στη θέση του συνοδηγού, ο νεαρός πίσω. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η αμφίεση της και τη ρώτησα αν ζεσταινόταν. Μου απάντησε σε επιθετικό τόνο:
-Όχι, το έχω συνηθίσει.
-Το βάψιμο σου δεν σε ενοχλεί; συνέχισα εγώ.
-Όχι, τι να μ” ενοχλεί;
-Σου αρέσει να πέφτουν τα βλέμματα επάνω σου, ε;
-Ναι, πάω κόντρα στο κατεστημένο, μου απάντησε πάλι σε επιθετικό τόνο, σαν να την ενοχλούσα που της μιλούσα.
Γύρισα και της έριξα μια άγρια ματιά και, στον ίδιο τόνο με το δικό της, της είπα:
-Κοριτσάκι μου, τις μαγκίτσες αλλού!
Με κοίταζε χωρίς να απαντήσει. Σε λίγα λεπτά μου ζήτησε συγγνώμη. Ύστερα με ρώτησε:
-Δουλεύετε και τη νύχτα;
-Δουλεύω και τη νύχτα, αλλά δεν φοβάμαι: εσύ, όταν κυκλοφορείς τη νύχτα, φοβάσαι;
-Ε, λίγο φοβάμαι!
-Τότε, γιατί το παίζεις δυναμική και επιθετική; Πίσω απ” όλα αυτά κρύβεις τον φόβο σου και την ανασφάλεια σου! Λες, πας κόντρα στο κατεστημένο! Όμως, απ” ότι βλέπω, το μόνο που κάνεις είναι να μην σέβεσαι κανέναν, ούτε τον εαυτό σου.
Γύρισε προς εμένα και με κοιτούσε- δεν μπορούσα να δω το βλέμμα της, αν ήταν άγριο ή όχι. Εγώ συνεχίζω:
-Δουλεύεις;
-Όχι.
-Πας σχολείο;
-Όχι, πήγα μέχρι τη Δευτέρα Λυκείου και σταμάτησα.
-Γιατί σταμάτησες;
-Έτσι, δεν ήθελα να συνεχίσω.
-Και τι θέλεις να κάνεις τώρα;
-Τίποτα.
-Τι εννοείς τίποτα; Δεν καταλαβαίνω.
-Το τίποτα είναι τίποτα, μου απαντάει άγρια.
-Καλά, τα τσιγάρα που καπνίζεις ποιος σου τα αγοράζει;
-Ο πατέρας μου.
-Τα ρούχα και τα μπιχλιμπίδια που φοράς; ο πατέρας σου κι αυτά;
-Ναι.
-Δηλαδή, ζεις εις βάρος των άλλων! άρα είσαι ένα άχρηστο κορμί, ένα τιποτένιο πλάσμα, ένα μηδενικό!
Με κοιτούσε καλά-καλά.
-Τι με κοιτάς; έτσι δεν είναι; αφού δεν προσφέρεις τίποτε, άχρηστη είσαι. Και που μιλάω μαζί σου, αξία σου δίνω. Θα σου κάνω άλλη μια χάρη: θα σου δώσω μερικές συμβουλές, κι αν θέλεις, κράτησε τες:
Λοιπόν! Για να γίνεις χρήσιμη, θα πρέπει να συνεχίσεις το σχολείο σου, να πας Πανεπιστήμιο, να σπουδάσεις ό,τι σου αρέσει ή να βρεις κάποια εργασία, ώστε να γίνεις ενεργό μέλος της κοινωνίας. Μόνο τότε θα μπορείς να έχεις λόγο και ο λόγος σου να ακούγεται. Τότε μόνο μπορείς να πας κόντρα στο κατεστημένο και σε ό,τι άλλο δεν σου αρέσει. Τώρα όμως ζεις με το κεφάλι σκυμμένο, αφού είσαι υπό τον πατέρα σου.
Με λίγα λόγια είσαι για λύπηση. Σε όλα αυτά η κοπέλα δεν απάντησε. Και η συζήτηση σταμάτησε εδώ.
Φτάσαμε στον προορισμό τους. Ο νεαρός, που καθόταν πίσω αμίλητος, με πλήρωσε και κατέβηκε. Η κοπέλα όμως δεν κατέβηκε, με κοιτούσε. Ξαφνικά, άρχισε να βγάζει όλα τα κοσμήματα που φορούσε και τα περίεργα δερμάτινα με τα καρφιά από τα χέρια, τα άφησε στο κάθισμα και μου είπε με σταθερή φωνή:
-Έχεις το λόγο μου. Θα πάω σχολείο και θα αλλάξω ζωή. Σ” ευχαριστώ πολύ: ίσως χρειαζόμουν κάποιον να μου μιλήσει έτσι σκληρά, όπως εσύ. Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ!
Έφυγε μόνη της χωρίς τον συνοδό της. Με άφησε άφωνη.
-Καλή τύχη… ψέλλισα.
Από το βιβλίο: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης», της μοναχής Πορφυρίας.
ΑΘΗΝΑ 2010
Κεντρική διάθεση Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος