Eἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς αὐτούς· Λήψεσθε δύναμιν ἐξ ὕψους, ἐπελθόντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾽ ὑμᾶς καὶ ἔσεσθαί μοι μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. Ἐξήγαγε δὲ αὐτούς ἔξω ἕως τὴν Βηθανίαν καί ἐπάρας τὰς χεῖρας αὑτοῦ, εὐλόγησεν αὐτούς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτούς, διέστη ἀπ᾽ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν…
Βλεπόντων αὐτῶν ἐπῄρθη καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. Καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανόν, πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, οἳ καὶ εἶπον. Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; Οὗτος ὁ Ἰησοῦς, ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾽ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται πάλιν, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν. Τότε ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ -μετά χαρᾶς μεγάλης- ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου Ἐλαιῶνος. Καί ἦσαν διαπαντὸς ἐν τῷ ἱερῷ αἰνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν».
Με αυτές τις αδρές γραμμές, ο ιερός ευαγγελιστής Λουκάς περιγράφει στο τέλος του Ευαγγελίου του και στην αρχή των Πράξεων των Αποστόλων, την τελευταία εμφάνιση του αναστάντος Κυρίου στους μαθητές Του.[1] Όπως στα δύο αυτά βιβλία του ιερού Λουκά, έτσι η ανάληψις του Κυρίου κατακλείει την ιστορία του επί γης βίου του Χριστού και ανοίγει την ιστορία των μαθητών – της Εκκλησίας.
Είναι με άλλα λόγια ο συνδετικός κρίκος, η μετάβασις από την μία φάση του σωτηριώδους έργου του Θεού στην άλλη. Το κλείσιμο της πρώτης σκηνής και το άνοιγμα της δευτέρας. Ακριβώς δε την τεσσαρακοστή από την ανάσταση ημέρα, αφού υμνήσαμε και δοξολογήσαμε μαζί με τους μαθητές την δόξα του αναστάντος, αφού ζήσαμε επί 40 ημέρες στην χαρούμενη ατμόσφαιρα της παρουσίας Του, θα κληθούμε από την Εκκλησία να παραστούμε νοητά στο όρος των Ελαιών, για να αποχαιρετίσουμε τον απερχόμενο Σωτήρα.
Δεν ξέρω αν όλοι οι ακροατές μου βρέθηκαν ποτέ σε ώρα λατρείας κατά την ημέρα της Αναλήψεως ή και σε οποιαδήποτε άλλη λειτουργική σύναξη μέσα στον υπέρλαμπρο ναό της Μεγάλης Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, την Αγία Σοφία. Τον μεγάλο τρούλο της κοσμεί ένα θαυμαστό μωσαϊκό του Θ΄ αιώνος. Στο κέντρο, μέσα σε φωτεινή δόξα, κάθεται ο Χριστός υποβασταζόμενος από δύο αγγέλους. Γύρω – γύρω μέσα σε ένα καταπληκτικό για την μεγαλοπρέπειά του τοπίο οι δώδεκα απόστολοι με την Θεοτόκο στην μέση, βλέπουν με θάμβος προς τον ουρανό. Και δύο λευκοφόροι άγγελοι τους απευθύνουν τους λόγους των Πράξεων: «Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν»;[2]
Νομίζεις πως και όλοι οι πιστοί κάτω από τον μεγάλο θόλο βρίσκονται συναγμένοι μαζί με τους αποστόλους και απολαμβάνουν το υπερφυές θέαμα. Τον Χριστό αναλαμβανόμενο, αλλά και διαρκώς μη χωριζόμενο. Διαρκώς βλέποντα από το βάθος του ουρανού μέσα στην αστραφτερή ολόχρυση δόξα Του και αδιάκοπα επαίροντα τα χέρια Του και ευλογούντα τους αποστόλους , την Εκκλησία Του.
Και στην στάση, στην έκφραση, στις κινήσεις των αποστόλων του ψηφιδωτού, διακρίνει κανείς όλα τα ανάμικτα αισθήματα που ένοιωσαν εκείνοι κατά την μεγάλη εκείνη στιγμή, αλλά και όλα τα αισθήματα που πλημμυρίζουν τις καρδιές των πιστών που βλέπουν την δόξα του αναλαμβανομένου. Γιατί ακριβώς η ανάληψις είναι το γεγονός -και η εορτή- των μεγάλων συναισθημάτων, της ποικιλίας των αντιθέσεων. Έτσι ακριβώς την βλέπει και η Εκκλησία στην ακολουθία της εορτής.
Και πρώτα κυριαρχεί ο τόνος της χαράς, της δόξης, του θριάμβου. Ο Κύριος τελειώνει το έργο της οικονομίας. Υψώνεται σαν νικητής και θριαμβευτής επάνω από την γη που έσωσε, ο Πατήρ τον υποδέχεται, οι άγγελοι και οι άνθρωποι δοξολογούν τον νικητή, τον θριαμβευτή, τον Σωτήρα. Τον τόνο αυτόν της χαράς για την ένδοξο ανάληψη εκφράζει το πρώτο τροπάριο της εορτής, το πρώτο στιχηρό του εσπερινού, του πλ. β΄ ήχου:
«Ὁ Κύριος ἀνελήφθη εἰς οὐρανούς,
ἵνα πέμψῃ τὸν Παράκλητον τῷ κόσμῳ.
Oἱ οὐρανοὶ ἡτοίμασαν τὸν θρόνον αὐτοῦ,
νεφέλαι τὴν ἐπίβασιν αὐτοῦ,
Ἄγγελοι θαυμάζουσιν,
ἄνθρωπον ὁρῶντες ὑπεράνω αὐτῶν,
ὁ Πατὴρ ἐκδέχεται,
ὃν ἐν κόλποις ἔχει συναΐδιον.
Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον
κελεύει πᾶσι τοῖς Ἀγγέλοις αὐτοῦ·
Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ἡμῶν,
Πάντα τὰ ἔθνη κροτήσατε χεῖρας·
ὅτι ἀνέβη Χριστός, ὅπου ἦν τὸ πρότερον».
Η χαρά όμως αυτή δεν είναι μόνο χαρά για την δόξα του Χριστού. Αλλά και χαρά για την σωτηρία του ανθρώπου. Γιατί ο Κύριος, ανεβαίνοντας στους ουρανούς, ανεβαίνει μαζί με το σώμα Του το ανθρώπινο, με την θεωθείσαν σάρκα. Αυτήν ανεβάζει στον ουρανό και συγκαθίζει στα δεξιά του θρόνου του Θεού.
Και έτσι γίνεται πρωτοπόρος του ανθρωπίνου γένους στην δόξα του ουρανού, όπως με την ανάστασή Του έγινε πρωτότοκος των νεκρών. Στους ώμους Του πήρε την πλανηθείσα ανθρωπίνη φύση και αναληφθείς, την εθέωσε και «τῶ Θεῶ καὶ Πατρὶ προσήγαγε». Τον θρίαμβο αυτόν του ανθρώπου ψάλλει το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού του πλ. β΄ ήχου:
«Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ,
Κύριος ἐν φωνῇ σάλπιγγος,
τοῦ ἀνυψῶσαι τὴν πεσοῦσαν εἰκόνα τοῦ Ἀδάμ
καὶ ἀποστεῖλαι Πνεῦμα Παράκλητον,
τοῦ ἁγιάσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
Η χαρά όμως για την δόξα του Χριστού συγκιρνάται με την λύπη για τον χωρισμό. Και τον θρήνο αυτόν των μαθητών παραστατικά ζωγραφεί το τέταρτο στιχηρό του εσπερινού του πλ. β΄ ήχου:
«Κύριε, οἱ ἀπόστολοι ὡς εἶδὸν σε
ἐν νεφέλαις ἐπαιρόμενον,
ὀδυρμοῖς δακρύων, ζωοδότα Χριστέ,
κατηφείας πληρούμενοι, θρηνοῦντες ἔλεγον·
Δέσποτα, μὴ ἐάσῃς ἡμᾶς ὀρφανούς,
οὓς δι᾿ οἶκτον ἠγάπησας δούλους σου,
ὡς εὔσπλαγχνος·
ἀλλ᾿ ἀπόστειλον, ὡς ὑπέσχου ἡμῖν,
τὸ πανάγιόν σου Πνεῦμα,
φωταγωγοῦν τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
Χαρά, λύπη , αλλά και ελπίδα. Ελπίδα ότι ο Κύριος δεν θα αφήσει ορφανούς τους αποστόλους και την Εκκλησία. Θα στείλει το υπεσχημένο Πνεύμα, τον Παράκλητο, για να μένει μαζί τους και μαζί μας, κατά την επαγγελία Του, μέχρι της συντελείας του αιώνος. Ότι την ένδοξο ανάληψη θα ακολουθήσει η δυναμική παρουσία του Χριστού στον κόσμο, όπως ψάλλει το πρώτο τροπάριο της λιτής του α΄ ήχου:
«Ἀνελθὼν εἰς οὐρανούς,
ὅθεν καὶ κατῆλθες,
μή ἐάσῃς ἡμᾶς ὀρφανοὺς Κύριε·
ἐλθέτω σου τὸ Πνεῦμα,
φέρον εἰρήνην τῷ κόσμῳ.
Δεῖξον τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων
ἔργα δυνάμεώς σου, Κύριε φιλάνθρωπε».
Είναι ένα μυστήριο η εορτή της Αναλήψεως. Μυστήριο, που το ζει η Εκκλησία όχι μόνο κατά την ημέρα που τελούμε την ανάμνησή του, αλλά καθημερινώς, σε κάθε στιγμή της υπάρξεώς της. Που το ζει και κάθε πιστός στις ώρες που στρέφει τα μάτια του στον ουρανό, αναζητώντας τον Σωτήρα του. Τον βλέπει ανερχόμενον εις τον ουρανόν, καθήμενον εκ δεξιών του Πατρός στην δόξα της Θεότητος, όπως τον είδε ο πρωτομάρτυς Στέφανος.[3]
Αισθάνεται τα χέρια Του επαιρόμενα να τον ευλογούν και τους λόγους Του να τον καθησυχάζουν. Τον ακούει να του ομιλεί για την παράκληση, για την παρηγορία του Παρακλήτου και για την εξ ύψους βοήθεια και να τον βεβαιώνει ότι πάντοτε είναι και θα είναι μαζί του μέχρι της συντελείας του αιώνος.
Παίρνει δύναμη και θάρρος αισθανόμενος την διαρκή παρουσία Του, την θαλπωρή της χάριτος του αγίου Πνεύματος. Και αποδύεται στον αγώνα της ζωής, πατώντας στην γη, αλλά ζητώντας τα άνω, φρονώντας τα άνω, έχοντας τον δείκτη του προσανατολισμού του εστραμμένον προς τον ουρανό, όπου ο Χριστός «ἐστι ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος», κατά τον απόστολο Παύλο.[4] Είναι ήδη πολίτης των ουρανών, αφού η κεφαλή του, ο Χριστός, βρίσκεται στους ουρανούς.
(30 Μαΐου 1970)
Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα, 1997
[1] Λουκ. 24, 44-53. Πράξ. 4, 1-14.
[2] Πράξ. 1, 11.
[3] Πράξ. 7, 56.
[4] Κολος. 3, 1.