Ερώτηση: Θά θέλαμε νά μας πείτε κάτι γιά τόν πατέρα Αμβρόσιο, τόν πρώτο σας πνευματικό;
Πατήρ Θαδδαίος: Ό αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος δίδασκε αυτό, πού ό ίδιος είχε διδαχθεί από τους γέροντες του, δηλαδή ότι ό Κύριος ζητάει από μας νά έχουμε αγάπη. Αυτήν τήν αγάπη τήν είχε ό πατήρ Αμβρόσιος. Είχε αγάπη καί υπομονή γιά όλους. Δεν κατηγορούσε, ούτε διόρθωνε ποτέ κανέναν, ούτε μοναχό ούτε δόκιμο. Δέν τιμωρούσε, ούτε κατέκρινε κανένα, παρ’ όλο που στό μοναστήρι του υπήρχανε πολλά προβλήματα καί ενοχλητικά γεγονότα, σάν αυτά πού υπάρχουν σέ κάθε σπίτι. Ποτέ, γιά παράδειγμα δεν έπέπληττε κανένα γιά τόν τρόπο πού εργαζόταν.
Ό πατήρ Αμβρόσιος όλα τά άφηνε στον Κύριο. Δέν προσπαθούσε νά αλλάξει κανένα. Αυτό τό έζησα κι εγώ ό ίδιος προσωπικά. Όταν πρωτοήρθα στό μοναστήρι, ή πρώτη υπακοή πού έπρεπε νά κάνω, ήταν νά προσέχω τό αμπέλι. Παρ’ όλο όμως πού τό πρόσεχα, ήρθανε κάποιοι καί έκλεψαν σταφύλια. Στή συνέχεια, άφού απέτυχα νά προσέχω τό αμπέλι μου ανέθεσαν νά προσέχω τά πρόβατα.
Τό μοναστήρι είχε ένα λιβάδι δίπλα στό ποτάμι Μόραβα καί έκεί μού ανέθεσαν νά οδηγήσω τά πρόβατα γιά νά βοσκήσουν. Τήν ώρα όμως πού τά πρόσεχα, επειδή είχα ένα βιβλίο νά διαβάζω, αποκοιμήθηκα. Ξαφνικά ξύπνησα. Κοιτάω καί τί νά δώ! Τά πρόβατά έγιναν άφαντα. Έφυγαν! Πήγαν στό διπλανό χωράφι καί έφαγαν όλα τά φασόλια!
Ήξερα μετά από αυτό ότι θά έρθει ό χωριάτης, πού είχε μισό μισό τό χωράφι με τό μοναστήρι καί θά παραπονεθεί γι’ αυτό στον ηγούμενο Αμβρόσιο.
Έφτασε λοιπόν ό χωριάτης καί παραπονέθηκε στον ηγούμενο. Έμενα κανένας δέν μου παραπονέθηκε. Ήρθε μόνο ό άνθρωπος, πού ήταν υπεύθυνος γιά τά οικονομικά καί μου είπε: «Ο ηγούμενος σέ ευλόγησε γιά άλλη υπακοή. Σέ στέλνει νά φυλάγεις τίς αγελάδες».
Έτσι ανέλαβα νά προσέχω τίς αγελάδες. Καί μέ αυτή όμως τήν υπακοή δέν τά πήγα καλύτερα. Τήν ώρα πού πρόσεχα τίς αγελάδες, επειδή διάβαζα τό προσευχητάρι, μιά γριά αγελάδα μου έφυγε. Πέρασε σέ ένα χωράφι, πού μόλις είχαν αρχίσει νά φυτρώνουν τά λάχανα. Τά έφαγε, μέ αποτέλεσμα ό ιδιοκτήτης νά έρθει αργότερα στό μοναστήρι καί νά παραπονεθεί γιά τόν κατεστραμμένο κήπο.
Έμενα όμως πάλι κανείς δέν μου παραπονέθηκε. Ήρθε μόνο ό άνθρωπος πού φρόντιζε γιά τά οικονομικά του μοναστηρίου καί μου είπε: «ο ηγούμενος σέ ευλόγησε μέ άλλη υπακοή. Θά βοηθάς στην κουζίνα καί θά φέρνεις στην εκκλησία θυμιατό. Έγώ απόρησα πώς δέν ήρθε κανείς νά μου παραπονεθεί. Δέν ήρθε κανείς νά μου πει: «Βρε άνθρωπε, γιατί δέν πρόσεχες τίς αγελάδες; Τί έκανες εκείνη τήν ώρα;»
Άπό τόν πατέρα Αμβρόσιο πάντα ξεχείλιζε μία ξεχωριστή και απίστευτη αγάπη! Αυτήν τήν αγάπη ό πατήρ Αμβρόσιος τήν διδάχτηκε άπό τους γέροντες στό μοναστήρι της Όπτινα. Έκεί διδάχθηκε πώς τό πιό σημαντικό άπό όλα είναι ή αγάπη.
από το βιβλίο: Πνευματικές Συζητήσεις, του Γέροντος Θαδδαίου Βιτόβνιτσας,
εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη