Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

Ποιμενάρχης



Τρεῖς μέρες μείναμε στήν Ἀλεξάνδρεια μετά τή χειροτονία τοῦ ὁσίου, πού καθημερινά κήρυσσε στούς ἀνθρώπους τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Καί ὅλοι ἄκουγαν μέ θαυμασμό τίς θεόσοφες διδαχές του.

Τήν τρίτη μέρα ξεκίνησε γιά τήν ἐπισκοπή του μαζί μέ τόν ἀρχιδιάκονο Ἀθανάσιο καί ἄλλους σεβάσμιους κληρικούς, πού ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἔστειλε γιά νά τόν ἐθρονίσουν. Ἔτσι κι ἔγινε.

Ἀφοῦ πρόσφεραν στόν Κύριο τήν ἀναίμακτη θυσία, τόν ἐθρόνισαν ἐπίσημα στόν μεγάλο ναό τῆς Κωνσταντιανῆς. Ἦταν 4 Σεπτεμβρίου.


Οἱ κληρικοί ἔμειναν λίγες μέρες ἀκόμα κοντά στόν ὅσιο, εὐφράνθηκαν ἀπ’ τά γλυκύτατα πνευματικά του λόγια, κι ἔφυγαν γιά τήν Ἀλεξάνδρεια, ἀφοῦ τόν θερμοπαρακάλεσαν νά τούς θυμᾶται στίς ἅγιες προσευχές του.

Στό μεταξύ, ὅλο τό πλήρωμα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας πανηγύριζε γιά τόν ἐρχομό τοῦ νέου ἐπισκπόπου τους. Ἡ ἀρετή του καί ἡ θαυματουργική του δύναμη δέν ἄργησαν νά γίνουν γνωστές. Πολλοί ἄρρωστοι, πού πρόστρεχαν σ’ αὐτόν μέ βαθειά πίστη,, γιατρεύονταν! Πῶς νά μή χαίρονταν, λοιπόν, πού ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τούς εἶχε στείλει ἕναν τέτοιο ποιμένα;

Ἀπό τότε ὁ ἅγιος ἀφιερώθηκε ὁλόψυχα στό ποιμαντικό του ἔργο. Φρόντιζε μέ πολύ ζῆλο τό ποίμνιό του. Δίδασκε ἀκούραστα στό λαό στίς κοινές συνάξεις. Κι ὅταν ἦταν μόνος ἔγραφε λόγους κατηχητικούς καί ἑρμηνευτικούς στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη. Τά συγγράμματά του αὐτά σώζονται μέχρι σήμερα στήν Κωνσταντιανή καί εὐωδιάζουν Πνεῦμα Ἅγιο.

Προπαντός ὅμως δέν σταματοῦσε νά προσεύχεται νύχτα καί μέρα στόν ἀγαθό Θεό γιά τά λογικά του πρόβατα, ζητώντας Του νά τά φυλάει ἀπ’ τούς προβατόσχημους λύκους, τούς αἱρετικούς, κι ἀπό τούς ἄγριους δαίμονες. Μά καί ὁ ἴδιος ἀκούραστα καθοδηγοῦσε τούς χριστιανούς στό δρόμο τοῦ Χριστοῦ, δείχνοντας πάντα σ’ ὅλους ἀπεριόριστη ἀγάπη.

Ἔκεῖνοι πάλι, ἀπό τόν πιό μικρό ὥς τόν πιό μεγάλο, τόσο τόν λάτρευαν καί τόν τιμοῦσαν, πού, ἄν τούς ἄφηνε, θά τόν σήκωναν στά χέρια κάθε φορά πού τόν συναντοῦσαν στήν πόλη, γιά νά μή πατάει στή γῆ τά ὁσιακά του πόδια.

-Στ’ ἀλήθεια, ὁ Χριστός μᾶς χάρισε τό πιό λαμπρό ἀστέρι τ’ οὐρανοῦ, πού στολίζει καί καταφωτίζει τήν Ἐκκλησία μας! ἔλεγαν εὐχαριστημένοι, δοξάζοντας τό Θεό.

Ὁ ὅσιος φρόντιζε ἰδιαίτερα γιά τούς φτωχούς καί τά ὀρφανά τῆς ἐπαρχίας του. Κι ὅπου μάθαιναν πώς εἶχαν πένθος, δυστυχία, θλίψη ἤ ἀρρώστια, ἔτρεχε νά παρηγορήσει, νά βοηθήσει, καί νά γιατρέψει ἀκόμα μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ.

Τί νά πρωτοθυμηθῶ ὅμως; Καί νά τό θέλω, δέν μπορῶ νά περιγράψω ἕνα-ἕνα ὅλα τά θαυμαστά περιστατικά τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας οὔτε τά μυστήρια πού κι ἐδῶ τοῦ φανέρωσε ὁ Θεός. Λίγα μόνο θά σᾶς πῶ, καί μετά πιά θά γράψω γιά τά τέλη του.

Μιά μέρα λοιπόν, καθώς παρακαλοῦσε στό κελλί του τό Θεό νά προστατεύει τό ποίμνιό του ἀπό τήν ἐπιβουλή τοῦ διαβόλου, κάνει μιά μικρή διακοπή καί ρίχνει ἀσυναίσθητα τό βλέμμα του ἔξω ἀπ’ τό παράθυρο. Μά τί νά δεῖ! Καταμεσίς στήν ἄδεια πλατεία - ἐπειδή ἦταν περασμένο μεσημέρι, ὅλοι εἶχαν φάει καί ξεκουράζονταν – περπατοῦσε ἔνας γιγαντόσμος μαῦρος, βουτηγμένος ὁλόκληρος μές τή βρωμιά. Κρατοῦσε ἕνα μεγάλο ραβδί καί πήγαινε σκυφτός, παραπατώντας. Ἔδειχνε κατάκοπος ἤ ἄρρωστος. Κάθε τόσο σταματοῦσε καί στηριζόταν πάνω στό ραβδί, λές κι ἤθελε νά ξεκουραστεῖ.

Ὁ ὅσιος, μέ τό διορατικό του χάρισμα, κατάλαβε πώς ἦταν ὁ διάβολος. Ἀδίσταχτα καί ἄφοβα πρόβαλε στό παράθυρο.

-Ἔ, βρωμερή σαπίλα! φώναξε ἀγριεμένος. Ἐσένα λέω!... Γιά πού τό ’βαλες; Πῶς τόλμησες νά ἔρθεις ὥς ἐδῶ;

Μόλις ὁ πονηρός ἄκουσε τή φωνή τοῦ ὁσίου, στάθηκε καί τόν κάρφωσε μέ τό βλέμμα του. Καί τί βλέμμα! Ἄγριο, βλοσυρό.... Ἄν μποροῦσε, θά τόν κατάπινε μέ μιά χαψιά.

-Νά, ἔμαθα πώς ἔφτασε κι ἐδῶ ἡ χάρη σου! ἀποκρίθηκε φαρμακερά. Ἦρθα λοιπόν γιά νά συντρίψω μέ τό ραβδί μου κι ἐσένα καί τό κοπάδι σου!

-Μά ἐσύ δέν μπορεῖ νάς πάρεις τά πόδια σου! Καί τολμᾶς νά μ’ ἀπειλεῖς κι ἀπό πάνω;

-Ἄχ, ναι! Ἀπό τότε πού ἔκανα τήν ἀνοήσία κι ἔπεισα τούς Ἰουδαίους νά σταυρώσουν τό Ναζωραῖο, μοῦ τσακίστηκαν τά κόκαλα. Δέν ἔχω πιά τήν παλιά μου δύναμη. Ἄν τήν εἶχα.... Αὐτή τή στιγμή θά σ’ εἶχα ρίξει καταγῆς καί θά σ’ εἶχα κάνει κομμάτια!

-Νά, ὅμως, πού καί πάλι δέν τό βάζεις κάτω... Ἀφοῦ κι ἐγώ τό βλέπω κι ἐσύ τό παραδέχεσαι πώς εἶσαι σακατεμένος, πῶς ἔχεις τό θράσος ν’ ἀπειλεῖς ἐμένα καί τό ποίμνιό μου, βρωμερέ ἀπατεώνα, καί νά λές ἀδιάντροπα πώς θά μᾶς συντρίψεις μέ τό ραβδί σου;.... Ἔννοια σου, καί θά σοῦ δείξω! Αὐτή τή στιγμή θά παρακαλέσω τό Θεό μου νά στείλει πύρινους ἀγγέλους, πού θά σε περιλάβουν, θά σέ μαστιγώσουν ἄγρια καί θά σέ ρίξουν στή φωτιά!

-Ὄχι! Μή! Σέ ἱκετεύω! .....τραύλισε πανικόβλητος ὁ διάβολος. Μήν τό κάνεις! Τ’ ὁμολογῶ πώς μπορεῖς, μά μήν τό κάνεις! Νά, φεύγω ἀπ’ τήν πόλη σου ἀμέσως! Καί δέν θά ξαναπατήσω ἐδῶ πέρα, σοῦ δίνω τό λόγο μου!

Ὁ δίκαιος τόν καταράστηκε καί τόν ἔκανε ἄφαντο.

-Δέν θά ξαναπατήσει, λέει.....μονολογοῦσε μετά ὁ ὅσιος. Μά ποιός πιστεύει, τόν ψεύτη καί τόν πανοῦργο;.... Εὐτυχῶς ὅμως, πού δέν ἔχει οὔτε τοῦ κουνουπιοῦ τή δύναμη!

Ὅταν μοῦ διηγήθηκε τό γεγονός ἐκεῖνο, πρόσθεσε καί τοῦτα, θέλοντας νά μοῦ δείξει τήν ἀδυναμία τοῦ σατανᾶ:

-Γνώρισα ἕναν ἄνθρωπο συνετό, πού, ὅταν κατάλαβε ὅτι τό χασμουρητό στήν προσευχή εἶναι ἀπό τούς δαίμονες, πῆρε ἀπόφαση νά μή χασμουρηθεῖ ποτέ πιά. Μόλις τό ἀντιλήφθηκαν τά πονηρά δαιμόνια, σήκωσαν ἄγριο πόλεμο ἐναντίον του. Ὅμως κι αὐτός ἀμυνόταν μ’ ἐξυπνάδα καί δέν ἔσκυβε τό κεφάλι στό θέλημά τους. Ἔ, τί νά σοῦ πῶ! Ἦταν νά γελᾶς μέ τούς δαίμονες.... 

Ἄλλος πήγαινε καί ἐρχόταν, πασχίζοντας μέ μύριους τρόπους νά κάνουν τόν ἄνθρωπο νά χασμουρηθεῖ. Φούσκωναν, ξεφούσκωναν, ἱδρωκοποῦσαν, ἀλλά τίποτα! Πῶς νά μή γελάσεις, ἀλήθεια, μέ τήν ἀδυναμία τους; Κάθε μέρα ἄλλαζαν βάρδια ἴσαμε τριάντα δαίμονες! Καί κανείς τους δέν μπόρεσε νά τόν νικήσει.

Αὐτά ὁ δίκαιος τά παρουσίαζε σάν κατορθώματα κάποιου ἄλλου. Ἐγώ ὅμως ὑποψιάζομαι πώς ἀφοροῦσαν τόν ἴδιο, γιατί, ἀπό τότε πού γύρισε στό δρόμου τοῦ Θεοῦ, κανείς δέν τόν εἶδε νά χασμουρηθεῖ ποτέ, ἄν καί πολεμήθηκε σκληρά ἀπό τά πνεύματα τῆς πονηρίας.


Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.269-273)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου, Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004