Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ
Κελλιώτης τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς Φιλοθέου
~ Καί πάλι ὁ σεβαστός π. Παῒσιος συνέχισε τίς διηγήσεις του, γιά ἕναν ἄλλον ἀσκητή τῶν ἡμερῶν του, τόν π. Αὐγουστῖνο. Μᾶς εἶπε λοιπόν, ὅτι ἦτο Ρῶσσος στήν καταγωγή.
Ἐμόνασε πρῶτα σ᾿ ἕνα Μοναστήρι τῆς πατρίδος του. Βασική ἐργασία τῶν Πατέρων τῆς Μονῆς ἐκείνης, ἦτο τό ψάρεμα. Μέ τά χρήματα πού ἔπαιρναν ἀπό τήν πώλησι τῶν ψαριῶν ἐπορεύοντο στίς ἀνάγκες τους.
Κάποια φορά ἐπῆγαν ἀρκετοί ἀδελφοί γιά τό ψάρεμα, μετά τῶν ὁποίων καί ὁ π. Αὐγουστῖνος. Καθυστέρησε νά ἐπιστρέψει στήν Μονή, διότι ἔλαβε τήν ἐντολή νά τακτοποιήσῃ τά δίχτυα. Ἐκεῖ κοντά καί πέριξ τῆς Μονῆς, ἔμεναν ἐργάτες μέ τίς οἰκογένειές τους. Μιά νέα γυναῖκα, βλέποντας τόν π. Αὐγουστῖνο στό ποτάμι, καί ὑπό τοῦ πονηροῦ κινουμένη, τόν ἐπλησίασε μέ διαθέσεις ἐπιτελέσεως σαρκικῆς ἁμαρτίας μαζί του.
Ἐκεῖνος φοβούμενος μιά τέτοια πτῶσι, εἶπε στόν ἑαυτόν του: «Καλύτερα νά πνιγῶ, παρά νά μολύνω τήν σάρκα μου καί λυπήσω τόν Θεό», καί ξαφνικά ἔδωσε μιά βουτιά καί ἔπεσε στά παγωμένα νερά τοῦ ποταμοῦ, μέ τό κεφάλι πρός τά κάτω. Βλέποντας ὅμως ὁ Θεός τήν θυσία του αὐτή χάριν διατηρήσεως τῆς ἁγνότητός του, τόν διέσωσε θαυμαστῶς. Βρέθηκε ὄρθιος ἐπάνω στά νερά τοῦ ποταμοῦ. ῞Οταν εἶδε ἡ γυναῖκα ἐκείνη τό θαῦμα αὐτό, ἦλθε σέ συναίσθηση. Ζήτησε συγχώρησι ἀπό τόν Μοναχό. Ἐκεῖνος τήν συγχώρησε, τήν συμβούλευσε τά δέοντα καί ἐπέστρεψε στήν Μονή του.
Διηγήθηκε τό περιστατικό στόν ῾Ηγούμενο, ὅ,τι τοῦ συνέβη. Μετ᾿ ὀλίγο καιρό, βλέποντας προβληματική τήν πνευματική πρόοδό του στόν κόσμο, λόγῳ τῶν πειρασμῶν, ἐπῆρε εὐλογία καἰ ἦλθε εἰς τό ῞Αγιον ῎Ορος, καί ἐγκατεστάθηκε σ᾿ ἕνα Κελλί πλησίον τῆς Μονῆς Φιλοθέου.
Ἐκάρη Μοναχός καί ἀσκήθηκε ἐκεῖ μέ πλουσίους τούς πνευματικούς καρπούς. Ἀπέκτησε τόση χάρι καί ἁπλότητα, ὅσον ὀλίγοι στήν Ἀθωνική Πολιτεία. Συμπονοῦσε ὅλη τήν κτίσι, τούς ἀνθρώπους, τά ζῶα, τά πουλιά, τά φυτά, ἀκόμη καί τόν διάβολο. Ἀγρυπνοῦσε καί ἐνήστευε πολύ. Ἀποτέλεσμα ἦτο νά δέχεται συχνές ἐπιθέσεις ἀπό τόν διάβολο. Τό Κελλί του ἦτο γιά ὅλους ἀνοικτό. ῞Οποιος ἤθελε κάτι, ἔμπαινε καί τό ἔπαιρνε χωρίς τήν εὐλογία τοῦ π. Αὐγουστίνου. ῎Ετσι, πολλές φορές ὁ π. Αὐγουστῖνος ἔμενε καί χωρίς τά ἀναγκαῖα τρόφιμα τῆς ἡμέρας. Δέν ἀνησυχοῦσε ὅμως, γιατί εἶχε ὅλη τήν ἐμπιστοσύνη του στόν Θεόν. ῾Η συνηθισμένη του τροφή, ἦτο ἡ τηγανόπιττα, χωρίς λάδι.῞Οταν ἦτο κατάλυσις ἐλαίου, ἐσταύρωνε τήν τηγανόπιττα μέ ἕνα φτερό πού τό ἐβύθιζε μέσα στό λάδι.
Ἀγαποῦσε τά ζῶα πάρα πολύ. Λυπόταν βαθειά, ὅταν ἔβλεπε βορυφορτωμένα ἤ οἱ ὑπεύθυνοι γι᾿ αὐτά τά κτυποῦσαν καί τά κοκομεταχειρίζοντο. Γι᾿ αὐτό στήν αὐλή τοῦ Κελλίου του, ἐπέτρεπε καί ἤρχοντο ὅλα τά ζῶα, εἶτε ὑγιῆ ἦταν, εἴτε γέρικα καί ἐξασθενημένα καί τά ἔτρεφε. Ἀδιαφοροῦσε τελείως γιά τόν ἑαυτόν του. ῞Ολη τήν ἡμέρα, διακόνημά του ἦτο νά μαζεύῃ τροφές γιά τά μουλαράκια του. Αὐτή ἦταν ἡ μεγαλύτερη χαρά του. Συχνά μέ συμπόνια καί στοργή, ἔλεγε: «τά μουλαράκια μου, τά γομαράκια μου».
Κάποια βραδυά πού προσευχόταν, ἦλθε ὁ διάβολος νά τόν πειράξῃ. Τότε ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «γιατί πειράζεις τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ;». Συγχρόνως τοῦ ἔδωσε καί ἕνα σπρώξιμο καί τόν «ἐκόλλησε» στόν τοῖχο. ῾Ο διάβολος ἔφυγε ντροπιασμένος, ἐνῶ ὁ π. Αὐγουστῖνος, συνέχισε τήν νυκτερινή προσευχή του. Λυπήθηκε ὅμως πού κτύπησε τόν διάβολο, καί ἐκείνη τήν νύκτα ἡ καρδιά του εἶχε πολλή θλῖψι. Θεώρησε τήν πρᾶξη του σάν ἁμαρτία.
Μόλις ξημέρωσε ἐπῆγε ἀμέσως εἰς τόν Πνευματικό του, καί τοῦ ἐξομολογήθηκε τό μεγάλο ἁμάρτημά του. ῾Ο Πνευματικός ἐθαύμασε τήν μεγάλη ἁπλότητά του καί τόν ἐνουθέτησε πατρικά. Δέν τόν ἐπετίμησε, οὔτε τοῦ ἀπηγόρευσε τήν Θείαν Κοινωνία. Ἐκεῖνος ἀπόρησε γιά τήν ἐπιείκεια τοῦ Πνευματικοῦ του καί τήν εὐλογία πού τοῦ ἔδωσε νά κοινωνήσῃ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἀπό τήν πολλή του χαρά ἐκεῖνο τό βράδυ δέν κοιμήθηκε καθόλου. ῎Εκανε προσευχή δοξάζοντας τόν Θεό πού δέν τόν τιμώρησε ὁ Πνευματικός του.
῾Ο Θεός, γιά τήν πολλή του ἀκακία καί ἁπλότητα, ὅταν ἐπῆγε νά κοινωνήσῃ, ἡ Θεία Κοινωνία στό στόμα του, μετεβλήθη σέ ἀληθινή Σάρκα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Ἐκεῖνος ἔκλαιε ἀπό τήν χαρά του. Ἐπέστρεψε στό Κελλί του καί ἔπεσε στά γόνατα νά εὐχαριστήσῃ τόν Κύριον. Τότε τοῦ ἐχάρισε ὁ Πανάγαθος Θεός, ἄλλη ὑψίστη εὐλογία. Τόν περιέλουσε μέ τό ῎Ακτιστον Φῶς.
῾Ο ἴδιος, ἔλεγε, ὅτι μέσα καί ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του, παντοῦ εἶχε περιχυθεῖ φῶς. Ἐδιαβαζε χωρίς λυχνάρι. Τό κεφάλι του ἔλαμπε ὡσάν ἠλεκτρικός λαμπτήρας. ῞Ολη ἡ νύκτα ἔγινε ἡμέρα.
῞Οταν ἐγέρασε οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς, τόν παρεκάλεσαν νά ἔλθῃ κοντά τους γιά νά τόν γηροκομήσουν. Ἐκεῖνος, σκεπτόμενος τά μουλαράκια του, δέν δεχόταν. «Ποιός θά ταῒζῃ καί φροντίζῃ τά ζῶα μου; τούς ἔλεγε. Οἱ Πατέρες, ἀπεφάσισαν τελικά καί ἔφεραν καί τά ζῶα του στήν Μονή. Ἐκεῖνον τόν ἔβαλαν στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς, ὅπου εὑρίσκοντο καί ἄλλοι Γεροντάδες. ῞Ολους τούς ξεπερνοῦσε στήν ἀρετή καί ἡ παρουσία του τούς εἶχε ἀρκετά ἐνοχλήσει. Τό γιατί; Ἀκοῦστε νά τό μάθετε.
Σχεδόν καθημερινά, ὁ Γέρο Αὐγουστῖνος, δεχόταν ἐπισκέψεις διαφόρων ῾Αγίων, τῆς Παναγίας, τῶν Ἀγγέλων. Σηκωνόταν ἀπό τό κρεβάτι του, τούς προσκυνοῦσε ἔκανε τόν Σταυρόν του καί συγχρόνως καλοῦσε καί τούς ἄλλους Γέροντας, λέγοντας:
«Ἀδελφοί, σηκωθῆτε. ῏Ηλθε ἡ Παναγία. Βάλετε μετάνοια μπροστά της. Βάλετε θυμίαμα. ῟Ηλθαν οἱ ῞Αγιοι Ἀπόστολοι, ἦλθαν οἱ ῎Αγγελοι. Τί κάθεστε ἔτσι, Ξυπνῆστε..» Τούς ἔκανε τήν ζωή ἀφόρητη. Μερικοί ἐνόμισαν, ὅτι τρελλάθηκε καί τόν ἔκαναν ὑπομονή. Ἐλάχιστοι ἐγνώριζαν τί θησαυρό εἶχαν κοντά τους.
Ζῶντας ἀπό ἐδῶ μέ τούς ῾Αγίους καί τούς Ἀγγέλους, ἐκοιμήθη ἐν ὁσιότητι καί ἐτάφη στήν Μονή Φιλοθέου.
από το βιβλίο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΓΕΡΟΝΤΑΔΕΣ ΤΟΥ ΑΘΩΝΟΣ»
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
(ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΑΘΩΣ, 2005)