Eγώ, παππούλη, εἴπε ο κατάδικος δέν θά ἄνοιγα τόν ἑαυτό μου σέ σένα ἄν ἐσύ δέν ἄγγιζες μέ τά κηρύγματά σου τήν καρδιά μου. Αὐτά πολύ μᾶς συγκινοῦν.
Ἔχουν δίκαιο οἱ φυλακισμένοι πού σᾶς ἀγαπᾶνε τόσο πολύ.
Ἑτοιμάζουν καί ἕνα δῶρο γιά σᾶς, μία εἰκόνα. Οἱ φυλακισμένοι θά σᾶς ἀκολουθήσουν ὅπου καί ἄν πᾶτε. Σᾶς ἀγάπησα καί ἐγώ, παππούλη.
Θά ἤθελα νά σᾶς παρακαλέσω κάτι: νά μέ ἐξομολογήσετε καί νά μοῦ δώσετε τήν Θεία Κοινωνία. Ποτέ στή ζωή μου δέν ἔχω μεταλάβει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
– Μήπως, παιδί μου, θέλεις καί νά σέ χρίσω μέ τό Ἅγιο Μῦρο;
– Ναί, θά σᾶς χρωστῶ εὐγνωμοσύνη γι’ αὐτό.
Ἐδῶ μέσα στόν ἴδιο θάλαμο τόν ἔχρισα μέ τό Ἅγιο Μῦρο, τήν δεύτερη μέρα τόν ἐξομολόγησα καί τόν κοινώνησα τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων…
Σέ ἕνα χρόνο, κατά τήν ἐπίσκεψή μου στά κάτεργα τοῦ Νέρτσινσκ, στήν περιοχή τοῦ Ἀγλάτσενσκ, τόν βρῆκα ἄρρωστο. Μίλησα μαζί του δύο ὧρες. Ἦταν πάρα πολύ εὐχαριστημένος μέ τήν ἐπίσκεψή μου.
Σέ ἕξι μῆνες ἐπισκέφτηκα καί πάλι αὐτή τήν φυλακή. Τήν τρίτη μέρα οἱ φυλακισμένοι μέ κάλεσαν νά πάω στόν μακάριο αὐτό κατάδικο, ὁ ὁποῖος πλησίαζε στό τέλος τῆς ζωῆς του.
Ὅταν μπῆκα μέσα ἐκεῖνος ἀπό τήν χαρά του πού μέ εἶδε σηκώθηκε λίγο καί, κάνοντας τό σταυρό, μοῦ εἶπε:
– Ἐγώ, παππούλη, σέ μιά ὥρα θά ἀφήσω τή γῆ.
Μετά ἀπό πέντε λεπτά ξάπλωσε στό κρεβάτι του, ἐπειδή δέν μποροῦσε πιά νά κάθεται. Κάτι ψιθύρισε. Μετά ἔστρεψε τό βλέμμα του πάνω καί εἶπε:
– Ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί, ἡ Παναγία κατεβαίνει σέ μένα καί μαζί της ἕνα πλῆθος ἁγίων. Έσύ, παππούλη, τούς βλέπεις; ρώτησε.
– Ὄχι, παιδί μου, τοῦ ἀπάντησα.
– Νά, καί ὁ Χριστός, ὁ Βασιλεύς τῆς Δόξης, φάνηκε πάνω στά σύννεφα καί κατεβαίνει σέ μᾶς.
Μ’ αὐτά τά λόγια του ὅλα τά μέλη τοῦ σώματός του κινήθηκαν σπασμωδικά. Τό βλέμμα του ἦταν στραμμένο στά δεξιά. Ἐγώ ἄρχισα νά τρέμω ἀπό τό φόβο.
– Κύριε, φώναξε, θά ἤθελα καί ἄλλα νά ὑποφέρω ἐδῶ στή γῆ γιά χάρη τῶν ἄλλων ἀλλά ἄς γίνει ὅπως θέλεις Ἐσύ.
Σέ ἕνα λεπτό ἄφησε τήν τελευταία του πνοή. Ὤ, τί θρῆνο ἔκαναν γι’ αὐτόν οἰ κρατούμενοι! Δέν μπορῶ νά τόν ξεχάσω.
Ὅπως μοῦ ἔλεγε στήν ἐξομολόγηση, τρεῖς φορές εἶδε τό ὅραμα. Νά τοῦ χαρίσει ὁ Κύριος καί μετά τό θάνατό του τήν χάρη, τήν ὁποία ἤδη εἶχε ζώντας στή γῆ, γιά νά μπορέσει νά βοηθάει καί ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς νά σηκώνουμε τό σταυρό μας.
Κατά τή διάρκεια τῆς ποιμαντικῆς μου διακονίας στίς φυλακές σπάνια συνάντησα τέτοιους χριστιανούς. Ὅμως αὐτοί ὑπάρχουν.
Τέτοιοι τύποι εἶναι πραγματικά ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ! Γι’ αὐτούς ἡ ζωή τους εἶναι μόνο ὁ Χριστός.
Ὅσο καί νά ὑποφέρουν βάσανα, μαρτύρια καί κάθε εἴδους καταπιέσεις, σ’ ὅλα αὐτά δέν βλέπουν τίποτα ἄλλο ἐκτός ἀπό παρηγοριά, χαρά καί κάποιο πνευματικό γλυκασμό.
Ἀρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος
Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπ’ ὅσα εἶδα καί ἔζησα»
Ἐκδόσεις Ὀρθόδοξος Κυψέλη