Κατά τή διάρκεια τοῦ τελευταίου μεγάλου πολέμου στό Ἰράκ στό χιτώνιο ἑνός Ἀμερικανοῦ στρατιώτη, ὁ ὁποῖος ἔπεσε στό πεδίο τῆς μάχης, βρέθηκε ἕνα σημείωμα, πού περιεῖχε μία συγκλονιστική ἐξομολόγηση, μία συγκλονιστική προσευχή.
Ἕνας μέχρι τότε ἄθεος νέος, γνήσιο παιδί τῆς ἐποχῆς μας, εὕρισκε στό διάβα τῆς ζωῆς του τόν Σωτήρα Χριστό μέσα στήν ἀντάρα τοῦ πολέμου.
Ἄς διαβάσουμε, τί ἔλεγε τό σημείωμα ἐκεῖνο:
* * *
«Ἄκουσε, Θεέ μου.
Ἀκόμα δέν σοῦ ἔχω μιλήσει. Ὅμως τώρα ἐπιθυμῶ νά σοῦ πῶ φιλικά: Τί κάνεις; Τί γίνεσαι;
Μοῦ εἶπαν ὅτι δέν ὑπάρχεις καί σάν ἀνόητος τό πίστεψα. Ὅμως χθές βράδυ, ἀπό τό βάθος τοῦ κρατήρα μιᾶς ὀβίδας εἶδα τόν Οὐρανό Σου, εἶδα τό μεγαλεῖο Σου, καί τότε κατάλαβα ὅτι μοῦ εἶχαν πεῖ ψέματα!
Εἶναι παράξενο, ὅτι χρειάσθηκε νά ἔλθω σ᾿ αὐτόν τόν καταχθόνιο τόπο, γιά ν΄ἀνακαλύψω τό πρόσωπό Σου! Τώρα πού Σέ γνώρισα Σ᾿ ἀγαπῶ τρομερά, Θεέ μου! Αὐτό θέλω νά τό ξέρεις!
Σέ λίγο θά γίνει μιά ἀκόμη ἀπαίσια μάχη. Ποιός ξέρει; Μπορεῖ καί νά φθάσω στό σπίτι Σου ἀπόψε. Δέν ὑπήρξαμε ὅμως ποτέ σύντροφοι μέχρι τώρα· κι ἀναρωτιέμαι, ἄν θά μέ περιμένεις στήν πόρτα Σου! Καί νά, νά κλαίω! Καί χύνω δάκρυα! Τί παράξενω! Ἄχ, νά Σέ εἶχα γνωρίσει πιό νωρίς, Θεέ μου!
Θεέ μου, ποῦ εἶσαι; Ποῦ κατοικεῖς;
Σέ ἀναζητοῦσα παντοῦ, ἀκόμη καί μέσα στή δική μου καρδιά, στό σπίτι μου καί στήν οἰκογένειά μου. Μά δέν σέ εὕρισκα πουθενά! Μά συνέχιζα νά σέ ἀναζητῶ καί γύρω μου καί μέσα μου.
Καί ἔνοιωσα τήν παρουσία Σου καί εἶδα τήν μορφή Σου καί ἄκουσα τήν φωνή Σου:
- Εἶμαι δίπλα σου, εἶμαι κοντά σου! Ἄνοιξέ μου τήν καρδιά σου. Θέλω νά περάσω σ᾿ αὐτήν, νά στήσω τόν θρόνο Μου καί νά τήν κάνω Βασίλειό Μου...!
- Ὤ Κύριε!
Ἔλα! Σέ περιμένω...
Σέ λαχταρῶ...
Θέλω νά εἶμαι αἰώνια μαζί Σου· γιά πάντα κοντά Σου!»