Κυριακή ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. ιε΄ 21-28)
Μιά ὀδυνώμενη μάνα, ἀδελφοί, μᾶς παρουσιάζει τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Μιά γυναίκα, ἡ ὁποία ἀντιμετωπίζει τόν Κύριο σέ μιά παράδοξη πάλη. Καί ὁ Κύριος τή δοκιμάζει ὥς τό ἔσχατο σημεῖο τῆς ἀντοχῆς της. Εἶναι ἡ Χαναναία.
Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής, ὁ Κύριος φεύγοντας ἀπό τήν Γεννησαρέτ ἔρχεται στήν περιοχή τῶν εἰδωλολατρικῶν πόλεων Τύρου καί Σιδῶνος. Ἐκεῖ λοιπόν, Τόν πλησιάζει μιά εἰδωλολάτρις Χαναναία καί κραυγάζει: «Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱέ Δαυίδ, ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται».
Ζητάει τό ἔλεος τοῦ Κυρίου γιά τήν κόρη της, πού εἶναι δαιμονισμένη. Φαίνεται πώς εἶχε ἀκούσει γιά τόν Κύριο καί, παρότι ἦταν εἰδωλολάτρις, Τόν ἀναγνώριζε ὡς ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ, ὡς τόν Μεσσία, πού περίμεναν οἱ Ἑβραῖοι. Γι’ αὐτό καί ζητάει τό ἔλεός Του γιά τή δαιμονισμένη κόρη της.
Ζητάει τό ἔλεός Του, ἀλλά πῶς τό ζητάει; Προσέξαμε; Δέν λέει: «Κύριε, ἐλέησε τή θυγατέρα μου, ἡ ὁποία κακῶς δαιμονίζεται». Ἀλλά τί; «Ἐλέησόν με». Τό πρόβλημα τῆς κόρης της τό ἔχει κάνει δικό της, γι’ αὐτό καί φωνάζει: Ἐλέησόν με!
Πόσο ὁ τρόπος της μπορεῖ νά διδάξει σήμερα ὅλους μας, καί μάλιστα τούς καλούς γονεῖς, πού συχνά ἀντιμετωπίζουν φοβερά προβλήματα μέ τά παιδιά τους. Ἰδιαιτέρως στίς ἡμέρες μας, πού οἱ νέοι βρίσκονται πολλές φορές σέ τόσο μεγάλη σύγχυση, ὥστε θά ἔλεγε κανείς ὅτι καί αὐτοί «κακῶς δαιμονίζονται»! Διότι πέφτουν μέ τά μοῦτρα στίς ἡδονές καί στίς ἀσωτίες καί εἶναι σχεδόν πάντοτε ἐπαναστατημένοι. Σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις ὑποφέρουν οἱ πιστοί γονεῖς. Ἡ ζωή τους γίνεται μαρτύριο! Καί τί κάνουν;
Ἐδῶ γίνεται το λάθος! Συχνά ἐκνευρίζονται καί διαπληκτίζονται μέ τά παιδιά τους. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι λύση, γιατί ἐπιδεινώνει τό πρόβλημα. Ἡ λύση εἶναι αὐτή τῆς Χαναναίας. Ἡ καταφυγή στόν Κύριο! Καί μέ τί τρόπο; Ἐλέησόν με! Μέ φλόγα ψυχῆς, μέ προσευχή πυρακτωμένη. Κύριε, ἐλέησόν με! Τό παιδί μου κακῶς δαιμονίζεται, εἶναι στά νύχια τῶν δαιμόνων καί τῶν ὀργάνων τους. Ὑποφέρει, Κύριε, τό παιδί μου ἐλέησόν με! Ἐλέησόν με!
Μιά τέτοια θερμή προσευχή, ἄς μή ἀμφιβάλλουν οἱ πιστοί γονεῖς, θά κάνει θαύματα! Ἀρκεῖ βέβαια νά συνοδεύεται καί ἀπό τήν ἀνάλογη πίστη, ὅπως φάνηκε καί στήν περίπτωση τῆς Χαναναίας.
Ἡ συνέχεια τοῦ ἱεροῦ κειμένου μᾶς ἐπιφυλάσσει μεγάλες ἐκπλήξεις καί μάλιστα τελείως ἀπρόσμενες. Διότι στήν ἀγωνιώδη κραυγή τῆς πονεμένης μάνας ὁ Κύριος φαίνεται σάν νά μή δίνει σημασία. «Οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον», δέν τῆς εἶπε οὔτε μία λέξη. Ἐκείνη ἐξακολουθεῖ νά φωνάζει, ἐλέησόν με! Ἀλλά ὁ Κύριος σιωπᾶ.
Τόσο παράδοξο φαίνεται τό γεγονός, ὥστε παρεμβαίνουν καί οἱ μαθητές παίρνοντας τό μέρος της. «Ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν», τοῦ λένε. Κάνε της, Κύριε, αὐτό πού ζητάει, ὥστε νά φύγει, γιατί χάλασε τόν κόσμο μέ τίς φωνές της. Ἀλλά πόση ἀπογοήτευση ἀπό τήν ἀπάντηση τοῦ Κυρίου! Ἐγώ, τῆς λέει, δέν ἦρθα παρά μόνο γιά τά χαμένα πρόβατα τοῦ «οἴκου Ἰσραήλ», γιά τούς παραστρατημένους Ἑβραίους.
Θά ἔλεγε κανείς πώς ἡ δύστυχη μάνα ἔχασε καί τήν τελευταία της ἐλπίδα. Ὡστόσο αὐτή δέν τό βάζει κάτω. Ἤ μᾶλλον βάζει κάτω τόν ἑαυτό της. «Ἡ δέ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα, Κύριε, βοήθει μοι». Ἐπιμένει, πέφτει στά πόδια Του, Τόν ἱκετεύει καί περιμένει.
Τί περιμένει; Ἔλεος. Καί τί δέχεται; Κεραυνό! Δέν εἶναι σωστό, τῆς λέει ὁ Κύριος, νά πάρω τό ψωμί τῶν παιδιῶν καί νά τό δώσω στά σκυλάκια. Εἶναι φανερό πώς ὁποιαδήποτε ἄλλη στή θέση της θά θεωροῦσε τά λόγια αὐτά προσβλητικά καί θά ἔφευγε ἀγανακτισμένη. Ἡ ὑπέροχη ὅμως αὐτή ψυχή ὄχι μόνο δέν φεύγει, ἀλλά καί μέ αὐτά τά ἴδια λόγια τοῦ Κυρίου συνεχίζει τήν πάλη της πρός Αὐτόν. Κάνει, θά λέγαμε, τήν τελευταία καί ἀποφασιστική ἀντεπίθεση, μέ τήν ὁποία νικᾶ τόν ἀνίκητο.
Τί ἀπαντᾶ; Ὤ! ναί, Κύριε, τοῦ λέει. Ἔτσι εἶναι, σκυλί εἶμαι, ὅπως μέ ἀποκάλεσες. Καί δέν εἶναι σωστό νά μοῦ δώσεις τό ψωμί τῶν παιδιῶν. Γι’ αὐτό καί ἐγώ δέν σοῦ ζητάω ψωμί. Τό μερίδιο τοῦ σκυλιοῦ ζητάω, τά ψίχουλα, πού πέφτουν ἀπό τό τραπέζι τῶν κυρίων μου. Ἀφοῦ μέ ἀποκάλεσες σκυλάκι, μοῦ ἀναγνώρισες μιά ἐλάχιστη ἔστω θέση στό σπίτι σου. Λοιπόν, δός μου τά ψίχουλα, πού δικαιοῦνται τά σκυλιά!
Ἔφτασε στό τέλος της ἡ παράδοξη πάλη. Καί ἀπό τά χείλη τοῦ Κυρίου βγαίνουν τώρα τά ἐκπληκτικά ἐκεῖνα λόγια, πού ἀποκαλύπτουν καί τήν πραγματική Του διάθεση ἀπέναντι στήν Χαναναία: «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις». Ὦ γυναίκα! Ἡ πίστη σου εἶναι μεγάλη! Ἄς σοῦ γίνει ὅπως θέλεις. Καί ἀμέσως ἡ κόρη της ἔγινε καλά.
Μεγάλη, πράγματι, ἡ πίστη τῆς Χαναναίας. Τῆς Χαναναίας! Δηλαδή μιᾶς εἰδωλολάτρισσας. Τί νά ποῦμε τώρα γιά μᾶς; Ποῦ εἶναι ἡ δική μας πίστη, ὅταν στήν πρώτη δυσκολία καταθέτουμε τά ὅπλα καί τά χάνουμε; Ἄλλωστε καί ἡ προσευχή μας γι’ αὐτό δέν φέρνει ἀποτέλεσμα, διότι δέν συνοδεύεται ἀπό ἰσχυρή, ἀπό ἀκλόνητη πίστη. Δέν ἔχουμε καταλάβει ὅτι ἡ ἀληθινή προσευχή εἶναι πάλη μέ τό Θεό!
Ὄχι διότι Ἐκεῖνος ἔχει τυχόν κάτι ἐναντίον μας καί γι’ αὐτό ἀρνεῖται νά μᾶς βοηθήσει. Ἀλλά διότι θέλει νά πλησιάσουμε ἀκόμη περισσότερο κοντά Του, νά συνδεθοῦμε στενότερα μαζί Του καί νά ἀσκηθοῦμε στήν ἀρετή καί στήν ἁγιότητα, ὅπως ἔγινε καί μέ τή Χαναναία. Ἄν ὁ Κύριος τῆς εἶχε δώσει ἀπό τήν ἀρχή αὐτό πού ζητοῦσε, δέν θά εἶχε φανερωθεῖ ἡ μεγάλη της πίστη, ἡ ταπείνωση, ἡ χαριτωμένη εὐστροφία της, ὅλος αὐτός ὁ πλοῦτος τῶν ἀρετῶν, πού μᾶς διδάσκει ὅλους δύο χιλιάδες χρόνια τώρα.
Λοιπόν, νά μη λέμε δέν μέ ἀκούει ὁ Θεός ἤ μέ ἐγκατέλειψε. Ὄχι! Ἐκεῖνος ποτέ δέν μᾶς ἐγκαταλείπει καί πάντοτε κοντά μας εἶναι. Ἀλλά νά! Θέλει νά δείξουμε καί ἐμεῖς τή φιλοτιμία μας, γιά νά βρεῖ ἀφορμή νά μᾶς στεφανώσει.
Ἀδελφοί, νά μή μᾶς διαφεύγει ποτέ ὅτι συχνά ἡ σιωπή τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγαλύτερο δῶρο ἀπό τήν τυχόν ἄμεση ἀπάντησή Του. Δῶρο ἀσύλληπτης ἀξίας, αἰώνιο. Καί θά ‘ναι κρίμα νά τό χάσουμε, νά μείνουμε φτωχοί, τήν ὥρα πού Ἐκεῖνος μᾶς καλεῖ νά γίνουμε μεγιστάνες!