ΛΟΓΟΣ Α΄
«Ὅταν ὁ Ἰησοῦς εἶδε τὰ πλήθη, ἀνέβηκε στὸ ὄρος, κι ὅταν κάθισε, πλησίασαν οἱ μαθητές Του, κι ἄρχισε νὰ τοὺς διδάσκει, λέγοντας: Μακάριοι εἶναι οἱ ταπεινοί, γιατί σ' αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Ἐλᾶτε νὰ ἀνεβοῦμε στὸ ὄρος τοῦ Κυρίου
1. Ποιὸς ἄραγε εἶναι ἄξιος ἀπὸ τοὺς ἐδῶ συναγμένους ὥστε καὶ μαθητὴς τοῦ Κυρίου νὰ γίνει καὶ ν' ἀνεβεῖ μαζί Του ἀπὸ τὶς ταπεινὲς καὶ χαμηλὲς σκέψεις στὸ πνευματικὸ ὄρος τῆς ὑψηλῆς θεωρίας; Τὸ ὄρος αὐτὸ εἶναι ἀπαλλαγμένο ἀπὸ κάθε σκιά, ποὺ ρίχνουν οἱ ὑπερυψωμένοι λόφοι τῆς κακίας, καὶ συγχρόνως καταυγάζεται ἀπὸ τὴ λάμψη τοῦ ἀληθινοῦ φωτός. Καὶ μέσα στὴ διαύγεια τῆς καθαρῆς ἀλήθειας κάνει θεατὰ ἀφ' ὑψηλοῦ ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ εἶναι ἀθέατα γιὰ ὅσους βρίσκονται δεμένοι στὰ χαμηλά.
Ποιὰ καὶ πόσα εἶναι αὐτά, ποὺ ἀπὸ τὸ ὕψος φαίνονται κάτω, ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Ὅταν, μακαρίζοντας αὐτοὺς ποὺ ἀνέβαιναν μαζί Του στὸ ὄρος, τοὺς ἀναπτύσσει, σὰν νὰ τοὺς δείχνει μὲ κάποιο δάκτυλο, ἀπὸ τὴ μία μεριὰ γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κι ἀπὸ τὴν ἄλλη γιὰ τὴν κληρονομιὰ τῆς ἄνω πατρίδας. Ἔπειτα τοὺς ἀναπτύσσει γιὰ τὴν εὐσπλαγχνία, τὴ δικαιοσύνη, τὴν παρηγοριὰ καὶ γιὰ τὴ συγγένεια ποὺ ἀναπτύσσεται μὲ τὸν Θεὸ τῶν ὅλων.
Ἀκόμη τοὺς μιλάει γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶν διωγμῶν, ποὺ εἶναι τὸ νὰ γίνει σύνοικος τοῦ Θεοῦ. Δείχνει ἀκόμη ὁ Κύριος κι ὅσα ἄλλα κοντὰ σ' αὐτὰ μπορεῖς νὰ βλέπεις ψηλὰ ἀπὸ τὸ ὄρος, ἀντικρίζοντάς τα ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ σκοπιὰ μὲ τὶς ἐλπίδες.
Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ Κύριος ἀνεβαίνει στὸ ὄρος, ἂς ἀκούσουμε τὴν πρόσκληση τοῦ Ἠσαΐα ποὺ φωνάζει «Ἐλᾶτε νὰ ἀνεβοῦμε στὸ ὄρος τοῦ Κυρίου» ( Ἠσ. 2,3). Κι ἂν εἴμαστε ἀδύνατοι ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας, ἂς τονώσουμε τὰ κουρασμένα χέρια καὶ τὰ παραλυμένα γόνατα, καθὼς ὑποδεικνύει ὁ προφήτης ( Ἠσ. 35, 3).
Γιατί ἂν φτάσουμε στὴν κορυφή, θὰ συναντήσουμε Ἐκεῖνον ποὺ γιατρεύει κάθε ἀσθένεια καὶ κάθε ἀδυναμία. Θὰ βροῦμε Ἐκεῖνον ποὺ σηκώνει ἐπάνω Του τὶς ἀσθένειες καὶ φορτώνεται τὶς ἀρρώστιες μας. Λοιπόν, ἂς τρέξουμε κι ἐμεῖς πρὸς τὴν ἄνοδο, γιὰ νὰ φτάσουμε μαζὶ μὲ τὸν Ἠσαΐα στὴν κορυφὴ τῆς ἐλπίδας καὶ νὰ δοῦμε ἀπὸ ψηλὰ τὰ ἀγαθὰ ἐκεῖνα ποὺ δείχνει ὁ Κύριος σ' αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι Τὸν ἀκολούθησαν στὴν ἀνάβαση. Ἀλλὰ ἂς ἀνοίξει καὶ σὲ μᾶς τὸ στόμα Του, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἂς μᾶς διδάξει ἐκεῖνα, ποὺ τὸ ἄκουσμά τους εἶναι ἡ μακαριότητα. Ἂς ἀρχίσουμε δὲ τὴν μελέτη μας ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζει ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου.
Ἡ μακαριότητα
2. Μακάριοι, λέγει, εἶναι οἱ πτωχοὶ κατὰ τὸ πνεῦμα, γιατί σ' αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι κάποιος ποὺ ἀγαπάει τὸν χρυσό, τυχαίνει νὰ βρεῖ μέσα στὰ βιβλία πληροφορίες γιὰ τὴν ὕπαρξη θησαυροῦ σὲ κάποιο μέρος. Τὸ μέρος ὅμως ἐκεῖνο, ποὺ κρύβει τὸ θησαυρό, ἀπαιτεῖ πολὺ κόπο καὶ ἱδρώτα, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θὰ θελήσουν νὰ ἀποκτήσουν τὸ χωράφι.
Ἄραγε θὰ δειλιάσει μπροστὰ στοὺς κόπους καὶ θὰ ἀδιαφορήσει γιὰ τὸ κέρδος καὶ θὰ θεωρήσει πιὸ γλυκὸ ἀπὸ τὸν πλοῦτο τὸ νὰ μὴν κουραστεῖ καθόλου, προσπαθώντας νὰ τὸν ἀποκτήσει; Δὲν γίνονται ὅμως αὐτά, δὲν γίνονται. Ἀντίθετα μάλιστα, θὰ παρακαλέσει γι’ αὐτὸ ὅλους τοὺς φίλους. Κι ἀπ' ὅπου μπορεῖ, θὰ ζητήσει βοήθεια γι’ αὐτό, συγκεντρώνοντας πολλὰ χέρια καὶ θὰ ἰδιοποιηθεῖ τὸν κρυμμένο θησαυρό.
Αὐτὸς εἶναι ἀδελφοί, ἐκεῖνος ὁ θησαυρὸς γιὰ τὸν ὁποῖο μιλάει τὸ γράμμα, ἀλλὰ εἶναι κρυμμένος ὁ πλοῦτος κάτω ἀπὸ τὴν ἀσάφεια. Κι ἐμεῖς ποὺ ἐπιθυμοῦμε (ν' ἀποκτήσουμε) τὸ καθαρὸ χρυσάφι, ἂς χρησιμοποιήσουμε τὴ δύναμη τῶν προσευχῶν, ὥστε νὰ ἔλθει ὁ θησαυρὸς γιὰ χάρη μας στὴν ἐπιφάνεια κι ἂς τὸν μοιραστοῦμε ὅλοι ἐξίσου κι ὁ καθένας μας θὰ τὸν κατέχει ὁλόκληρο.
Γιατί ἡ μοιρασιὰ τῆς ἀρετῆς εἶναι τέτοια, ὥστε καὶ νὰ μοιράζεται σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ τὴ διεκδικοῦν, κι ὅλη νὰ ἀνήκει στὸν καθένα, χωρὶς νὰ μειώνεται ἀνάμεσα σὲ ἐκείνους ποὺ παίρνουν μέρος σ' αὐτήν. Ἐνῶ στὴν μοιρασιὰ τοῦ ὑλικοῦ πλούτου ὅποιος ἀποσπάσει τὸ περισσότερο, ἀδικεῖ ἐκείνους ποὺ παίρνουν ἴσο μερίδιο. Γιατί, ὅποιος αὐξήσει τὸ δικό του μερίδιο, μειώνει ὁπωσδήποτε τὸ τοῦ ἄλλου ποὺ μετέχει στὴ μοιρασιά.
Ἀλλὰ μὲ τὸ πνευματικὸ πλοῦτο συμβαίνει ὅ,τι καὶ μὲ τὸν ἥλιο, ποὺ καὶ μοιράζεται σ' ὅλους ἐκείνους ποὺ τὸν βλέπουν, κι ὅλος ἀνήκει στὸν καθένα. Ἐπειδή, λοιπόν, καθὼς ἐλπίζουμε, τὸ κέρδος γιὰ τὸν καθένα θὰ εἶναι ἀνάλογο τοῦ κόπου, ἂς βοηθήσουμε ἐξίσου ὅλοι μὲ τὶς προσευχές, γιὰ νὰ πετύχουμε αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε.
Καὶ πρῶτα, λοιπόν, νομίζω ὅτι πρέπει νὰ κατανοήσουμε τί ἀκριβῶς σημαίνει ἡ λέξη μακαρισμός. Μακαριότητα, κατὰ τὴν γνώμη μου βέβαια, εἶναι μία περίληψη ὅλων ἐκείνων ποὺ ἐννοοῦμε σχετικὰ μὲ τὸ ἀγαθό. Ἀπ' αὐτὴ δὲν λείπει τίποτε ἀπ' ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἀγαθὴ ἐπιθυμία. Μποροῦμε ὅμως νὰ κάνουμε ἀκόμη σαφέστερη τὴν ἔννοια τοῦ μακαρισμοῦ, συγκρίνοντάς την μὲ τὸ ἀντίθετο. Καὶ ἀντίθετο πρὸς τὸ μακάριο εἶναι τὸ ἄθλιο. Ἀθλιότητα, λοιπόν, εἶναι ἡ ταλαιπωρία μέσα στὰ ἀξιοθρήνητα καὶ ἀθέλητα πάθη.
Διακρίνονται δὲ μεταξύ τους, ἡ μακαριότητα κι ἡ ἀθλιότητα, ἀπὸ τὴν ἀντίθετη διάθεση ἐκείνων ποὺ θὰ βρεθοῦν σ' αὐτές. Δηλ. ὁ μὲν μακάριος εὐφραίνεται κι ἀγάλλεται, μὲ ὅσα ἔχει μπροστά του κι ἀπολαμβάνει, ἐνῶ ὁ ἄθλιος πονεῖ κι ὑποφέρει, μὲ ὅσα τὸν ἔχουν βρεῖ. Ἀληθινὰ δὲ μακαριστὴ ὕπαρξη εἶναι τὸ Θεῖο.
Γιατί ὅ,τι καὶ νὰ ὑποθέσουμε πὼς εἶναι τὸ Θεῖο, μακαριότητα εἶναι ἐκείνη ἡ καθαρὴ ζωή, τὸ ἀνεκδιήγητο καὶ ἀκατάληπτο ἀγαθό, τὸ ἀνέκφραστο κάλλος, αὐτὸ ποὺ εἶναι ὅλο χάρη καὶ σοφία καὶ δύναμη, τὸ ἀληθινὸ φῶς, ἡ πηγὴ κάθε ἀγαθότητας, ἡ ἀνώτερη ἐξουσία ὅλων, τὸ μόνο ποθητό, αὐτὸ ποὺ πάντα εἶναι τὸ ἴδιο, ἡ παντοτινὴ ἀγαλλίαση, ἡ αἰώνια εὐφροσύνη, γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ πολλά, κι ὅμως νὰ μὴν ἔχει πεῖ τίποτε τὸ ἰσάξιο. Γιατί οὔτε ὁ νοῦς πλησιάζει τὸν Θεό, μά, κι ἂν ἀκόμη μπορέσουμε νὰ κατανοήσουμε κάτι ἀπὸ τὰ ὑψηλότερα γι' Αὐτόν, μὲ κανέναν λόγο δὲν ἐκφράζεται αὐτὸ ποὺ θὰ γίνει κατανοητό.
Ἀφοῦ ὅμως ὁ δημιουργός τοῦ ἀνθρώπου τὸν ἔπλασε κατ' εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ κατὰ δεύτερο λόγο νὰ εἶναι μακάριο αὐτό, ποὺ ἔχει δημιουργηθεῖ ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ καὶ μετέχει στὴν πραγματικὴ μακαριότητα. Γιατί μὲ τὴν σωματικὴ ὀμορφιὰ π.χ. τὸ πρωτότυπο κάλλος ὑπάρχει στὸ ζωντανὸ καὶ ὑπαρκτὸ πρόσωπο, ἐνῶ ἐκεῖνο, ποὺ ἀποτυπώνεται στὸν πίνακα μὲ τὴν ἀπομίμηση, ἔρχεται σὲ δεύτερη μοίρα.
Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς ὑπερέχουσας μακαριότητας, ποὺ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση. Κι αὐτὴ στολίζεται μὲ τὸ ἀγαθὸ κάλλος, ὅταν φέρει πάνω της τὰ σημάδια τῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ μακαρίου. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ βρωμιὰ τῆς ἁμαρτίας μουτζούρωσε τὸ κάλλος τῆς εἰκόνας, ἦλθε ὁ Χριστός, ποὺ μᾶς καθαρίζει μὲ τὸ δικό Του νερό, τὸ ὁποῖο εἶναι ζωογόνο καὶ ἀναβλύζει τὴν αἰώνια ζωή. Κι ἔτσι μποροῦμε ἐμεῖς ν' ἀποβάλουμε τὴν ἀσχημοσύνη τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ ἀνακαινισθοῦμε καὶ πάλι σύμφωνα μὲ τὴ μακάρια θεϊκὴ μορφή.
Κι ὅπως στὴ ζωγραφικὴ τέχνη θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ ὁ εἰδικὸς στοὺς ἀρχάριους, πὼς καλὴ εἶναι ἐκείνη ἡ προσωπογραφία ποὺ ἔχει τὰ ἐπὶ μέρους συστατικά τοῦ σώματος τέτοια: ἔτσι νὰ εἶναι ἡ κόμη, οἱ κύκλοι τῶν ματιῶν, οἱ γραμμὲς τῶν φρυδιῶν, ἡ θέση τῶν παρειῶν καὶ ξεχωριστὰ ὅλα τὰ ἄλλα, μὲ τὰ ὁποῖα ὁλοκληρώνεται ἡ ὀμορφιά, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος ποὺ ξαναζωγραφίζει τὴν ψυχή μας κατὰ τὴν ἀπομίμηση τοῦ μόνου μακαρίου, τοῦ Θεοῦ, περιγράφει μὲ τὸ λόγο τὰ ἰδιαίτερα στοιχεῖα ποὺ συμβάλλουν στὴν μακαριότητα. Καὶ πρῶτα λέγει: «Μακάριοι εἶναι οἱ πτωχοὶ κατὰ τὸ πνεῦμα, γιατί σ' αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Ἡ μακαριζόμενη πτωχεία
3. Ἀλλὰ ποιὸ κέρδος θὰ προκύψει ἀπὸ τὴν μεγάλη αὐτὴ δωρεὰ τοῦ Κυρίου, ἂν δὲν ἀνακαλύψουμε τὸ βαθύτερο νόημα ποὺ κρύβεται στὸ βάθος τοῦ λόγου; Γιατί καὶ στὴν ἰατρικὴ πολλὰ φάρμακα ἀπὸ τὰ ἀκριβὰ καὶ δυσεύρετα παραμένουν ἀχρησιμοποίητα καὶ ἀνώφελα γιὰ ὅσους ἀγνοοῦν τὴν ἀξία τους, μέχρι ποὺ νὰ μάθουμε ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς σὲ τί εἶναι χρήσιμο τὸ καθένα ἀπὸ αὐτά.
Τί σημαίνει, λοιπόν, ἡ πτωχεία τοῦ πνεύματος, μὲ τὴν ὁποία ἐξασφαλίζεται ἡ κατάκτηση τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν; Ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ ἔχουμε μάθει δύο εἴδη πλούτου. Ὁ ἕνας εἶναι ἀξιοθαύμαστος καὶ ὁ ἄλλος ἀξιοκατάκριτος. Καὶ ὁ πλοῦτος τῶν ἀρετῶν εἶναι θαυμαστός, ἐνῶ ὁ ὑλικὸς καὶ γήινος κατακρίνεται.
Γιατί ὁ μὲν ἕνας γίνεται κτῆμα τῆς ψυχῆς, ὁ δὲ ἄλλος εἶναι ἐπιτήδειος γιὰ νὰ ἐξαπατᾶ τὶς αἰσθήσεις. Γὶ αὐτὸ ὁ Κύριος ἀπαγορεύει νὰ θησαυρίζουμε αὐτόν, ἐπειδὴ βρίσκεται ἐκτεθειμένος στὰ σκουλήκια γιὰ τροφὴ καὶ τὸν ἐπιβουλεύονται οἱ κλέφτες ( Ματθ. 6,19). Ἐπιβάλλει δὲ νὰ δείχνουμε προθυμία γιὰ τὸν πλοῦτο τῶν ἀνωτέρων ἀγαθῶν, ποὺ ἡ δύναμη τῆς φθορᾶς δὲν τὸν ἀγγίζει.
Κι ὅταν λέγει σκουλήκια καὶ κλέφτες, ὑπονοεῖ ἐκεῖνον ποὺ καταστρέφει τοὺς θησαυροὺς τῆς ψυχῆς. Συνεπῶς ἂν ἡ φτώχεια ξεχωρίζεται ἀπὸ τὸν πλοῦτο, ἀσφαλῶς μποροῦμε κατ' ἀναλογία νὰ μάθουμε πὼς ὑπάρχει καὶ δύο εἰδῶν φτώχεια. Ἡ μία ἀπορρίπτεται, ἡ ἄλλη μακαρίζεται. Ἐκεῖνος π.χ. ποὺ εἶναι φτωχὸς ὡς πρὸς τὴν σωφροσύνη, ἢ στερεῖται τὸ πολύτιμο ἀπόκτημα τῆς δικαιοσύνης, ἢ τῆς σοφίας, ἢ τῆς σύνεσης, ἢ κάποιον ἄλλον ἀπὸ τοὺς πολύτιμους θησαυρούς, αὐτὸς ἀποδεικνύεται πεινασμένος, χωρὶς κτήματα καὶ φτωχός, ἄθλιος γιὰ τὴ φτώχεια καὶ ἀξιολύπητος γιὰ τὴν ἔλλειψη πολύτιμων κτημάτων.
Ἐνῶ ὁ ἄλλος ποὺ θεληματικὰ στερεῖται ὅλα, ὅσα ὑπονοοῦνται γύρω ἀπὸ τὴν κακία, καὶ δὲν ἔχει ἀποθηκεύσει στὶς ἀποθῆκες του κανέναν ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ ἔχει ζῆλο πνευματικὸ καὶ μ' αὐτὸν θησαυρίζει γιὰ τὸν ἑαυτὸ του τὴν φτώχεια ἀπὸ τὰ κακά, αὐτὸς μπορεῖ νὰ παρουσιασθεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο ὅτι βρίσκεται μέσα στὴ μακάρια φτώχεια, τῆς ὁποίας καρπὸς εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
[ ... ]