[ ... ]
Ὁρᾶτε τὸ μέτρον τῆς ἑκουσίας πτωχείας
4. Ἀλλὰ ἂς ξαναγυρίσουμε στὴν ἐπεξεργασία τοῦ θησαυροῦ κι ἂς μὴν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀνακάλυψη τοῦ κρυμμένου μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ μεταλλείου. Μακάριοι εἶναι, λέγει, οἱ πτωχοὶ κατὰ τὸ πνεῦμα. Τὸ ἔχουμε πεῖ αὐτὸ κατὰ κάποιο τρόπο καὶ πιὸ μπροστά, θὰ τὸ ποῦμε ὅμως καὶ τώρα, ὅτι σκοπὸς τοῦ ἐνάρετου βίου εἶναι ἡ ἐξομοίωση πρὸς τὸ Θεό.
Ὅμως αὐτὸ ποὺ εἶναι χωρὶς πάθη καὶ καθαρό, ξεφεύγει ἐξολοκλήρου τὴν ἀπομίμηση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Γιατί εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ ἐξομοιωθεῖ ἡ ἐμπαθὴς ζωὴ πρὸς τὴ φύση ποὺ δὲν ἐπιδέχεται πάθη. Ἂν ὅμως μόνο ὁ Θεὸς εἶναι μακάριος, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος (Α΄ Τιμ. 6,15), κι ἡ συμμετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴ μακαριότητα γίνεται μὲ τὴν ἐξομοίωση πρὸς τὸν Θεό, τότε ἡ μίμηση εἶναι ἀδύνατη. Συνεπῶς ἡ μακαριότητα εἶναι κάτι τὸ ἄφθαστο γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Κι ὅμως, ὑπάρχουν ὁρισμένες ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ ποὺ μποροῦν, ὅσοι θέλουν, νὰ τὶς μιμηθοῦν.
Ποιὲς εἶναι αὐτές; Νομίζω ὅτι ὁ Κύριος ὀνομάζει πτωχεία τοῦ πνεύματος τὴ θεληματικὴ ταπεινοφροσύνη. Πρότυπο αὐτῆς μᾶς προβάλλει ὁ Ἀπόστολος τὴν πτωχεία τοῦ Κυρίου, «ὁ Ὁποῖος γιὰ μᾶς ἐπτώχευσε, μολονότι εἶναι πλούσιος, προκειμένου νὰ γίνουμε ἐμεῖς πλούσιοι χάρη στὴ δική του πτωχεία» (Β΄ Κορ. 8, 9).
Ὅλες οἱ ἄλλες ἰδιότητες, ὅσες ἀναφαίνονται γύρω ἀπὸ τὴ θεία φύση, ξεπερνοῦν τὰ μέτρα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἐνῶ ἡ ταπεινότητα εἶναι γιὰ μᾶς ἔμφυτη καὶ συνυπάρχει μὲ ὅσους προέρχονται ἐκ τῶν κάτω κι ἔχουν τὰ συστατικά τους γήινα καὶ στὴ γῆ ξαναπέφτουν. Σὺ ὁ ἴδιος ἀποκτᾶς τὰ χαρακτηριστικά τῆς μακαριότητας ὅταν μιμεῖσαι τὸν Θεὸ στὸ μέτρο τοῦ φυσικὰ δυνατοῦ. Κι ἂς μὴ νομίσει κανεὶς πὼς ἡ ταπεινοφροσύνη πετυχαίνεται μὲ εὐκολία καὶ χωρὶς κόπο. Τὸ ἀντίθετο συμβαίνει.
Εἶναι ἡ πιὸ κουραστικὴ ἀρετὴ ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη ποὺ ἐπιδιώκουμε. Κι αὐτὸ γιατί; Διότι ἐνῶ κοιμᾶται ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει δεχθεῖ τὰ σπέρματα τοῦ καλοῦ, δέχεται τὸ σπόρο τῆς ἀντίθετης σπορᾶς ἀπὸ τὸν ἐχθρό τῆς ζωῆς μας καὶ ριζώνει τὸ ζιζάνιο τῆς ὑπερηφάνειας. Γιατί μ' ὅποιο τρόπο ἔριξε τὸν ἑαυτό του στὴ γῆ, ἐκεῖνος, δηλ. ὁ διάβολος, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο συμπαρέσυρε μαζί του στὴν κοινὴ πτώση καὶ τὸ ταλαίπωρο γένος τῶν ἀνθρώπων. Καὶ δὲν ὑπάρχει κανένα ἄλλο παρόμοιο κακὸ γιὰ τὴ φύση μας, ὅπως τὸ κακὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Τὸ πάθος, λοιπόν, τῆς ἔπαρσης φυτρώνει κατὰ κάποιο τρόπο μέσα σχεδὸν σὲ κάθε ἄνθρωπο.
Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ ἀρχίζει τοὺς μακαρισμοὺς ξεριζώνει ἀπὸ τὸ χαρακτήρα μας τὴν ὑπερηφάνεια ὡς ἄλλο πρωταρχικὸ κακό, μὲ τὸ νὰ μᾶς συμβουλεύει νὰ μιμούμαστε Ἐκεῖνον, ποὺ θεληματικὰ ἐπτώχευσε καὶ ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ ἀληθινὰ μακάριος. Ἔτσι θὰ τραβήξουμε πάνω μας τὴν κοινωνία τῆς μακαριότητας, ἀφοῦ θὰ ἔχουμε ἐξομοιωθεῖ μὲ τὸ νὰ πτωχεύσουμε θεληματικά, ὅσο μποροῦμε κι ὅποιοι κι ἂν εἴμαστε. Νὰ ἔχετε μέσα σας τὸ φρόνημα ἐκεῖνο, γράφει ὁ Ἀπόστολος ( Φιλιπ. 2, 5 κ.ἑ. ) ποὺ εἶχε κι ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος μολονότι ἦταν Θεός, δὲν θεώρησε κλεμμένο ἀγαθὸ τὸ νὰ εἶναι ἴσος μὲ τὸ Θεό, ἀλλὰ ἄδειασε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ θεότητα καὶ πῆρε τὴ μορφὴ τοῦ δούλου.
Τί ἄλλο πτωχότερο ὑπάρχει ἀπὸ τὸ νὰ ἔλθει σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὴ φτωχή μας φύση; Ὁ Βασιλιὰς ἐκείνων ποὺ βασιλεύουν κι ὁ Κύριος ἐκείνων ποὺ ἐξουσιάζουν, θεληματικὰ φοράει τὸ δουλικὸ σχῆμα. Ὁ Κριτὴς τῶν πάντων γίνεται ὑποτελὴς καὶ πληρώνει φόρο στοὺς δυνάστες. Ὁ Κύριος τῆς δημιουργίας κατεβαίνει στὸ σπήλαιο. Δὲ βρίσκει θέση στὸ χάνι Ἐκεῖνος ποὺ περικρατεῖ τὰ πάντα, ἀλλὰ πετιέται σὲ μία ἄκρη μέσα στὴ φάτνη τῶν ἀλόγων ζώων. Ὁ καθαρὸς καὶ ἀκηλίδωτος παίρνει πάνω του τὸ μολυσμὸ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Καὶ ἀφοῦ περάσει ἀπὸ ὅλες τὶς φάσεις τῆς πτωχείας μας, φθάνει καὶ σ' αὐτὴ τὴ δοκιμὴ τοῦ θανάτου. Βλέπετε τὸ μέγεθος τῆς θεληματικῆς συγκατάβασης; Καὶ γεύεται ἡ ζωὴ τὸ θάνατο. Ὁ Κριτὴς ὁδηγεῖται στὸ δικαστήριο. Ὁ Κύριος τῆς ζωῆς τῶν ὄντων φθάνει, γιὰ νὰ ἀκούσει τὴν ἀπόφαση τοῦ δικαστῆ. Ὁ Βασιλιὰς κάθε ὑπερκόσμιας δύναμης δὲν ἀποφεύγει τὰ χέρια τῶν δημίων. Πρὸς αὐτὸ τὸ πρότυπό σου, λέγει ὁ Ἀπόστολος, νὰ ἀποβλέπει τὸ μέτρο τῆς ταπεινοφροσύνης σου.
Ἡ ματαιότητα τῆς ἀλαζονείας
5. Μοῦ φαίνεται ὅμως πὼς ἴσως εἶναι καλὸ νὰ ἐξετάσουμε καὶ τὸν παραλογισμὸ τοῦ πάθους αὐτοῦ, ὥστε νὰ γίνει εὔκολα κατορθωτὴ γιὰ μᾶς ἡ μακαριότητα, ἀφοῦ μὲ μεγάλη ἐπιδεξιότητα κι εὐκολία θὰ πετυχαίνουμε τὴν ταπεινοφροσύνη. Γιατί ὅπως οἱ καλοὶ γιατροί, ἐξουδετερώνοντας τὸ αἴτιο ποὺ γεννάει τὴ νόσο, ἐλέγχουν εὔκολα τὴν ἀρρώστια, ἔτσι κι ἐμεῖς θὰ κάνουμε εὐκολοπερπάτητο γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας τὸ δρόμο τῆς ταπεινοφροσύνης, ὅταν ὑποτάξουμε μὲ τὴ σκέψη τὴν ἀλαζονεία τῶν ὑπερηφάνων.
Ἀπὸ ποιὸ σημεῖο θὰ ἀποδείκνυε κανεὶς καλύτερα τὴ ματαιότητα τῆς περηφάνιας; Ἀπὸ ποιὸ ἄλλο παρὰ ἀπὸ τὸ νὰ ἀποδείξει ποιὰ ἀκριβῶς εἶναι ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου; Γιατί ὅποιος ἐξετάζει τὸν ἑαυτό του καὶ ὄχι τὰ γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, δικαιολογημένα δὲν θὰ καταντήσει σὲ αὐτὸ τὸ πάθος. Τί εἶναι, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος;
Θέλεις νὰ σοῦ πῶ τὸν πιὸ σεβαστὸ καὶ τὸν πιὸ ὑπολογίσιμο ἀπὸ ὅλους τους λόγους; Ἄκουσε λοιπόν. Ἐκεῖνος ποὺ στολίζει τὰ ἀνθρώπινα καὶ διαμορφώνει τὴν ἀνθρώπινη εὐγένεια κατὰ τρόπο ὑπερβολικὰ ἐντυπωσιακό, καταρτίζει τὴν γενεαλογία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπὸ τὴν λάσπη. Κι ἂν θελήσεις νὰ μάθεις τὸν συνηθισμένο κι ἀκριβῆ τρόπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ἄφησε, καλύτερα νὰ μὴν πεῖς τίποτε γι’ αὐτόν. Νὰ μὴν πεῖς λέξη.
Νὰ μὴν ξεσκεπάσεις, ὅπως ὁρίζει ὁ Νόμος ( Λευτ. 18,6 κ.ἑ ) τὴν ἀσχημοσύνη τοῦ πατέρα σου καὶ τῆς μητέρας σου. Νὰ μὴν κοινολογήσεις, ὅσα ἀξίζουν νὰ ξεχαστοῦν καὶ νὰ ἀποσιωπηθοῦν ἐντελῶς. Καὶ ἔπειτα δὲν ντρέπεσαι, ἐσὺ ποὺ εἶσαι χωματένιο ὁμοίωμα καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο γίνεσαι σκόνη, σύ, ποὺ σὰν τὴν φούσκα ἔχεις μέσα σου τὸ φούσκωμα, τὸ ὁποῖο γρήγορα χάνεται, ὅταν γεμίζεις ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ καίγεσαι ἀπὸ παντοῦ ἐξαιτίας τῆς ἀλαζονείας καὶ μὲ τὶς ἀνόητες ἰδέες παίρνουν τὰ μυαλά σου ἀέρα; Δὲν προσέχεις καὶ στὰ δύο ἄκρα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, δηλαδὴ καὶ πῶς ἀρχίζει καὶ σὲ τί καταλήγει;
Ἀλλὰ περηφανεύεσαι γιὰ τὴ νεότητά σου καὶ κοιτάζεις τὴν ἡλικία στὸ ἄνθος της καὶ καυχιέσαι γιὰ λίγο, γιατί τὰ χέρια σου εἶναι ἀκμαιότατα γιὰ νὰ κινοῦνται καὶ τὰ πόδια ἐλαφρὰ γιὰ τὸ πήδημα κι ἀνεμίζουν στὸ ἐλαφρὸ ἀεράκι τὰ μαλλιὰ καὶ στὰ μάγουλα ξεφυτρώνει τὸ πρῶτο ἀνδρικὸ τρίχωμα καὶ γιατί τὸ φόρεμά σου καταστολίζεται μὲ τὸ πορφυρὸ βάψιμο καὶ τὰ μεταξωτὰ φορέματά σου τὰ ἔχεις κεντήσει μὲ παραστάσεις πολεμικὲς ἢ κυνηγετικὲς ἢ μὲ ἄλλες ἱστορίες; Ἢ μήπως (περηφανεύεσαι) νὰ προσέχεις μὲ σχολαστικότητα τὰ πέδιλα ποὺ γυαλίζουν στὸ μαῦρο χρῶμα καὶ σ' εὐχαριστοῦν ἰδιαίτερα κατὰ τρόπο περίεργο μὲ τὶς γραμμὲς τῆς ραφῆς τους; Σ' αὐτὰ προσέχεις καὶ δὲν βλέπεις τὸν ἑαυτό σου; Νὰ σοῦ δείξω, σὰν σὲ καθρέφτη, ποιὸς εἶσαι καὶ τί ἀκριβῶς εἶσαι.
Ὄνειρο ποὺ φαίνεται καὶ χάνεται κάθε στιγμὴ
6. Δὲν εἶδες σὲ νεκροταφεῖα τὰ μυστήρια τῆς ἀνθρώπινης φύσης μας; Δὲν εἶδες τὸν στοιβαγμένο σωρὸ τῶν ὀστῶν; Κρανία ἀπογυμνωμένα ἀπὸ σάρκες, θέαμα φοβερὸ κι ἀπαίσιο, νὰ φαίνονται μὲ ἀδειανὲς τὶς κόγχες τῶν ματιῶν. Εἶδες στόματα ἀνοικτὰ ( χάσκοντα ) καὶ τὰ ὑπόλοιπα μέλη τοῦ σώματος νὰ ἔχουν διασκορπιστεῖ ἀπὸ τὸ συναρμολογημένο σῶμα; Ἂν εἶδες ἐκεῖνα, μέσα σ' ἐκεῖνα ἔχεις δεῖ τὸν ἑαυτό σου.
Ποῦ εἶναι τὰ σημάδια τοῦ σημερινοῦ ἄνθους; Ποῦ εἶναι τὸ ὡραῖο χρῶμα τοῦ μάγουλου; Ποῦ εἶναι τὸ χαμόγελο ποὺ ἄνθιζε στὰ χείλη; Ποῦ εἶναι μέσα στὰ μάτια ἡ αὐστηρὴ ὀμορφιά, ἡ ὁποία φωτιζόταν ἐλαφρὰ κάτω ἀπὸ τὸ περίβλημα τῶν φρυδιῶν; Ποῦ εἶναι ἡ ἴσια μύτη στὴ μέση τῆς ὀμορφιᾶς τῶν παρειῶν. Ποῦ εἶναι τὰ ριγμένα πάνω στὸν αὐχένα μαλλιά; Ποῦ εἶναι οἱ γύρω ἀπὸ τοὺς κροτάφους πλεξίδες; Ποῦ εἶναι τὰ χέρια ποὺ ἐξαπολύουν βέλη; Ποῦ εἶναι τὰ πόδια ποὺ καβαλλικεύουν ἄλογα;
Ἡ πορφύρα, ἡ βύσσος, ὁ ἐλαφρὸς ἐπενδύτης, ἡ ζώνη, τὰ πέδιλα, τὸ ἄλογο, τὸ τρέξιμο, ἡ αὐθάδης ἔπαρση, ὅλα ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα αὐξάνει τώρα ἡ ἀλαζονεία σου; Πές μου ποῦ διακρίνεις σ' ἐκείνους αὐτά, γιὰ τὰ ὁποῖα τώρα περηφανεύεσαι καὶ ὑψηλοφρονεῖς; Ποιὸ ὄνειρο εἶναι τόσο ἀνύπαρκτο; Ποιὰ φαντασιοκοπήματα ποὺ γεννιῶνται στὸν ὕπνο εἶναι τέτοια; Ποιὰ σκιὰ εἶναι τόσο ἀδύνατη καὶ ἄπιαστη, ὅπως εἶναι τὸ νεανικό σου ὄνειρο, ποὺ ἅμα φανεῖ, ἀμέσως χάνεται; Κι αὐτὰ μὲν εἶχα νὰ ὑπενθυμίσω στοὺς νέους, ποὺ ἀνοηταίνουν ἐξαιτίας τῆς ἀσυμπλήρωτης ἡλικίας τους.
Τί νὰ πεῖ κανεὶς ὅμως γιὰ τοὺς ἤδη ὥριμους; Γι’ αὐτοὺς ἡ μὲν ἡλικία πέρασε, ὁ χαρακτήρας εἶναι ὅμως ἀσταθὴς κι ἡ ἀσθένεια τῆς περηφάνειας ἐπιδεινώνεται. Ὑψηλοφροσύνη ὀνομάζουν αὐτὴ τὴν ἀρρώστια τοῦ χαρακτήρα. Αἰτία δὲ τῆς περηφάνειας, ὥς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, εἶναι ἡ ἀρχομανία καὶ ἡ σχετικὴ μ' αὐτὴν ἐξουσία. Καὶ τὸ παθαίνουν αὐτὸ εἴτε ὅταν πάρουν στὰ χέρια τους τὴν ἐξουσία, εἴτε ὅταν προετοιμάζονται γι’ αὐτήν, ἢ ἀκόμη ἀπὸ σχετικὲς μὲ αὐτὲς διηγήσεις, ποὺ ἀνανεώνουν πολλὲς φορὲς τὴν ἀσθένεια.
Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ θὰ μπορέσουν νὰ τὸν ἀκούσουν, ἀφοῦ τὰ αὐτιὰ τους ἔχουν βουλώσει ἀπὸ τὶς φωνὲς τῶν κηρύκων; Ποιὸς μπορεῖ νὰ τοὺς πείσει, ὅτι δὲν διαφέρουν καθόλου ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ κινοῦνται ἐπιδεικτικὰ πάνω στὴν θεατρικὴ σκηνή; Ἀλλὰ ἐκεῖνοι τουλάχιστον φοροῦν κι ἕνα προσωπεῖο ἀπὸ τὰ λεπτοκαμωμένα, καὶ πορφύρα χρυσοκέντητη, κι ἡ πομπὴ της γίνεται πάνω σὲ ἅρμα καὶ παρόλα αὐτὰ σ' αὐτοὺς δὲν εἰσχωρεῖ τὸ μικρόβιο τῆς περηφάνιας ἐξαιτίας ὅλων αὐτῶν.
Ἀλλὰ ὅποια ἰδέα ἔχουν γιὰ τὸν ἑαυτὸ τους πρὶν ἀνεβοῦν στὴ σκηνή, τὴν ἴδια διατηροῦν μέσα τους καὶ ὅταν βρίσκονται πάνω στὴ σκηνή. Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ δὲν στεναχωροῦνται ὅταν κατέβουν ἀπὸ τὸ ἅρμα καὶ ὅταν ἀφαιρέσουν τὸ προσωπεῖο. Ὅσοι ὅμως κινοῦνται ἐπιδεικτικὰ πάνω στὴ σκηνὴ τῆς ζωῆς, κατέχοντας κάποιο ἀξίωμα, δὲν σκέπτονται οὔτε τὸ πρὶν ἀπὸ λίγο, δηλ. τὸ αὔριο, καὶ φουσκώνουν ὅπως οἱ φοῦσκες μὲ τὸ φούσκωμα.
Ἔτσι κι αὐτοὶ φουσκώνουν ἀπὸ τὴ μεγάλη φωνὴ τοῦ κήρυκα καὶ φοροῦν πάνω στὸν ἑαυτὸ τους τὰ χαρακτηριστικὰ κάποιου ξένου προσωπείου καὶ μεταβάλλουν τὴ φυσικὴ διάθεση τοῦ προσώπου τους καὶ δὲν γελοῦν ἢ παριστάνουν τὸν φοβισμένο. Ἐφευρίσκουν κι ἕνα τρόπο ὁμιλίας πιὸ σκληρό, κάνοντάς την νὰ μοιάζει μὲ φωνὴ θηρίου, γιὰ νὰ προκαλέσει κατάπληξη σὲ ὅσους τὴν ἀκούουν. Δὲν παραμένουν μέσα στὰ ἀνθρώπινα ὅρια, ἀλλὰ διαφημίζουν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς ἀπιδιὰ τῆς θεϊκῆς δύναμης καὶ ἐξουσίας.
Πιστεύουν πὼς εἶναι κύριοι τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ὅτι στὸν ἕνα ἀπ' αὐτοὺς ποὺ δικάζουν δίνουν ἀθωωτικὴ ψῆφο, ἐνῶ τὸν ἄλλο τὸν καταδικάζουν μὲ θάνατο. Καὶ δὲν προσέχουν οὔτε καὶ τοῦτο, ποιὸς δηλ. εἶναι ὁ ἀληθινὰ κύριος τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ὁ ὁποῖος καθορίζει καὶ τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος της. Καὶ ὅμως αὐτὸ καὶ μόνο εἶναι ἀρκετὸ γιὰ τὸ χτύπημα τῆς ἀλαζονείας, τὸ ὅτι δηλ. βλέπουμε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες νὰ ἁρπάζονται ἀπὸ τοὺς θρόνους τους καὶ ἀπὸ τὸ προσκήνιο τῆς ἐξουσίας καὶ νὰ μεταφέρονται ἔξω στοὺς τάφους κι ὁ θρῆνος γιὰ τὸ θάνατό τους νὰ διαδέχεται τὶς φωνὲς τῶν κηρύκων.
«... τῶν καθελκόντων πτωχεύσωμεν »
7. Πῶς εἶναι λοιπόν, κανεὶς κύριος τῆς ξένης ζωῆς, ὅταν εἶναι ξένος τῆς δικῆς του; Κι αὐτὸς ἂν μὲν εἶναι πτωχὸς στὸ πνεῦμα, δηλ. ταπεινός, καὶ προσβλέπει στὸ Χριστό, ποὺ γιὰ μᾶς θεληματικὰ πτώχευσε, κι ἀκόμη προσέχει στὴν ὁμοτιμία τῆς φύσης, δὲ θὰ βρίσκει καθόλου τὴν τιμὴ τοῦ ὁμοίου, ἐξαιτίας τῆς ψεύτικης ἐκείνης ἐπίδειξης γύρω ἀπὸ τὴν ἐξουσία. Αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ μακάριος, ἐπειδὴ μὲ τὴν ἐφήμερη ταπεινοφροσύνη πῆρε ὡς ἀντάλλαγμα τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Μὴν ἀπορρίψεις, ἀδελφέ, καὶ τὸν ἄλλο λόγο τῆς πτωχείας ποὺ ἀποφέρει ὡς κέρδος τὸν οὐράνιο πλοῦτο, καὶ λέγει «Πώλησε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ μοίρασέ τα στοὺς πτωχοὺς καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις καὶ θὰ ἀποκτήσεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανοὺς» ( Ματθ. 19, 21). Γιατί νομίζω πὼς κι αὐτὴ ἡ πτωχεία δὲν εἶναι ἀσυμβίβαστη μ' ἐκείνη ποὺ μακαρίζει ὁ Κύριος. Γιατί λέγει πρὸς τὸ διδάσκαλο ὁ μαθητής: «Μακάριοι ὅσοι εἶναι πτωχοὶ στὸ πνεῦμα, γιατί σ' αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Θέλεις νὰ κατανοήσεις ποιὸς εἶναι ὁ πτωχὸς στὸ πνεῦμα; Ἐκεῖνος ποὺ ἀνταλάσσει τὸ πλοῦτο τῆς ψυχῆς μὲ τὴν ὑλικὴ εὐμάρεια.
Πτωχεύει στὸ πνεῦμα ὅποιος πετάει ἀπὸ πάνω του, σὰν ἄλλο βάρος, τὸν ὑλικὸ πλοῦτο γιὰ νὰ ἀνέβει πρὸς τὰ ἄνω μετέωρος καὶ μέσα ἀπὸ τὸν ἀέρα, καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος (Α΄ Θεσ. 4,16) «πορεύεται μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ πάνω στὶς νεφέλες».
Τὸ χρυσάφι εἶναι πράγμα βαρύ. Βαριὰ εἶναι κι ὅλα τὰ ἐπιδιωκόμενα ὑλικὰ πλούτη. Ἀνάλαφρο καὶ πρὸς τὰ ἄνω φερόμενο πράγμα εἶναι ἡ ἀρετή. Μεταξύ τους, ὅμως, αὐτά, τὸ βαρὺ καὶ τὸ ἐλαφρό, εἶναι ἀντίθετα. Συνεπῶς εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνει κανεὶς ἀνάλαφρος, ὅταν ἔχει καρφώσει τὸν ἑαυτὸ του πάνω στὸ βάρος τῆς ὕλης. Ἐὰν πρέπει, λοιπόν, νὰ ἀνεβοῦμε στὰ ψηλά, θὰ πτωχεύσουμε ὡς πρὸς ἐκεῖνα ποὺ μᾶς τραβοῦν πρὸς τὰ κάτω, γιὰ νὰ φθάσουμε στὰ ψηλά.
Ποιὸς εἶναι ὁ τρόπος, μᾶς τὸ λέγει ὁ ψαλμωδός: «Σκορπίζει, δίνει στοὺς πεινασμένους, ἡ ἀρετὴ του μένει αἰώνια» ( Ψαλμ. 101, 9). Ὅποιος κοινωνεῖ στὴν πτωχεία τοῦ πτωχοῦ, κατατάσσει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ ἐπτώχευσε γιά μᾶς. Ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐπτώχευσε, οὔτε κι ἐσὺ νὰ φοβηθεῖς στὴν πτωχεία. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ γιὰ μᾶς ἐπτώχευσε, βασιλεύει σ' ὅλη τὴ δημιουργία.
Ἄν, λοιπόν, πτωχεύσεις μαζὶ μὲ τὸν πτωχεύσαντα Κύριο καὶ θὰ βασιλεύσεις μαζὶ μὲ τὸν Βασιλεύοντα. Ἀλήθεια, εἶναι μακάριοι οἱ πτωχοὶ στὸ πνεῦμα, ἐπειδὴ σ' αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Εἴθε κι ἐμεῖς νὰ βρεθοῦμε ἄξιοι αὐτῆς τῆς βασιλείας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα κι ἡ ἐξουσία στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης