Πως στεφανώνει ο Θεός εκείνους, που αγαπούν και σέβονται τους γονείς τους και προσπαθούν με κάθε τρόπο να τους αναπαύσουν.
Κάπου στα Ιεροσόλυμα ήτο ένα γεροντάκι και ασκήτευε με τον υποτακτικό του. Είχε συνήθεια κάθε βράδυ να διδάσκει τον υποτακτικό του, πως να κάνει για να σωθεί. Ένα βράδυ εκεί που τον δίδασκε, τον πήρε ο ύπνος και κοιμήθηκε. Ο υποτακτικός του περίμενε δίπλα του, ως να ξυπνήσει ο Γέροντάς του. Περίμενε πολύ ώρα και ο Γέροντας δεν ξυπνούσε.
Του λέγει ο λογισμός του (δηλαδή ο διάβολος): «Ξύπνησε τον Γέροντά σου· δεν βλέπεις, ότι αυτός κοιμάται κι εσύ αγρυπνάς;». «Όχι» απαντά στον λογισμό αυτός. «Δεν τον ξυπνώ, τον αγαπώ και δεν θέλω να τον ανησυχήσω».
Μετά από λίγη ώρα πάλι του λέγει ο λογισμός: «Ξύπνησε τον, σε τυραννάει. Θα κρυώσεις και θ’ αρρωστήσεις». «Όχι» λέγει και πάλι αυτός. Αυτή την πάλη, αυτόν τον αγώνα είχε ο υποτακτικός, εως ότου ο Γέροντας ξύπνησε. «Παιδί μου», του λέγει, «ακόμη εδώ είσαι;». «Γέροντα, δεν μου έδωσες ευλογία να φύγω, και γι’ αυτό κάθομαι, εώς ότου ξυπνήσεις».
Εθαύμασε ο Γέροντας την ακρίβεια του παιδιού του, δηλαδή την αρετή του! Διάβασαν την ακολουθία και του είπε: «Πήγαινε, παιδί μου, να κοιμηθείς». Ο Γέροντας εκάθισε εκεί. Καταφέρεται όμως εις ύπνον και τι βλέπει; Έναν ωραιότατον κήπο· και τι δεν είχε το περιβόλι αυτό μέσα.
Όλα τα καρποφόρα δέντρα που υπάρχουν. Όλα τα άνθη. Νερά άφθονα, και με έναν λόγο, ένας επίγειος παράδεισος. Στη μέση του κήπου ένας υπέρλαμπρος θρόνος. Θρόνος που άστραφτε περισσότερο από τον ήλιο. Και επάνω στον θρόνο επτά ολόχρυσους στεφάνους.
Βλέποντας αυτά ο Γέροντας διελογίζετο: «Ποιος άραγε να είναι αυτός ο ευτυχής άνθρωπος που έχει αυτά; Ποιανού να είναι;». Εκείνη την ώρα παρουσιάζεται άγιος Άγγελος και του λέγει: «Είναι του υποτακτικού σου. Ο μεν θρόνος είναι η υπακοή του, τους δε στεφάνους αυτήν την νύχτα τους επήρε».
Όταν ξύπνησε, κάλεσε το παιδί του και του λέγει: «Παιδί μου, τι έκαμες αυτήν την νύχτα; Ποίαν αρετή;». Ο νέος αποκρίνεται: «Δεν γνωρίζω, Γέροντα, να έκανα αρετή. Μόνον αυτό έκαμα. Όταν κοιμόσουν, μου είπε ο λογισμός μου να σε ξυπνήσω και, επειδή σε λυπήθηκα, δεν σε ξύπνησα. Επτά φορές πολεμήθηκα να σε ξυπνήσω και δεν σε ξύπνησα».
«Καλά έκανες παιδί μου», του λέγει. Κατάλαβε όμως ο Γέροντας ότι οσάκις επολεμείτο να τον ξυπνήσει και ευλαβεία φερόμενος, και αγάπη προς τον Γέροντά του δεν τον ξυπνούσε, εστεφανώνετο.
Τελειώνοντας το γράμμα θέλω να τονίσω ότι υπάρχουν περιστάσεις στον άνθρωπο πολύ σκληρές, αλλά και χαριτωμένες. Αυτές οι ώρες είναι που στεφανώνεται αοράτως ο άνθρωπος, αν και αυτός δεν το βλέπει. Γι’ αυτό και οι Άγιοι Πατέρες λένε· χαρά σε μας, που «εν ημέραις, εν αις ουκ οίδαμε, αφθάρτως στεφανούμεθα».
Ο Θεός δεν στεφανώνει τον άνθρωπο δωρεάν και ακόπως. Θέλει από τον άνθρωπο να κάνει υπομονή, χωρίς να γογγύζει εις τις θλίψεις, στους πειρασμούς, στα βάσανα, στις στενοχώριες και γενικώς σε όλες τις πίκρες αυτού του βίου. Διότι αυτά θα συναντήσει, όταν βαδίζει τον δρόμο που πηγαίνει εις τον παράδεισο.
Λέγει η θεία Γραφή: «Τέκνον ει προσήλθες δουλεύσαι τω Κυρίω, ετοίμασον την ψυχήν σου εις πειρασμόν»· και πάλι «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε». «Στενή και τεθλιμμένη η οδός, η απάγουσα εις ζωήν αιώνιον».
Όταν σου πει ένας άνθρωπος έναν λόγο πικρό και συ δεν του αντιμιλήσεις, αλλά τον υπομένεις εκείνη την ώρα, άγιος Άγγελος σε στεφανώνει αοράτως, με ολόχρυσο στεφάνι.
Από το βιβλίο: «ΓΕΡΩΝ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ
Ο Θεολόγος και Παιδαγωγός της ερήμου»