Ὑψηλόβαθμος ἀξιωματικός του ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, ἔζησε καὶ μαρτύρησε ἐπὶ τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ, περίοδος φοβερῶν διωγμῶν ἐναντίον τῶν χριστιανῶν.
Ὁ Δημήτριος, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ εὐσεβῇ οἰκογένεια τῆς Θεσσαλονίκης δὲν φοβήθηκε τὶς διαταγὲς τῶν αὐτοκρατόρων καὶ συνέχιζε νὰ κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο. Αὐτή του ἡ δράση τὸν ὁδήγησε μπροστὰ στὸν Δοκλητιανό, ὁ ὁποῖος διέταξε τὴν φυλάκισή του.
Στὴν φυλακὴ ἦταν ἕνας νεαρὸς χριστιανὸς, ὁ Νέστορας, ὁ ὁποῖος θὰ ἀντιμετώπιζε σὲ μονομαχία τὸν φοβερὸ μονομάχο τῆς ἐποχῆς Λυαῖο. Ὁ νεαρὸς χριστιανὸς πρὶν τὴ μονομαχία ἐπισκέφθηκε τὸν Δημήτριο καὶ ζήτησε τὴν βοήθειά του. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ὁ Νέστορας νὰ νικήσει τὸν Λυαῖο καὶ νὰ προκαλέσει τὴν ὀργὴ τοῦ αὐτοκράτορα. Διατάχθηκε νὰ θανατωθοῦν καὶ οἱ δυὸ, Νέστορας καὶ Δημήτριος.
Σήμερα ὁ Ἅγιος Δημήτριος τιμᾶται ὡς πολιοῦχος Ἅγιος τῆς Θεσσαλονίκης.
Ἡ μεταφορὰ τῆς εἰκόνας τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στὴν Κωνσταντινούπολη ἔγινε τὸ ἔτος 1149 ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Μανουὴλ Κομνηνό. Καὶ ἡ εἰκόνα μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη στὴν Ἱερὰ Μονὴ Παντοκράτορος τῆς Κωνσταντινούπολης, ἐπὶ ἡγουμενίας Ἰωσήφ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Μέγαν εὕρατο, ἐν τοῖς κινδύνοις, σὲ ὑπέρμαχον, ἡ οἰκουμένη, Ἀθλοφόρε τὰ ἔθνη τροπούμενον. Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τὴν ἔπαρσιν, ἐν τῷ σταδίῳ θαρρύνας τὸν Νέστορα, οὕτως Ἅγιε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιοv αὐτόμελον. Ἦχος β’.
Τοῖς τῶv αἱμάτων σου ῥείθροις Δημήτριε, τὴv Ἐκκλησίαν Θεὸς ἐπορφύρωσεν, ὁ δούς σοι τὸ κράτος ἀήττητοv, καὶ περιέπων τὴν πόλιν σου ἄτρωτοv· αὐτῆς γὰρ ὑπάρχεις τὸ στήριγμα.
Τοῖς τῶv αἱμάτων σου ῥείθροις Δημήτριε, τὴv Ἐκκλησίαν Θεὸς ἐπορφύρωσεν, ὁ δούς σοι τὸ κράτος ἀήττητοv, καὶ περιέπων τὴν πόλιν σου ἄτρωτοv· αὐτῆς γὰρ ὑπάρχεις τὸ στήριγμα.
Μεγαλυνάριον.
Τὸν μέγα ὁπλίτην καὶ Ἀθλητήν, τὸν στεφανηφόρον, καὶ ἐν Μάρτυσι θαυμαστόν, τὸν λόγχῃ τρωθέντα, πλευρὰν ὡς ὁ Δεσπότης, Δημήτριον τὸν θεῖον, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Ἔτερον Μεγαλυνάριον.
Μύρον γεωργήσας πνευματικόν, τῷ ἐπουρανίῳ, μύρῳ Μάρτυς δι’ ἀρετῶν, μύρων κρήνη ὤφθης, ζωοποιῶν ἐν κόσμῳ, Δημήτριε Μαρτύρων, τὸ ἀκροθίνιον.