Ιατρός τις άπιστος, συναντήσας λαϊκόν ιεροκήρυκα εις τι χωρίον της Βοιωτίας ομιλούντα εις συγκέντρωσιν απλών χωρικών, διακόψας αυτόν με σχετικήν ειρωνείαν περί την πίστιν προς τον Χριστόν και την ψυχήν, είπε:
Πράγματι, κύριε, κηρύττεις διά να σώσης ψυχάς; Αποκριθείς καταφατικώς ο ιεροκήρυξ, εσυνέχισεν ο ιατρός:
Είδες ποτέ ψυχήν; Όχι, απήντησεν ο ιεροκήρυξ. Ήκουσες ποτέ ψυχήν; Όχι, επανέλαβεν ο ιεροκήρυξ. Οσφράνθης ποτέ ψυχήν; Όχι. Έπιασες ποτέ ψυχήν; Όχι. Εγεύθης ποτέ ψυχήν; Όχι.
Άρα ψεύδεσαι ότι κηρύττεις περί σωτηρίας ψυχής καθ’ ην στιγμήν αποδεικνύεται, ότι δεν υπάρχει καν τοιαύτη. Απόδειξις ότι ουδεμία των πέντε αισθήσεων σου, ως ομολόγησες, σε επληροφόρησε ποτέ περί της υπάρξεώς της.
Αντιλαμβάνεσθε τι έγινε. Ο απλούς λαός του χωρίου ετάχθη αμέσως (πριν ή προλάβει να άνοιξη το στόμα του ο ιεροκήρυξ), με το μέρος του ιατρού. Επιστήμων βλέπετε, αυτός ξέρει καλύτερα… και ετοιμάζονται να διαλυθούν.
Πάντως, ο ιεροκήρυξ επρόλαβεν, καθησύχασεν τους χωρικούς, και παρεκάλεσεν, τόσον αυτούς όσον και τον ιατρόν, να ακούσουν την απάντησιν.
Στραφείς δε προς τον ιατρόν, εις επήκοον των χωρικών είπε:
Αγαπητέ μου· πληροφορούμαι ότι είσθε ιατρός, ναι; Μάλιστα είμαι ιατρός και δι’ αυτό η γνώμη μου έχει βαρύτητα. Σας ερωτώ λοιπόν και εγώ με την σειράν μου. Σαν ιατρός που είσθε ενδιαφέρεσθε διά την θεραπείαν του πόνου των ασθενών; Μάλιστα, αυτή είναι η αποστολή της ιατρικής, διά να θεραπεύη τον πόνον.
Τότε πείτε μας, λόγω της ειδικότητός σας, να ακούσω τόσον εγώ, όσον και οι χωρικοί εδώ. Είδατε ποτέ πόνον; Όχι απήντησεν ο ιατρός μετά το σχετικό ξεροκατάπημα. Ηκούσατε ποτέ πόνον; Όχι, απήντησεν ο ιατρός πάλιν με δισταγμόν, διότι ήρχισε να αντιλαμβάνεται την γκάφα του. Οσφράνθητε ποτέ πόνον; Όχι. Επιάσατε ποτέ πόνον; Όχι. Εγεύθητε, διά της γεύσεώς σας πόνον, ιατρέ; Όχι, απήντησε διά πέμπτην φοράν ο άπιστος, ο υλιστής, ο αρνητής των πάντων ιατρός.
Άρα ιατρέ (συνεχίζει ο ιεροκήρυξ) ψεύδεσθε ότι θεραπεύετε τον πόνον, καθ’ ην στιγμήν δεν υπάρχει τοιούτος. Απόδειξις ότι ουδεμία των πέντε αισθήσεων σας σάς επληροφόρησέ ποτέ την ύπαρξίν του. Συγχωρέστε με, αλλά αυτά είναι λόγια δικά σας. Καθώς αντιλαμβάνεσθε ιλαρότης εις το ακροατήριον και ψυχρολουσία εις τον ιατρόν.
Και συνεχίζει ο ιεροκήρυξ. Όπως λοιπόν σεις, ιατρέ, τρέχετε διά τον πόνον και την θεραπείαν του παρ’ ότι αι πέντε αισθήσεις σας ποτέ δεν σας επληροφόρησαν την ύπαρξίν του, έτσι και εγώ τρέχω διά την θεραπείαν της ψυχής παρ’ ότι αι πέντε αισθήσεις μου αρνούνται την ύπαρξίν της.
Διότι όπως υπάρχει πόνος και είναι γεγονός αναμφισβήτητον η ύπαρξίς του, έτσι υπάρχει και ψυχή, ιατρέ, διά την οποίαν θα δώσωμεν λόγον μίαν ημέραν και πρόσεξε. Γνώριζε δε, ότι η ψυχή είναι πνεύμα και αι αισθήσεις είναι ύλη, και ουδέποτε είναι εις θέσιν τα υλικά να ανακρίνουν τα πνευματικά.
Ο ιατρός ανεχώρησεν… ροδαλός-ροδαλός και ο ιεροκήρυξ συνέχισε το κήρυγμά του. Ο Θεός να μας φυλάττη από τυχόν άθεον, άπιστον ή υλιστήν επιστήμονα.
Ο αείμνηστος καλός εργάτης του Ευαγγελίου ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ
μέσα από τα γραπτά του – Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη» Θεσσαλονίκη