Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Γιατί, λοιπόν, πο­νοκεφαλιάζεις και βασανίζεσαι για το τέλος του κό­σμου;


Πολλά πράγματα θέλουμε να μαθαίνουμε και να κατανοούμε, προπαντός όμως τον καιρό που θα γίνει η συντέλεια του κόσμου. Ο από­στολος Παύλος, για να περιορίσει την άκαιρη αυτή πολυπραγμοσύνη μας, γράφει σε μιαν επιστολή του:

«Σχετικά με το χρόνο του ερχομού του Κυρίου, αδελ­φοί, δεν χρειάζεται να σας γράψω, γιατί κι εσείς το ξέ­ρετε πολύ καλά, ότι η ημέρα του Κυρίου θα έρθει απροειδοποίητα, όπως ο κλέφτης τη νύχτα» (Α' Θεσ. 5:1-2). 

Τί θα κερδίσουμε, δηλαδή, αν γνωρίζουμε πότε θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού; Πέστε μου. Ας υποθέσουμε ότι θα γίνει ύστερ' από είκοσι χρόνια ή τριάντα ή εκατό. Ποιά σημασία μπορεί να έχει αυτό για μας; Μήπως για τον καθένα μας η συντέλεια δεν έρχεται με το τέλος της ζωής του;

Γιατί, λοιπόν, πο­νοκεφαλιάζεις και βασανίζεσαι για το τέλος του κό­σμου; Δυστυχώς, όμως, όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, στις οποίες αδιαφορούμε για τα ζητήματα που μας αφορούν άμεσα και καταπιανόμα­στε με τα ζητήματα των άλλων, παραμελούμε τις δικές μας υποθέσεις και φροντίζουμε για τις ξένες, έτσι και σε τούτη την περίπτωση· αντί ο καθένας μας να ενδιαφέρεται για το δικό του τέλος, θέλουμε να μάθουμε με λεπτομέρειες πώς και πότε θα έρθει το κοινό τέλος όλων μας.

Αν θέλετε να πληροφορηθείτε, γιατί είναι άγνω­στο στον καθένα μας το τέλος της ζωής του και γιατί ο θάνατος έρχεται ξαφνικά, όπως ο κλέφτης τη νύ­χτα, θα σας το πω, καθώς μάλιστα νομίζω ότι σωστά γίνεται έτσι. Αν, λοιπόν, ο καθένας μας ήξερε τη χρο­νική στιγμή του θανάτου του, κανείς μας δεν θα φρό­ντιζε να κάνει ενάρετα έργα, όσο θα ζούσε, αλλά, γνω­ρίζοντας ποια θα ήταν η τελευταία μέρα της ζωής του, αφού πρώτα θα έκανε αμέτρητα κακά, θα μετανοούσε λίγο πριν κλείσει για πάντα τα μάτια του και θα έφευ­γε για την άλλη ζωή απαλλαγμένος από τις αμαρτίες του.

Αν δηλαδή τώρα, που ο φόβος από την άγνοια του χρόνου του θανάτου συγκλονίζει τις ψυχές μας, αφού περάσουμε όλη μας τη ζωή μέσα στην αμαρτία, μόλις στις τελευταίες μας στιγμές αποφασίζουμε οι περισσότεροι να μετανοήσουμε, εφόσον βέβαια προ­λάβουμε, ποιος από μας θα φρόντιζε για την αρετή, αν ξέραμε σίγουρα το πότε θα πεθάνουμε; Τίποτα δεν θα διστάζαμε να πράξουμε ως την ημέρα εκείνη. Από τους εχθρούς μας θα παίρναμε εκδίκηση, όσους θέλα­με θα σκοτώναμε, τα άγρια πάθη της ψυχής μας θα ικανοποιούσαμε σε βάρος των συνανθρώπων μας, και μετά, πριν πεθάνουμε, θα... μετανοούσαμε!

Πέρα απ' αυτό, ούτε πράξεις αληθινής αυτοθυσίας θα υπήρχαν ούτε οι γενναιόψυχοι άνθρωποι θα είχαν καμιάν ανταμοιβή, γιατί, όταν θ' αντιμετώπιζαν τολ­μηρά και ατρόμητα τους διάφορους κινδύνους, θα αντλούσαν το θάρρος τους από τη βεβαιότητα ότι δεν ήρθε η ώρα να πεθάνουν. Και ο πιο δειλός ακόμα θα ριχνόταν αδίσταχτα στη φωτιά, έχοντας τη γνώση ότι δεν κινδυνεύει να πάθει κανένα κακό. Γιατί αυτός που γνωρίζει ότι μπορεί να χάσει τη ζωή του σε κάποιον κίνδυνο και εντούτοις δεν διστάζει να εκτεθεί στον κίνδυνο αυτό, αποδεικνύει με ασφάλεια τη γενναιό­τητα και την αυτοθυσία του.

Όποιος έχει πραγματικά φιλοσοφημένη σκέψη και κατευθύνεται από την ελπίδα των μελλοντικών αγα­θών, ούτε και το θάνατο θα θεωρήσει σαν θάνατο. Ο δίκαιος, δηλαδή, που βαδίζει στο δρόμο του Θεού και καθημερινά περιμένει να μπει στη βασιλεία Του, δεν ταράζεται, δεν αναστατώνεται, δεν στενοχωριέται, όταν έρχεται αντιμέτωπος με το θάνατο, όταν λ.χ. αντικρύσει νεκρό κάποιον συγγενή ή φίλο του. Γιατί γνω­ρίζει ότι ο θάνατος, γι' αυτούς που έζησαν ενάρετα στη γη, δεν είναι παρά μετάθεση σε μια καλύτερη ζωή, ταξίδι για έναν καλύτερο τόπο, δρόμος που οδηγεί στα στεφάνια.

Γι' αυτό μπροστά στις πόλεις και στα χωριά υπάρ­χουν τα κοιμητήρια και οι τάφοι, για να μας θυμίζουν συνέχεια την ανθρώπινη θνητότητα. Έτσι, καθώς μπαίνουμε σε μια μεγάλη και πλούσια πόλη ή σ' ένα ωραίο και γραφικό χωριό, πριν δούμε τις ομορφιές και τα αξιοθέατά τους, βλέπουμε το τέλος και την κα­τάληξη κάθε ομορφιάς, κάθε πλούτου, κάθε δόξας.


Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος