Ένα θαύμα της Παναγίας στάθηκε η αιτία, για να αποφασίσει ο παπα-Τύχων τη μοναχική του αφιέρωση. Στη Σιβηρία, από όπου καταγόταν, είχαν πολύ σιτάρι και το ψωμί τους ήταν άσπρο.
Όταν σε νεαρή ηλικία περιόδευε στα ρωσικά μοναστήρια, έφτασε κάποτε και στη Μόσχα. Εκεί έτρωγαν μαύρο ψωμί, που δεν το είχε συνηθίσει, για αυτό και δεν μπορούσε να το φάει. Έτσι έμεινε μερικές μέρες νηστικός.
Περνώντας κάποτε έξω από ένα φούρνο, βλέπει μια γυναίκα να του προσφέρει ένα ψωμί κάτασπρο και ζεστό. Χρήματα δεν είχε να το πληρώσει. Μπήκε όμως στο κατάστημα για να βρει την γυναίκα και να την ευχαριστήσει.
- Που είναι η γυναίκα που μου έδωσε το ψωμί; ρώτησε τον φούρναρη.
- Καμιά γυναίκα δε βγήκε από το μαγαζί μου, απάντησε εκείνος. Άλλωστε εδώ δεν έχουμε άσπρο ψωμί.
Ο νεαρός κοίταξε το άσπρο αχνιστό ψωμί που κρατούσε στα χέρια του, και βούρκωσαν τα μάτια του από τη συγκίνηση.
Τότε έλαβε την εσωτερική πληροφορία πως το δώρο αυτό ήταν της Παναγίας. Ευχαρίστησαν και οι δυο την Θεοτόκο, και ο φούρναρης πήρε λίγο από το ψωμί σαν ευλογία. Με το ψωμί αυτό ο παπα- Τύχων τρεφόταν σε όλο το διάστημα της προσκυνηματικής του περιοδείας.
Ύστερα από αυτό το θαύμα αποφάσισε να αφιερωθεί στον Θεό και να γίνει μοναχός.