Η πλεονεξία είναι πάθος αχόρταγης ψυχής
Ο πλεονέκτης συγκεντρώνει ασήμι και μαζεύει χρυσάφι, κτίζει σπίτια και πλησιάζει οικία την οικία και αγρό τον αγρό, με σκοπό να αφαιρέσει κάτι από τον ιδιοκτήτη έως ότου δεν του αφήσει τίποτα. Ο πλεονέκτης, όσο περισσότερο αυξάνει την περιουσία του, τόσο περισσότερο γίνεται άπληστος. Ο πλεονέκτης αισθάνεται δίψα για χρυσάφι και πείνα για περιουσία γι’ αυτόν το λόγο δεν μπορεί να απαλλαγεί ούτε από τη φτώχεια ούτε από τη στέρηση. Με ποτό μεν έχουν σβήσει την όρεξη του πότη και την επιθυμία της τροφής τη χόρτασαν με τροφή. Την πλεονεξία όμως δεν την έσβησαν ούτε με ασήμι ούτε με χρυσάφι.
Στον πλεονέκτη ταιριάζει αυτό που έχουν πει για τον αλαζόνα γιατρό: «Το φάρμακό σου κάνει την αρρώστια να χειροτερεύει».
Η πλεονεξία είναι άπιστη μανία που ενθουσιάζει την αχόρταγη ψυχή με σκοπό να αυξήσει την περιουσία που ήδη κατέχει. Τόσο πολύ ανάβει στην ψυχή δυνατή επιθυμία γι’ αυτά που δεν έχει, ώστε να αμελεί αυτά που έχει κατακτήσει.
Γι’ αυτό ο πλεονέκτης δεν μπορεί να κρατήσει τίποτα άξιο αγάπης. Γιατί το αγαθό που προηγουμένως το αγαπούσε και επιθυμούσε να το κάνει δικό του, μόλις το αποκτήσει, χάνει στα μάτια του τον προηγούμενο χαρακτήρα και αποβαίνει ανάξιο της αγάπης του ώστε καταλήγει να παραμελείται.
Ο πλεονέκτης δεν αγαπάει όσα έχει κατακτήσει΄ ευχαριστιέται μόνο με την προσδοκία, την αναμονή του κέρδους, του πλούτου, του αγαθού. Αυτό όμως εκπνέει, από τη στιγμή που το αποκτά. Αντίθετα, η αγάπη σ’ αυτά που έχουν αποκτηθεί, διώχνει μακριά την πλεονεξία και φέρνει την αυτάρκεια. Η δε αυτάρκεια φέρνει τον χορτασμό, την πλησμονή και την αμέλεια για νέες κατακτήσεις.
Ενώ οι πλεονέκτες θησαυρίζουν και δεν γνωρίζουν τι και για ποιο σκοπό μαζεύουν. Είναι ανένδοτοι στο να δώσουν ελεημοσύνη και οκνηροί στο να προσφέρουν, διότι αυτοί που κερδίζουν από πλεονεξία, δεν θέλουν να ξοδεύουν τίποτα.
Ο Μέγας Βασίλειος λέει για τον πλεονέκτη: «Τον πλεονέκτη τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει. Είναι χειρότερος και από τη φωτιά. Θέλει συνεχώς τα πάντα για τον εαυτό του. Δε νοιάζεται να απολαύσει αυτά που μάζεψε, αλλά σπαταλάει τον εαυτό του με την επιθυμία να κατακτήσει όλο και περισσότερα. Κατόπιν ξαγρυπνάει και είναι όλο μέριμνες και φροντίδες. Όσο λοιπόν αυξάνει ο πλούτος, τόσο βαρύτερη γίνεται η μέριμνα για τη ζωή του.
Περί κλοπής και αρπαγής και περί κλέφτη και άρπαγα
Κλοπή είναι το να αφαιρεί στα κρυφά κανείς κάτι από κάποιον. Αρπαγή δε το να αφαιρεί κανείς κάτι με τη βία. Ο κλέφτης και ο άρπαγας είναι ανόητοι και άμυαλοι, γιατί μίσησαν την έντιμη εργασία που αποδίδει κέρδος με ευφροσύνη και αγάπησαν το να είναι αργόσχολοι΄ αγάπησαν την αργία που οδηγεί στην κλοπή, την αρπαγή και κάθε κακία απ’ την οποία πηγάζει κάθε πίκρα.
Οι κλέφτες και οι άρπαγες μίσησαν την αληθινή χαρά, την ευδαιμονία και αγάπησαν την κακοδαιμονία, μίσησαν την ίδια την ψυχή τους. Αποφεύγουν το φως της μέρας, για να μην τους αποκαλύψει και καταφεύγουν σε σκοτεινές σπηλιές, για να τους καλύψει το πέπλο του σκότους. Τρέμουν τη σκιά της εξουσίας και δεν μπορούν να βρουν ηρεμία. Περνούν δύσκολες νύχτες και το πάθος της ακολασίας απομακρύνει απ’ αυτό κάθε ανάπαυση.
Οι κλέφτες και οι άρπαγες κολάζονται εδώ αλλά και στην άλλη ζωή θα καταδικαστούν αυστηρά για τις αδικίες τους.
Αγ. Νεκτάριος Πενταπόλεως
("ΤΟ ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ". ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΘΩΣ")