Ὁ ἅγιος Νικόδημος στό ἐρώτημα ἀπό τί ἐξαρτᾶται ἡ χριστιανική τελειότητα μᾶς λέγει:
«Τό μεγαλύτερο καί τελειότερο κατόρθωμα, πού ἠμπορεῖ νά εἰπῆ ἤ νά συλλογισθῆ ὁ ἄνθρωπος, εἶναι τό νά πλησιάση εἰς τόν Θεόν καί νά ἑνωθῆ μέ αὐτόν. Ἡ πνευματική ζωή καί τελειότης στέκεται εἰς τήν ἐπίγνωσιν τῆς Ἀγαθότητος καί μεγαλειότητος τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἰδικῆς μας μηδαμινότητος καί κλίσεως εἰς κάθε κακόν, εἰς τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καί εἰς τό μῖσος τοῦ ἑαυτοῦ μας, εἰς τήν ὑποταγήν, ὄχι μόνον τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ὅλων τῶν κτισμάτων δι ̓ ἀγάπην Θεοῦ, εἰς τήν ἀποστροφήν μέν κάθε ἰδικοῦ μας θελήματος, τελείαν δέ ὑπακοήν εἰς τό θεῖον θέλημα καί πρός τούτοις εἰς τό νά θέλωμεν ὅλα αὐτά, καί νά τά κάνωμεν καθαρῶς εἰς δόξαν Θεοῦ καί διά μόνην τήν αὐτοῦ ἀρέσκειαν, καί διότι ἔτσι θέλει καί αὐτός, καί ἔτσι πρέπει νά τόν ἀγαπῶμεν καί νά τόν δουλεύωμεν» [1].
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης λέγει γιά τόν προορισμό τοῦ ἀνθρώπου:
«Προορισμός μας ὕψιστος εἶναι ἡ θέωσίς μας, τό νά γίνουμε ὅμοιοι μέ τόν Θεό. Αὐτή τήν ἀπερίγραπτο τιμή μᾶς κάνει ἡ ἀγάπη του. Ἀφοῦ ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε, τρόπον τινά, τόν ἑαυτό του, δέν εἶναι ἑπόμενο νά δίνουμε καί ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας στούς ἀδελφούς μας; Ὅ,τι ἔχουμε, δέν πρέπει νά τό προσφέρουμε στόν πλησίον μας; Ἀπό αὐτή τήν ἀναλογία ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία μας, ἡ θέωσή μας. Ἄν ὁ Θεός μᾶς ἀξιώνη νά γίνουμε κοινωνοί τῆς θείας του φύσεως, μέ τήν μετάληψι τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Υἱοῦ του, ἔτσι καί ἐμεῖς πρέπει νά ἀφήνουμε στούς ἀδελφούς μας τό δικαίωμα νά κοινωνοῦν σέ ὅ,τι ἔχουμε. Νά ἐπισκεπτώμαστε τόν ἄρρωστο. Νά παρηγοροῦμε τόν θλιμμένο. Νά καταρτίζουμε τόν ἀγνοοῦντα. Νά ξεχνᾶμε τίς ἀδικίες πού μᾶς ἔκαμαν οἱ ἄλλοι, γιατί ὅλοι ἀνήκουμε στόν Χριστό, εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ Χριστός θά ἀνταμείψη γιά κάθε τέτοια θυσία τόν καθένα»[2].
Ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς μᾶς λέγει γιά τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου:
«Δύο καλά ἡ ἁγία χάρις, διά τοῦ βαπτίσματος τῆς ἀναγεννήσεως μᾶς χαρίζει, ἐκ τῶν ὁποίων τό ἕνα εἶναι ἀπείρως ἀνώτερον τοῦ ἄλλου. Ἀλλά τό μέν ἕνα χαρίζεται ἀμέσως. Γιατί μᾶς ἀνανεώνει εἰς αὐτό τό ὕδωρ καί ὅλας τάς γραμμάς τῆς ψυχῆς, δηλαδή λαμπρύνει τό κατ ̓ εἰκόνα, καί μᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε ρυτίδα τῆς ἁμαρτίας. Τό ἕτερον καλόν εἶναι ὅτι ἀναμένει γιά νά ἐργασθῆ μέ ἡμᾶς, τό ὁποῖον εἶναι τό καθ ̓ ὁμοίωσιν. Καθ ̓ ὅν τρόπον οἱ ζωγράφοι, πρῶτον μέ ἕνα χρῶμα ἰχνογραφοῦν τό σχῆμα τοῦ ἀνθρώπου, ὕστερον χρῶμα μέ χρῶμα κατ ̓ ὀλίγον συμπληροῦντες, φθάνουν νά φιλοτεχνήσουν ὁμοίαν τήν μορφήν τοῦ πρωτοτύπου μέχρι καί αὐτῶν τῶν τριχῶν. Ἔτσι καί ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ , πρῶτον μέν διά τοῦ βαπτίσματος καθαρίζει τό κατ ̓ εἰκόνα, εἰς τό ὁποῖον εὑρίσκετο, ὅταν ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος. Ὅταν δέ ἡ χάρις μᾶς ἴδη νά ἐπιθυμῶμεν μέ ὅλην τήν θέλησίν μας τό κάλλος τῆς ὁμοιώσεως καί ἱσταμένους γυμνούς καί σταθερούς εἰς τό ἐργαστήριόν της (στήν παλαίστρα), τότε ἀρετήν ἐπάνω στήν ἀρετήν χορηγοῦσα καί ἀπό δόξης εἰς δόξαν ἀναβιβάζουσα τήν κατάστασιν τῆς ψυχῆς, χαρίζει εἰς αὐτήν τόν χαρακτῆρα τῆς ὁμοιώσεως»[3].
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἑρμηνεύοντας ἀληγορικά τό Ἆσμα Ἀσμάτων, γράφει γιά τήν θεία γνώση:
«Ἄν βρισκόταν κανένας κοντά στήν πηγή πού εἶπε ἡ Γραφή “πηγή δέ ἀνέβαινεν ἐκ τῆς γῆς καί ἐπότιζε πᾶν τό πρόσωπο τῆς γῆς”, θά θαύμαζε ὅποιος πλησίαζε στήν πηγή τόν ἄπειρο ἐκεῖνο πλοῦτο τοῦ νεροῦ πού ἀνέβλυζε ἀπό τήν γῆ ἀδιάκοπα καί χυνόταν παντοῦ· δέν θά ἔλεγε βέβαια ὅτι εἶχε δεῖ ὅλο τό νερό (πῶς μποροῦσε δηλαδή νά δεῖ τό νερό πού κρυβόταν ἀκόμα στά σπλάγχνα τῆς γῆς;). Ὥστε κι ἄν ἔμενε πολλή ὥρα κοντά στήν γῆ πού ἀνέβλυζε, θά ἐξακολουθοῦσε νά βλέπει πάντοτε τήν ἀρχή τοῦ ἀναβλύσματος, γιατί τό νερό δέν παύει νά κυλᾶ πάντοτε καί πάντοτε νά ἀναβλύζει. Ἔτσι κι αὐτός πού παρατηρεῖ ἐκείνη τήν θεία καί δίχως ὅρια ὀμορφιά, ἐπειδή αὐτό πού κάθε φορά βρίσκει παρουσιάζεται ὁπωσδήποτε πιό καινούργιο καί πιό ἀπροσδόκητο ἀπό ἐκεῖνο πού εἶχε περάσει, θαυμάζει αὐτό πού φαίνεται κάθε φορά, δέ σταματᾶ ὅμως ποτέ νά θέλει νά βλέπει, ἐπειδή τό θέαμα αὐτό πού προσδοκᾶ εἶναι ὁπωσδήποτε πιό ἐπιβλητικό καί πιό θεϊκό ἀπό ὅ,τι ἔχει δεῖ»[4].
Σημειώσεις:
[1]. Νικοδήμου Ἁγιορείτου Ἀόρατος πόλεμος Ἐκδ. Φῶς σελ. 15
[2]. Ἁγίου Ἰωάννη Κρονστάνδης Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μου Ἐκδ. Ἀστέρος σελ. 180
[3]. Ἁγ. Διαδόχου Φωτικῆς Τά ἑκατόν γνωστικά κεφάλαια Ἐκδ. Ἄθωνας σελ. 185
[4]. Γρηγ. Νύσσης Ε.Π.Ε. τόμ. 7 σελ. 351