Αδελφοί μου, όχι στρουθοκαμηλισμοί. Ίσως θα έχετε ακούσει στις καθημερινές σας συζητήσεις να γίνεται λόγος για στρουθοκαμηλισμό. Η στρουθοκάμηλος είναι πτηνό που έχει ύψος 2 μέχρι 2,5 μέτρα, βάρος γύρω στα 100 κιλά και ζει 100 χρόνια. Το κάθε της αυγό ζυγίζει 1,5 κιλό. Τα φτερά της είναι εντυπωσιακά και περιζήτητα. Αυτό το τόσο εντυπωσιακό πουλί δεν φημίζεται καθόλου για την εξυπνάδα του. Όταν βρεθεί περικυκλωμένο από τους κυνηγούς, χώνει το κεφάλι του μέσα στην άμμο και τότε, επειδή εκείνο δεν βλέπει τους κυνηγούς, δεν βλέπει τους εχθρούς του, νομίζει και ότι δεν υπάρχουν. Έτσι κάνουν στη ζωή του.
Το ίδιο παθαίνουν και πολλοί άνθρωποι στη ζωή τους. Ενώ βρίσκονται ανάμεσα σε πολλούς κινδύνους και πολλούς πειρασμούς, κλείνουν τα μάτια τους, στρουθοκαμηλίζουν και βαδίζουν στη ζωή τους αμέριμνοι. Όχι έτσι! Οι Χριστιανοί, αγαπητοί μου, οφείλουν να επισημαίνουν τους κινδύνους, να λαμβάνουν όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα, για να μην παγιδεύονται και οδηγούνται στον πνευματικό θάνατο.
Εκείνος έπαθε για μας, ο Κύριος δηλαδή.
Ένα κοριτσάκι στην Ινδία το δάγκασε ένας κροταλίας. Ο μεγαλύτερος αδελφός της μικρής έτρεξε κοντά της, έσκυψε πάνω στην πληγή της και με το στόμα του ρουφούσε το αίμα από τη δηλητηριασμένη πληγή. Έτσι κατόρθωσε να γλυτώσει την αδελφούλα του. Ο ίδιος, όμως, μολύνθηκε στο στόμα από το δηλητήριο και από το στόμα μολύνθηκε ολόκληρο το κορμί του, με αποτέλεσμα να βρει ο ίδιος τον θάνατο.
Μήπως το ίδιο, αδελφοί μου, δεν έκανε και ο Κύριός μας; Εκείνος γεύτηκε ολόκληρο το πικρό φαρμάκι της αμαρτίας και ζωογόνησε τα παιδιά του Θεού, που η αμαρτία τα είχε φαρμακώσει. Εμείς όλοι ζήσαμε και Εκείνος πέθανε. Και ανέστη για να μας αναστήσει και εμάς όλους από τον πνευματικό θάνατο.
——
Ποιοι άνθρωποι δεν αγαπούν τον Θεό και ζουν έξω από τον προορισμό τους:
Πρώτον, οι άπιστοι και οι αδιάφοροι. Εφόσον δεν πιστεύουν τον Θεό, επόμενο είναι και να μην τον αγαπούν. Και, άρα, δεν θα σωθούν. Ούτε είναι φυσικό και επόμενο να μην εκτελούν τον προορισμό που έχουν στη ζωή. Ζουν οι δυστυχείς, χωρίς κανέναν σκοπό. Είναι αξιοθρήνητοι. Αυτούς πράγματι να τους κλαίμε από τώρα. Αλλά άπιστοι είναι ελάχιστοι στην πραγματικότητα. Άλλοι είναι οι λόγοι που τους κάνουν να κάνουν τους άπιστους. Είναι η αμαρτία και, κυρίως, η υπερηφάνεια και η ανηθικότης. Αυτά τους κάνουν να μην πιστεύουν στον Θεό.
Ένας συγγραφέας έλεγε σε κάποιον κληρικό: «Εγώ είμαι άθεος». «Όχι», του απαντά ο κληρικός. «Δεν είσαι άθεος». «Μα, είμαι, δεν πιστεύω». «Άθεος δεν είσαι, αμαρτωλός είσαι», του είπε. «Έχεις δίκιο», του απήντησε. «Με έπιασες». Και πράγματι αυτό ήταν. Και συζήτησε κατόπιν: αν εγνώριζε ότι έπρεπε να εξομολογηθεί και να αφήσει την άσωτη ζωή, αλλά την τελευταία στιγμή άλλαξε για πάντοτε γνώμη. «Τι θα πει ο κόσμος», έλεγε, «όταν μάθει ότι εγώ εξομολογήθηκα και άλλαξα ζωή;». Έπειτα από λίγο απέθανε ο δυστυχής από ασθένεια της ανηθικότητος και δυστυχώς ανεξομολόγητος. Θάνατος αμαρτωλών, πονηρός.
Ο εγωισμός, λοιπόν, και η ανηθικότης είναι δύο λόγοι που κάνουν πολλούς ανθρώπους να κάνουν τους άπιστους. Περισσότερο, όμως, είναι οι αδιάφοροι άνθρωποι. Δεν σκέφτηκαν αυτοί ποτέ σοβαρά για το μέγιστο αυτό ζήτημα του προορισμού. Δεν σκέφτηκαν γιατί ζούνε, πράγμα που τους ενδιαφέρει άμεσα.
Για όλα τα άλλα ζητήματα ίσως ενδιαφέρονται – και με πάθος μάλιστα. Για το ποδόσφαιρο, για τον κινηματογράφο, για την πολιτική, για το τι κάνει, τι τρώει και τι φοράει ο γείτονας. Μόνον, δυστυχώς μόνον, για τον σκοπό που ζουν, για τον προορισμό της ζωής αδιαφορούν. Δεν υπάρχει, δε, χειρότερο από την αδιαφορία αυτή, από την αμέλεια αυτή, από την ακηδία αυτή, όπως την ονομάζουν οι πατέρες.
Για αυτό η Εκκλησία την ακηδία, την αμέλεια, την κατέταξε πρώτη στα επτά θανάσιμα αμαρτήματα και δικαίως. Ο αδιάφορος άνθρωπος δεν φροντίζει να αγαπήσει τον Θεό και να εκτελέσει τον προορισμό του. Πώς τότε θα σωθεί ο άνθρωπος αυτός;
Δεύτερον, και οι φιλάργυροι που αγαπούν το χρήμα δεν αγαπούν τον Θεό. Το χρήμα το έχουν για θεό τους. Σε αυτό πιστεύουν, σε αυτό ελπίζουν και όχι στον Θεό. Στον παντοδύναμο παρά, εκεί είναι η βάσις. Ας λέει ο Κύριος «ζητείτε πρώτον τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη Αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσετε υμίν». Αυτοί ζητούν να αποκτήσουν χρήμα και πλούτη πολλά. Ας λένε τάχα ότι πιστεύουν στον Θεό. Πραγματικά δεν πιστεύουν. Είναι ειδωλολάτρες.
Ο αδιάφορος άνθρωπος δεν φροντίζει να αγαπήσει τον Θεό και να εκτελέσει τον προορισμό του. Πώς τότε θα σωθεί ο άνθρωπος αυτός;
Πώς λέει ο Θείος Απόστολος: «Απόθεσε και την φιλαργυρίαν ήτις εστίν ειδωλολατρία».
Ο Χριστός το λέγει καθαρά: «Ου δύνασθε δυσί Κυρίοις δουλεύειν». Ή τον έναν θα αγαπήσεις και τον άλλον θα περιφρονήσεις. «Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά».
Σημείωσε ότι μπορεί να είσαι φιλάργυρος και χωρίς να έχεις χρήματα. Π.χ. ένας φτωχός που είναι αδέκαρος και δεν έχει, αλλά η καρδούλα του αγαπά τα χρήματα. Και αυτός είναι φιλάργυρος και ας μην έχει λεφτά. Και είναι, επίσης, δυνατόν να υπάρχουν πλούσιοι με πολλά χρήματα χωρίς να είναι φιλάργυροι.
Μεγάλο, λοιπόν, εμπόδιο στην εκτέλεση του προορισμού το χρήμα. Ως λέγει η Γραφή: «Πώς δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού». Πολύ δύσκολα ο πλούσιος να εισέλθει εις τη βασιλείαν των Ουρανών. Δεν μένει καιρός στο μυαλό του πλεονέκτη να σκεφτεί γιατί ζει και ποιος είναι ο προορισμός του. Αυτός προορισμό στη ζωή του έβαλε το χρήμα. Να αποκτήσει πολλά, να χτίσει, να φτιάξει, να κερδίσει. Δεν βλέπει ότι σε λίγο εξ άπαντος τον εγκαταλείπει ασπλάχνως το χρήμα του.
Κάποτε ένας πλούσιος που αρρώστησε προς θάνατο και οι ιατροί παραιτήθηκαν εζήτει να τον μεταφέρουν εις το δωμάτιό του με το χρηματοκιβώτιο. Κατά διαταγή του, λοιπόν, το ήνοιξαν το χρηματοκιβώτιο. Έριξε τότε περίλυπος την τελευταία ματιά και φασκελώνοντας τα χρήματά του με τα δυο του τα χέρια είπε: «Αυτό σας αξίζει. Εγώ σας εδούλεψα μια ζωή ολόκληρη και τώρα εσείς δεν μπορείτε να με βοηθήσετε. Τι να σας κάνω; Τι σας θέλω;». Για αυτό οι μυριάδες των οσίων, των ασκητών, των αναχωρητών, των αναργύρων απέφυγαν το χρήμα σαν τον Σατανά.
Ένας πλούσιος επεσκέφθη κάποτε τους αναχωρητάς εις τη σκήτη της Αιγύπτου. Από καλοσύνη του προσέφερε στον ηγούμενο ένα σεβαστό ποσόν για τους μοναχούς. «Δεν έχουν ανάγκη οι μοναχοί από χρήματα», του απήντησε ο ηγούμενος. Επειδή, όμως, εκείνος επέμεινε, τα έριξε σε ένα ζεμπίλι. Τα έβαλε μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας και είπε στους μοναχούς, όταν ήρθαν, να πάρουν όσοι θέλουν και όσα θέλουν. Παρ’ όλη τη σύστασή του, κανείς δεν τα πλησίασε. Μερικοί, μάλιστα, ούτε τα εκοίταξαν. Τόση ανωτερότητα είχον. Όχι μόνον οι ασκηταί, αλλά και οι οικογενειάρχαι περιφρονούν το χρήμα, όταν ξέρουν τον προορισμό τους.
Στην Οστρακινή της Πετραίας Αραβίας, μετέβη κάποτε μια αποστολή να μοιράσει χρήματα και ενδύματα. Τους υπέδειξαν, ως έχοντα περισσότερη ανάγκη, έναν λεπρό. Ο λεπρός, όταν τον πλησίασαν να του δώσουν, είπε: «Εγώ πλέκω κάτι κοφινάκια και βγάζω το ψωμί μου. Περισσότερα δεν μου χρειάζονται». Τότε, τους οδήγησαν στο σπιτάκι μιας χήρας που έμενε με την κόρη της. Χτύπησαν την πόρτα. Τους άκουσε από μέσα η κόρη. Φόρεσε αμέσως ένα καταξεσκισμένο φόρεμα που μόλις μπορούσε να καλύψει τα απόκρυφα μέλη της και τους άνοιξε. Το ορφανό και φτωχό αυτό κορίτσι δεν κράτησε τίποτε από τα χρήματα και τα ρούχα που του προσέφεραν, λέγοντας με ευγένεια: «Ο Θεός βοήθησε και βρήκε σήμερα η μητέρα μου δουλειά» (ήταν πλύστρα) «και θα οικονομήσουμε το φαγητό μας».
Εν τω μεταξύ, ήρθε και η μητέρα της και είπε στους ξένους: «Δώστε τα σε άλλους που δεν έχουν τίποτε. Για μένα φροντιστής είναι ο Θεός. Μη μου στερήσετε αυτόν τον φροντιστή μου, δίνοντάς μου τα πράγματα αυτά».
Προσπάθεια, λοιπόν, του ανθρώπου δεν πρέπει να είναι το πώς θα φτιάξει περισσότερα, αλλά το πώς θα έχει ολιγότερα. Ο Σωκράτης συνιστούσε να είναι ολιγαρκείς οι άνθρωποι για να είναι ευτυχέστεροι. Και ο Απόστολος Παύλος λέγει:
«Έχοντες διατροφάς και σκεπάσματα, τούτοις αρκεσθησόμεθα».
Ολιγότερα, λοιπόν, όσο το δυνατόν, για να μένει καιρός να εργάζεται παραλλήλως ο άνθρωπος για την επιτυχία του προορισμού του και για τον οποίο ζει εδώ στη Γη. Πρέπει, λοιπόν, κάθε άνθρωπος να γνωρίσει τον προορισμό του και να μην είναι φιλάργυρος και να μη δώσει την καρδιά του στα χρήματα. Να μην αγαπήσει τα γήινα πράγματα, διότι όλα εδώ θα μείνουν μια μέρα. Δεν είναι αλήθεια;
Προσπάθεια του ανθρώπου δεν πρέπει να είναι το πώς θα φτιάξει περισσότερα, αλλά το πώς θα έχει ολιγότερα. Ο Σωκράτης συνιστούσε να είναι ολιγαρκείς οι άνθρωποι για να είναι ευτυχέστεροι. Και ο Απόστολος Παύλος λέγει: «Έχοντες διατροφάς και σκεπάσματα, τούτοις αρκεσθησόμεθα».
«Η αγάπη μας πρέπει να φθάνει και στους εχθρούς μας»
Ο Χριστός μας εδίδαξε να αγαπούμε τον πλησίον. Η πρώτη και μεγάλη εντολή είναι βεβαίως η αγάπη στον Θεό. Αλλά και η δευτέρα, που είναι ομοία με την πρώτη, είναι η αγάπη στον πλησίον, στον συνάνθρωπό μας. «Αγαπήσεις και τον πλησίον σου ως εαυτόν», λέγει ο Κύριος.
Πρέπει, επομένως, να ζήσωμε και με την αγάπη στον διπλανό μας. Έτσι θα πετύχουμε τον τελικό προορισμό μας. Πρέπει να το νιώσουμε. Είμαστε όλοι παιδιά του Θεού και αδέλφια αναμεταξύ μας και μαζί θα ζήσουμε στην αιωνιότητα. Αλλά χωρίς αγάπη πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε εκεί μαζί; Εκεί θα βασιλεύσει η αγάπη και θα κυριαρχεί η καλοσύνη. Μόνο, δε, όσοι απέκτησαν εδώ την αγάπη θα είναι δεκτοί στον ευτυχισμένο εκείνο κόσμο. Αγάπη, δε, όχι μόνο στους συγγενείς μας. Αυτή είναι φυσική και αυτονόητος.
Δεν λείπει και από τα άγρια θηρία. Δεν αγαπά, επί παραδείγματι, η τίγρης τα μικρά της; Ούτε μόνον στους φίλους μας και σε εκείνους οι οποίοι μας έκαναν ή θα μας κάνουν καλό. Αυτή είναι αγάπη εμπορική. Τους κάνουμε καλό για να μας εξυπηρετούν και αυτή είναι στην ανάγκη μας. Η αγάπη μας πρέπει να φθάνει και στους εχθρούς μας. Πώς λέγει ο Κύριος; «Πλην, αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε ίνα γένησθε υιοί υψίστου».
Η αγάπη αυτή στον διπλανό μας πώς εκδηλώνεται; Βεβαίως με το χέρι, αλλά και με το στόμα. Είναι υλική και πνευματική. Τους δίδεις από ό,τι υλικά έχεις. Πρέπει να τους δίδεις και από τα πνευματικά που κατέχεις και γνωρίζεις. Τους ωφελείς το σώμα, πρέπει να τους ωφελείς και το πνεύμα.
«Τα μάτια σου, τα χέρια σου και τα πόδια σου είναι ένας θησαυρός»
Ένας φτωχός άνθρωπος ζούσε κάθε μέρα με το παράπονο στην καρδιά του και με τα χείλη του έλεγε: «Γιατί, Θεέ μου, όλα τα πλούτη σε όλους τους άλλους και όλη τη φτώχεια σε μένα;». Κάποια μέρα είδε στον ύπνο του έναν άγγελο που του έδειχνε και τα δικά του πλούτη. «Τα μάτια σου είναι ένας θησαυρός, τα χέρια σου και τα πόδια σου είναι ένας θησαυρός. Σκέψου πόσοι άλλοι άνθρωποι δεν έχουν μάτια, δεν έχουν πόδια, δεν έχουν χέρια». Ξύπνησε ο φτωχός και κατάλαβε το λάθος του.
Σε όλους έδωσε ο Θεός χαρίσματα και πλούτη.
Π. Πανάρετος