Δέ λέγανε ὅμως νά λείψουνε οἱ πειρασμοί. Πάντα τρυπώνανε στή ζωή του, τίς κρίσιμες ὧρες, μόλις πήγαινε ν’ ἀνασάνει. Καί τώρα ὁ πειρασμός ἦρθε ἀπό τή Δύση. Τέλος Σεπτέμβρη -ἀρχές Ὀκτώβρη, τά νέα φτάσανε ἀπό τήν Ἀκυληία ( τοῦ Ἰλλυρικοῦ). Ἐκεῖ, στίς 3 τοῦ Σεπτέμβρη, συνῆλθε σύνοδος, πού, ἐκτός ἄλλων, θέλησε ν’ ἀναμιχθεῖ στά πράγματα τῆς Ἀνατολῆς. Καί μάλιστα ἔκατσε κι ἄκουσε προσεχτικά τό Μάξιμο. Ἐκεῖνον τόν θλιβερό κληρικό, πού βρῆκε στήν Κωνσταντινούπολη προστασία ἀπό τό Γρηγόριο κι ἔπειτα προσπάθησε τυχοδιωκτικά νά γίνει ἀρχιεπίσκοπος στή θέση τοῦ Γρηγορίου, παραμερίζοντάς τον.
Τώρα οἱ δυτικοί, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, χωρίς νά καλογνωρίζουνε τί συνέβη στήν Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Κωνσταντινούπολης, ἀνακηρύξανε ὡς κανονικό ἀρχιεπίσκοπο στήν πόλη αὐτή τόν τυχοδιώκτη Μάξιμο.
Φυσικά, πικράθηκε βαθιά ὁ Γρηγόριος. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέ βρήκανε οὔτε μιά καλή κουβέντα νά ποῦνε γιά τό Γρηγόριο, πού ἀνάστησε τήν Ὀρθοδοξία στή Νέα Ρώμη κι ἔπαθε τόσα γι’ αὐτήν! Εἴχανε ὅμως πολλά καλά νά ποῦνε καί νά κάνουνε γιά ἕνα τυχοδιώκτη! Γιά τόν ψευδοπίσκοπο Μάξιμο, πού τόν τελευταῖο καιρό μάλιστα ἔγραφε καί κυκλοφοροῦσε ποιήματα τῆς κακιᾶς ὥρας. Τά ’γραφε γιά νά γελοιοποιεῖ, καθώς ἔλπιζε, τό Γρηγόριο καί νά τόν συκοφαντεῖ.
Τά νέα τοῦτα τόν ἀναστάτωσαν κι ἔνιωθε νά τόν ἔχουνε ὅλοι παραπεταμένο. Τόν Ἰούνιο τόν πέταξαν στήν ἄκρη οἱ ἀνατολικοί ἐπίσκοποι. Τώρα, τόν Ὀκτώβρη, τόν πρόσβαλαν καί οἱ δυτικοί.... Ποιοί ἄλλοι μένανε. Ἀνατολή καί Δύση δέν ἀντέξανε τή μεγαλωσύνη του! Ἄχρηστος, λοιπόν, ὁ Γρηγόριος, ἄδικα τό ἅγιο Πνεῦμα τόν φώτιζε καί τόν καθοδηγοῦσε νά λύνει τά θεολογικά προβλήματα, νά ἐξηγεῖ θεόπνευστα τήν ἁγία Τριάδα, τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ καί τόσα ἄλλα!
Ἡ πλειοψηφία τῶν ἐπισκόπων Ἀνατολῆς καί Δύσης ἀπέρριπτε τό Γρηγόριο. Τό παράξενο εἶναι ὅτι ἐνῶ ἀπέρριπτε τόν ἴδιο τό Γρηγόριο, δεχότανε σταδιακά τή θεολογία του. Κι ἐνῶ ἔτσι πορευότανε ἡ πλειοψηφία, οἱ λίγοι ἐπίσκοποι καί θεολόγοι ἀποδέχονταν ἤδη συνειδητά καί δημόσια καί τό Γρηγόριο καί τή θεολογία του ὁλόκληρη. Ἔτσι, σιγά-σιγά ἡ θεολογία του καί τό πρόσωπό του, καθώς περνούσανε οἱ προσωπικές ἀντιθέσεις, ἐπιβάλλονταν γενικά, σέ ὅλους. Μά τώρα, τή στιγμή πού ὁ θεοφώτιστος ἄνδρας περνοῦσε δύσκολες στιγμές καί χρειαζότανε σάν ἄνθρωπος λίγη παρηγοριά καί θαλπωρή, τώρα τόν πετάγανε στήν ἄκρη σάν ἄχρηστο κι ἐπικίνδυνο πράγμα.
Στό πρόσωπό του ἄνθησε λεπτή μελαγχολία πού κράτησε τρεῖς – τέσσερις ἡμέρες. Καί μολονότι φαινότανε ἤρεμος, μέσα του εἶχε ὧρες-ὧρες ἀναστάτωση. Τό κατάλαβε ἀκόμα καί ὁ Εὐστάθιος, πού δέν ἤτανε πολύ καλλιεργημένος:
-Δέν εἶναι τιποτένιοι, καλό μου παιδί, πρῶτοι τοῦ λαοῦ εἶναι, ἱερεῖς τοῦ Ὑψίστου.... πῶς δέ βλέπουν... ἔπρεπε νά εἶναι ὅλοι ἐναντίον μου; Τί τούς ἔκανα; Τήν Τριάδα δίδαξα. Θεός ὁ Πατέρας, Θεός ὁ Υἱός, Θεός καί τό Πνεῦμα βροντοφώνησα μέχρι τόν οὐρανό. Καί.... πήγανε νά μέ σκοτώσουν! Τήν Ἀνατολή καί τή Δύση πῆγα νά ἑνώσω, κακό καί τοῦτο;
Ὅλα τούς τ’ ἄφησα.... θρόνους, δόξες.... Τί ἄλλο νά κάνω; Μήπως ν’ ἀφήσω τήν Τριάδα; Μή γένοιτο, ποτέ δέ θά τό κάνω. Καί νά μέ σκοτώσουν καί νά μέ καῖνε, θά στέκω μέχρι τελευταία μου πνοή λαμπάδα τῆς Τριάδας. Ζωντανός ἤ πεθαμένος αὐτήν θά κηρύττω.... δικός σου θά εἶμαι, Τριάδα μου ἀγαπημένη! Αὐτό εἶναι τό χρέος μου, τό δικό μου καί ὅλων μας... χρέος κοινό καί ἁπλό. Γι’ αὐτό ὅσα καί νά ὑπέφερα γιά τήν Τριάδα δέν εἶναι ἄξια γι’ ἀμοιβή.....
Ἄλλωστε, μήπως ἐγώ μόνο ἔπαθα γιά τό Θεό; Θυμᾶσαι τόν Ἡσαΐα; Τόν πριονίσανε! Ὁ Δανιήλ, ὁ Παῦλος, ὁ Πέτρος..... πόσα πάθανε γιά τό Θεό χωρίς νά δειλιάσουνε ἤ νά γογγύσουνε; Ἀντίθετα, ἐγώ πρέπει νά σ’ εὐχαριστήσω, Τριάδα μου, πού ἔκρινες ἄξιο ἐμένα τόν μικρό νά σέ κηρύξω καί νά διωχτῶ γιά τ’ ὄνομά σου!
Ἔπεσε σιωπή. Γιά πολλή ὥρα ὁ Εὐστάθιος καθότανε σταυροπόδι κοντά στόν ἐπίσκοπο, καθισμένον σέ κεῖνον τό μικρό σκαμνί. Πρόσεχε τό γέροντα στό πρόσωπο κι ἔβλεπε τώρα ἐκεῖ μιά ἱερή γαλήνη. Ὁ ἐπίσκοπος εἶχε ἠρεμήσει, ἔνιωθες ὅτι ἐλαφρό ἀεράκι, πνεῦμα θεῖο, πέρασε ἀπό τό εἶναι του καί πῆρε τήν πίκρα καί τό παράπονο. Νίκησε ὁ γέροντας, ὁ Θεός τοῦ χάρισε πάλι τήν εἰρήνη. Στήν ἀγκαλιά της μόνο μποροῦσε νά προσευχηθεῖ καθαρά.
Ἔγειρε τό ἱερό του κεφάλι, ἐλαφρά, πρός τό ἀριστερό μέρος τοῦ στήθους -ἐκεῖ πού εἶναι ἡ καρδιά- κι ἄρχισε νοερά τή μνήμη τοῦ Κυρίου του.... Ἥσυχα, ὅλο καί πιό βαθιά κατεβαίνοντας, μέσα στήν καρδιά νά περάσει ὁ νοῦς, ζητώντας νά γευτεῖ τήν ἡδονή τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ.
Ὅσο καί νά θύμωνε, ὅσο καί νά παραπονιόταν γιά τό φέρσιμο τῶν κακῶν ἐπισκόπων, κατέληγε στήν ἐσωτερική γαλήνη καί τήν προσευχή. Γι’ αὐτό καί πολλοί πού παίρνανε γράμματά του, βλέπανε κεῖ νά εὐγνωμονεῖ αὐτούς πού τόν ἀνάγκασαν ν’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό θρόνο. «Μέ νίκησε ὁ φθόνος -ἔγραφε-. Ἀφήνοντας ὅμως θρόνο καί δόξα, τραβήχτηκα στήν ἡσυχία καί συνάχτηκα στόν ἑαυτό μου». Τί καλύτερο και γλυκύτερο;
Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία), (σελ.309-311), Ἔκδοση Δ΄
Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἀποστολική διακονία