«Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι κόλαση. Ὅσο περισσότερο κάνει κακὸ κάποιος, τόσο περισσότερο ὑποφέρει ἡ ψυχή του. Ὁ κλέφτης νιώθει χαρά; Δὲν νιώθει χαρά. Ἐνῶ αὐτὸς ποὺ κάνει καλωσύνες νιώθει χαρά.
Καὶ νὰ βρεῖ κάτι στὸν δρόμο, ἂν τὸ κρατήση καὶ πῆ ὅτι εἶναι δικό του, ἀνάπαυση δὲν θὰ ἔχη! Οὔτε ξέρει σὲ ποιὸν ἀνήκει οὔτε ἀδίκησε κάποιον οὔτε τὸ κλέβει, καὶ ὅμως δὲν ἀναπαύεται. Πόσο μᾶλλον νὰ τὸ κλέψη! Ἀκόμη καὶ ὅταν κανεὶς λαμβάνη, πάλι δὲν νιώθει τὴν χαρὰ ποὺ νιώθει ὅταν δίνη. Πόσο μᾶλλον ὅταν κλέβη ἤ ὅταν ἀδικῆ, νὰ νιώθη χαρά!
Γι᾽ αὐτό, βλέπεις, οἱ ἄνθρωποι μὲ τὴν ἀδικία τί πρόσωπα ἔχουν, τί γκριμάτσες κάνουν! Ὁ κόσμος θέλει νὰ ἁμαρτάνη καὶ θέλη τὸν Θεὸ καλό. Αὐτὸς νὰ μᾶς συγχωρῆ καὶ ἐμεῖς νὰ ἁμαρτάνουμε. Οἱ ἄνθρωποι δὲν πιστεύουν, γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁρμοῦν στὴν ἁμαρτία. Ὅλο τὸ κακὸ ἀπὸ τὴν ἀπιστία ξεκινάει».