ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Μθ. 8, 5-13)
Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀφορᾶ στὴ θεραπεία τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ. Ὁ ἑκατόνταρχος, παρὰ τὸ ὅτι δὲν ἦταν Ἰουδαῖος, ζητάει μὲ πίστη ἀπὸ τὸν Κύριο τὴ θεραπεία τοῦ ἑτοιμοθάνατου δούλου του. Ὁ δὲ Χριστός, ὡς ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ἱκανοποιεῖ τὸ αἴτημά του καὶ προσφέρει τὴν ἴαση.
Τὸ συγκεκριμένο περιστατικὸ δείχνει τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου, καὶ ταυτόχρονα τὴν ἐξουσία καὶ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ ἑκατόνταρχος ἦταν εἰδωλολάτρης ἀξιωματικὸς τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καὶ εἶχε ὑπὸ τὶς διαταγές του ἑκατὸν στρατιῶτες, καθὼς ἐπίσης καὶ ἀριθμὸ δούλων. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ ἀσθενὴς τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς διήγησης.
Ὁ ἑκατόνταρχος ἐπιδεικνύει πνεῦμα φιλανθρωπίας, τὸ ὁποῖο μάλιστα ὑπερβαίνει τὰ συνηθισμένα τῆς ἐποχῆς του, ἀφοῦ τότε οἱ δοῦλοι δὲν εἶχαν ὁποιαδήποτε ἀξία, ἀλλὰ θεωροῦνταν ὡς ἀναλώσιμα ὑλικά. Παρόλα αὐτὰ ὅμως ὁ ἑκατόνταρχος συμπονεῖ τὸν δοῦλο του καὶ προσέρχεται μὲ πίστη στὸν Ἰησοῦ, ὥστε νὰ τὸν θεραπεύσει.
Ἡ πίστη, ὅμως, τοῦ ἑκατόνταρχου ἀποτελεῖ παράδοξο, διότι αὐτὸς ἦταν ἐθνικός, δηλαδὴ μὴ Ἰουδαῖος, καὶ εἰδωλολάτρης καὶ συνεπῶς ἀγνοοῦσε τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ, τοὺς Προφῆτες, τὶς Ἁγίες Γραφὲς καὶ τὶς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ. Ὅμως εἶχε ἐσωτερικὴ ποιότητα καὶ δοθέντος ὅτι ζοῦσε στὴν περιοχὴ τῆς Παλαιστίνης ἔβλεπε, ἰδίοις ὄμμασι, τὴν πνευματικὴ λατρεία τοῦ Ἰσραὴλ καὶ γινόταν μάρτυς τῆς διδασκαλίας καὶ τῶν θαυμάτων τοῦ Ἰησοῦ.
Γι’ αὐτὸ καὶ καταφεύγει σὲ αὐτὸν μὲ πίστη. Ἡ πίστη του ἦταν συνυφασμένη μὲ τὴν ταπείνωση, διότι ὅταν ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ πάει στὸ σπίτι του γιὰ νὰ θεραπεύσει τὸν δοῦλο του ὁ ἑκατόνταρχος θεώρησε ὅτι δὲν ἀξίζει τέτοια τιμή. Σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο ἀποκαλύπτει τὶς διαστάσεις τῆς πίστης του καὶ τὴν ἀντίληψη ποὺ εἶχε γιὰ τὴν ἐξουσία τοῦ Ἰησοῦ. Ζητᾶ ἀπὸ τὸν Κύριο ἁπλὰ νὰ διατάξει τὴν ἴαση καὶ ὁ δοῦλος του θὰ θεραπευόταν.
Εἶναι ὄντως ἐκπληκτικὴ ἡ πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου, διότι ἀναγνωρίζει στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος μόνο μὲ τὸν λόγο του δημιούργησε, στερέωσε καὶ διακρατεῖ τὰ σύμπαντα. Αὐτὴ ἡ πίστη νικᾶ τὸν θάνατο, κλείνει τὶς πύλες τοῦ Ἅδη καὶ ἀνοίγει τὴ θύρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ πίστη εἶναι τὸ ἀδιάπτωτο κτῆμα ὄχι μόνο τοῦ ἑκατόνταρχου, ἀλλὰ κάθε ἐχέφρονα ἀνθρώπου.
Αὐτὸς εἶναι ὁ ὄντως πλοῦτος, ὁ ὁποῖος δὲν χάνεται, ἀλλὰ σώζει τὸν ἄνθρωπο. Κανένα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα, οὔτε ἡ περιουσία οὔτε τὰ κτήματα οὔτε τὰ χρήματα οὔτε ἡ κοινωνικὴ θέση οὔτε ἡ ἐξουσία οὔτε τὸ σωματικὸ κάλλος, δὲν εἶναι μόνιμο. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ τὸ καθημερινὸ κυνήγι ὅλων τούτων καὶ ἡ ἀπολυτοποίησή τους διασκορπίζει τὶς ἐσωτερικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀντὶ αὐτὸς νὰ δίνει τὴν καρδία του στὸν Θεό, τὴ δίνει στὸ ἐφήμερο.
Ὁ Χριστὸς ἐντυπωσιάζεται ἀπὸ τὴν πίστη τοῦ ἐθνικοῦ ἑκατόνταρχου καὶ τοῦ προσφέρει, «ὡς ἐξουσίαν ἔχων», τὸ δῶρο τῆς ζωῆς, θεραπεύοντας τὸν δοῦλο του. Στρέφεται ὅμως καὶ πρὸς τὸ πλῆθος τῶν Ἰουδαίων ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ τοὺς λέει ὅτι αὐτοὶ δὲν ἔχουν τέτοια πίστη. Δυστυχῶς οἱ Ἰουδαῖοι ἐπαναπαύονταν στὴν καταγωγή τους, ὡς τέκνα Ἀβραάμ, θεωρῶντας ὅτι ἔτσι ἔχουν ἤδη ἐξασφαλισμένη τὴ σωτηρία.
Κατ’ ἐπέκταση ἀρνοῦνταν νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν ἐκπλήρωση τῶν ἐπαγγελιῶν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Παρόλο ποὺ ἀνατράφηκαν μὲ τὸν Νόμο, τοὺς Προφῆτες καὶ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀγνόησαν τὴν πραγματικότητα τῆς παρουσίας, τῆς διδασκαλίας καὶ τῆς θαυματουργικῆς ἐξουσίας τοῦ Ἰησοῦ. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ τὸν προδώσουν καὶ νὰ τὸν σταυρώσουν.
Ἔτσι οἱ Ἰουδαῖοι χάνουν τὸ προνόμιο τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ καὶ τὴ θέση τους παίρνουν ὅσοι στραφοῦν μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν Χριστό, τὸν ἀποδεχθοῦν ὡς Θεὸ καὶ βέβαια τηρήσουν τὶς ἐντολές του. Συνεπῶς καὶ ἐμεῖς, ναὶ μὲν εἴμαστε βαπτισμένοι Χριστιανοὶ καὶ τέκνα Θεοῦ, ὅμως ἡ τελική μας σωτηρία θὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ τὴν ἔμπρακτη πίστη μας πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴ φιλανθρωπία ποὺ θὰ ἐπιδείξουμε στὸν φτωχὸ καὶ καταφρονημένο.