Ἔζησαν ὅταν αὐτοκράτορας τῶν ρωμαίων ἦταν ὁ Ἀνδριανός.
Ὅταν ἡ τίμια καὶ ἐνάρετη Σοφία χήρεψε, πῆγε μαζὶ μὲ τὶς κόρες της στὴν Ρώμη. Ἐκεῖ ὁ αὐτοκράτορας πληροφορήθηκε ὅτι οἱ τέσσερις γυναῖκες ἦταν χριστιανὲς καὶ διέταξε νὰ τὶς συλλάβουν. Ἀφοῦ χώρισε τὴν μητέρα ἀπὸ τὰ παιδιά της, ζήτησε νὰ παρουσιασθεῖ μπροστὰ του ἡ δωδεκάχρονη Πίστη.
Μὲ δελεαστικοὺς λόγους ὁ Ἀνδριανὸς προσπάθησε νὰ πείσει τὴν Πίστη νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό, ἀλλὰ ἀντιμετώπισε τὸ ἄκαμπτο φρόνημα τῆς νεαρῆς. Τότε ὁ σκληρὸς ἡγεμόνας διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμό της.
Τὸ ἴδιο σθένος μὲ τὴν Πίστη ἐπέδειξαν καὶ οἱ ἀδελφές της, ἡ δεκάχρονη Ἐλπίδα καὶ ἡ ἐννιάχρονη Ἀγάπη. Ὁ σκληρὸς Ἀνδριανὸς δὲ δίστασε νὰ διατάξει τοὺς δήμιούς του νὰ ἀποκεφαλίσουν καὶ τὰ ἄλλα δυὸ κορίτσια.
Περήφανη γιὰ τὰ παιδιά της ἡ Σοφία, ἐνταφίασε μὲ τιμὲς τὶς κόρες της καὶ παρέμεινε γιὰ τρεῖς μέρες στοὺς τάφους τους, παρακαλώντας τὸ Θεὸ νὰ τὴν πάρει κοντά του. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή της καὶ ἡ Σοφία παρέδωσε τὸ πνεῦμά της δίπλα στοὺς τάφους τῶν παιδιῶν της.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίᾳ ἐκθρέψασα, κατὰ τὴν κλῆσιν σεμνή, τὰς τρεῖς θυγατέρας σου, ταύτας προσάγεις Χριστῷ, ἀθλήσεως σκάμμασιν· ὅθεν τῆς ἄνω δόξης, σὺν αὐταῖς κοινωνοῦσα, πρέσβευε τῷ Σωτῆρι, καλλιμάρτυς Σοφία, δοῦναι τοῖς σὲ τιμῶσι, χάριν καὶ ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς ἐλαία κατάκαρπος ἀνεβλάστησας, ἐν ταῖς αὐλαῖς τοῦ Κυρίου Σοφία Μάρτυς σεμνή, καὶ προσήγαγες Χριστῷ καρπὸν ἡδύτατον, τοὺς τῆς νηδύος σου βλαστούς, δι’ ἀγώνων ἱερῶν, Ἀγάπην τε καὶ Ἐλπίδα, καὶ τὴν θεόφρονα Πίστιν· μεθ’ ὧν δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Σοφίας τῆς σεμνῆς, ἱερώτατοι κλάδοι, ἡ Πίστις καὶ Ἐλπίς, καὶ Ἀγάπη δειχθεῖσαι, σοφίαν ἀπεμώραναν, τῶν Ἑλλήνων ἐν χάριτι, καὶ ἀθλήσασαι, καὶ νικηφόροι φανεῖσαι, στέφος ἄφθαρτον, παρὰ τοῦ πάντων Δεσπότου, Χριστοῦ ἀνεδήσαντο.
Μεγαλυνάριον.
Μήτηρ ἐπὶ τέκνοις Δαβιτικῶς, ὤφθης τερπομένη, ὦ Σοφία πανευκλεής· σὺ γὰρ τῇ Τριάδι, τὰς τρεῖς σου θυγατέρας, ὥσπερ γυνὴ ἀνδρεία, ἄθλοις προσήγαγες.