Ο Άγιος Αριστείδης γεννήθηκε κάπου στα τέλη του 1ου αιώνος μ.Χ. και υπήρξε διαπρεπής φιλόσοφος της Φιλοσοφικής Σχολής της πόλεως των Αθηνών. Όμως η φωταυγής παρουσία των Αγίων Αεροπαγιτών και πρώτων επισκόπων της Αθήνας Ιεροθέου και Διονυσίου, τον οδήγησαν όχι μόνο να ασπασθεί τον Χριστιανισμό, αλλά και να αναδειχθεί σε γενναίο κήρυκα της πίστεως.
Υπεράσπισε με θέρμη του διωκομένου Χριστιανούς, συγγράφοντας μάλιστα την περίφημη απολογία «Περί θεοσεβείας».
Η αρχαιότερη αυτή σωζόμενη απολογία υπέρ των διωκομένων χριστιανών αποτέλεσε τη σημαντικότερη πηγή έμπνευσης και για το περίφημο απολογητικό έργο του Αγίου μάρτυρος Ιουστίνου του φιλοσόφου.
Το γεγονός μάλιστα ότι χρησιμοποιήθηκαν πολλά στοιχεία του έργου του Αγίου Αριστείδου και από τους μεταγενέστερους απολογητές, προσέφερε στο Άγιο εξέχουσα θέση στην Εκκλησιαστική Ιστορία και Πατρολογία της Ανατολικής Εκκλησίας.
Ἦταν Ἀθηναῖος εὐπατρίδης, φιλόσοφος ἐξ ἐνδόξου ἀθηναϊκοῦ γένους, καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 2ο μ.Χ. αἰώνα ἐπὶ αὐτοκρατορίας Ἀδριανοῦ.
Ὁ Ἱερώνυμος ἔγραψεν ἐγκώμιον ἐξυψῶν αὐτὸν ὡς Ἰσαπόστολον. Ἐμυήθη τὴν εὐσέβειαν εἰς Χριστόν, παρὰ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰεροθέου.
Ἔγραψεν εἰς τὸν Ἀδριανὸν ἀπολογίαν ὑπὲρ τῶν διωκωμένων Χριστιανῶν. Ἐδιώχθη καὶ ἐπειδὴ ἔλειπεν ὁ Ἀδριανὸς μετέβη εἰς τὴν Ρώμην καὶ ἀπηλογήθη.
Κατόπιν μετεφέρθη εἰς Ἀθήνας ὅπου ἐμαρτύρησεν, κρεμασθεῖς εἰς τὴν κοίλην της ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν, τὴν 13ην Σεπτεμβρίου τοῦ 120 μ.Χ. κατὰ τὸ παλαιὸν συναξάριον τὸ ὁποῖον μετεφράσθη εἰς τὰ λατινικὰ παρὰ τοῦ Ἱερωνύμου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῷ Χριστῷ προσηνέχθης θυσία ἄμωμος, καὶ ὁλοκάρπωμα θεῖον αἰωρηθεὶς ἀπηνῶς, ἐν ἀγχόνῃ Ἀριστείδη γενναιότατε, γόνε κλεινὲ τῶν Ἀθηνῶν καὶ φιλόσοφε σεπτέ, διό σε νῦν εὐφημοῦντες, φωναῖς εὐήχοις βοῶμεν· Χριστὸν δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀκαταπλήκτῳ ἐναθλήσας καρδίᾳ, ἐν ταῖς Ἀθήναις Ἀριστείδη στεῤῥόφρον, κατέβαλες τὸν δόλιον Βελίαρ σαφῶς, καὶ Μαρτύρων τάγμασι χαίρων συνηριθμήθης, μαθητὰ περίδοξε, τοῦ Ἀρεοπαγίτου Διονυσίου, ἅμα τοῦ κλεινοῦ Ἱεροθέου, φιλόσοφε ἔνθεε.
Μεγαλυνάριον.
Ὤφθης ἐν τῷ σκάμματι ἀριστεὺς ὄμβροις πορφυρώσας τοῖς σοῖς χθόνα τῶν Ἀθηνῶν, μάρτυς Ἀριστείδη, καὶ πίστιν τὴν ἁγίαν ἐκράτυνας· διόπερ ὕμνοις σὲ μέλπομεν.