Εί τις ευσεβής και φιλόθεος, απολαυέτω της καλής ταύτης και λαμπράς πανηγύρεως.
Εί τις ευγνώμων, εισελθέτω χαίρων εις την χαράν του Κυρίου αυτού.
Εί τις έκαμε νηστεύων, απολαυέτω νύν το δηνάριον.
Εί τις από της πρώτης ώρας ειργάσατο, δεχέσθω σήμερον το δίκαιον όφλημα.
Εί τις μετά την τρίτην ήλθεν, ευχαρίστως εορτασάτω.
Εί τις μετά την έκτην έφθασε, μηδέν αμφιβαλλέτω˙ και γάρ ουδέν ζημειούται.
Εί τις υστέρησεν εις την ενάτην, προσελθέτω, μηδέν ενδοιάζων.
Εί τις εις μόνην έφθασε την ενδεκάτην, μη φοβηθή την βραδύτητα˙ φιλότιμος γάρ ων ο Δεσπότης, δέχεται τον έσχατον καθάπερ και τον πρώτον˙ αναπαύει τον της ενδεκάτης, ως τον εργασάμενον από της πρώτης˙ και τον ύστερον ελεεί και τον πρώτον θεραπεύει˙ κακείνω δίδωσι και τούτω χαρίζεται˙ και τα έργα δέχεται και την γνώμην ασπάζεται˙ και την πράξιν τιμά και την πρόθεσιν επαινεί. Ουκούν εισέλθετε πάντες εις την χαράν του Κυρίου υμών˙ και πρώτοι και δεύτεροι τον μισθόν απολαύετε. Πλούσιοι και πένητες μετ’ αλλήλων χορεύσατε˙ εγκρατείς και ράθυμοι την ημέραν τιμήσατε˙ νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, ευφράνθητε σήμερον. Η τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ο μόσχος πολύς, μηδείς εξέλθη πεινών. Πάντες απολαύσατε του συμποσίου της πίστεως˙ πάντες απολαύσατε του πλούτου της χρηστότητος. Μηδείς θρηνείτω πενίαν˙ εφάνη γάρ η κοινή Βασιλεία. Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα˙ συγνώμη γάρ εκ του τάφου ανέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον˙ ηλευθέρωσε γάρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος. Έσβεσεν αυτόν, υπ’ αυτού κατεχόμενος. Εσκύλευσε τον άδην ο κατελθών εις τον άδην. Επίκρανεν αυτόν, γευσάμενον της σαρκός αυτού. Και τούτο προλαβών Ησαϊας εβόησεν˙ ο άδης φησίν, επικράνθη, συναντήσας σοι κάτω.
Επικράνθη˙ και γάρ κατηργήθη.
Επικράνθη˙ και γάρ ενεπαίχθη.
Επικράνθη˙ και γάρ ενεκρώθη.
Επικράνθη˙ και γάρ καθηρέθη.
Επικράνθη˙ και γάρ εδεσμεύθη.
Έλαβε σώμα και Θεώ περιέτυχεν.
Έλαβε γήν και συνήντησεν ουρανώ.
Έλαβεν όπερ έβλεπε και πέπτωκεν όθεν ουκ έβλεπε.
Πού σου, θάνατε, το κέντρον;
Πού σου, άδη, το νίκος;
Ανέστη Χριστός και σύ καταβέβλησαι.
Ανέστη Χριστός και πεπτώκασι δαίμονες.
Ανέστη Χριστός και χαίρουσιν άγγελοι.
Ανέστη Χριστός, και ζωή πολιτεύεται.
Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς επί μνήματος.
Χριστός γάρ εγερθείς εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο.
Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
Ερμηνευτική απόδοση
Όποιος είναι ευσεβής και φιλόθεος, ας απολαύσει την ωραία και λαμπρή αυτή εορτή.
Όποιος δούλος έχει διαθέσεις αγαθές, ας εισέλθει στη χαρά, γεμάτος με ευφροσύνη που χαρίζει ο αναστημένος Κύριός του.
Όποιος καταπονήθηκε με τη νηστεία, ας απολαύσει τώρα την αμοιβή του.
Όποιος από την έκτη ώρα υπηρέτησε τον Κύριο, ας πάρει σήμερα την αμοιβή που δικαιούται.
Όποιος προσήλθε στη ζωή της Εκκλησίας μετά την ενάτη, ας πάρει κι αυτός πρόθυμα μέρος στην Αναστάσιμη γιορτή.
Όποιος προσήλθε μετά την δωδεκάτην, ας μην έχει καμμιά αμφιβολία˙ καθόλου δεν θα τιμωρηθεί.
Όποιος καθυστέρησε κι ή ρθε μετά την τρίτην, ας πλησιάσει τον Κύριο χωρίς κανένα δισταγμό και φόβο.
Όποιος προσήλθε κατά την πέμπτην ώραν, ας μην έχει κανένα φόβο, ότι τάχα, επειδή έχει φτάσει καθυστερημένος, δεν θα τον δεχθεί ο Θεός. Γιατί ο Κύριος δίνει πλουσιοπάροχα τις δωρεές Του. Γι’ αυτό δέχεται και τον τελευταίο, με την ίδια προθυμία που είχε δεχτεί και τον πρώτο. Χαρίζει ανάπαυση και ειρήνη σ’ εκείνον που έφτασε αργά, όπως ακριβώς κάνει και με τον πρώτο. Ελεεί κι εκείνον που έφτασε τελευταίος, αλλά περιποιείται κι εκείνον που πρώτος ήρθε. Και στον έναν δίνει και στον άλλο προσφέρει. Και τα έργα της αρετής δέχεται, αλλά και την απλή διάθεση αναγνωρίζει. Και την πράξη την αγαθή τιμά , αλλά και την απλήν πρόθεση επαινεί.
Εισέλθετε λοιπόν όλοι στη χαρά του Κυρίου σας. Και εκείνοι που πρώτοι φτάσατε κι όσοι ήρθατε δεύτεροι, λάβετε τον μισθόν σας. Πλούσιοι και φτωχοί πανηγυρίστε. Όσοι εγκρατευτήκατε, αλλά κι εκείνοι που έχετε βραδυπορήσει στην εργασία των εντολών τιμήστε την σημερινή ημέρα. Όσοι νηστέψατε και εκείνοι που δεν νηστέψατε, ευφρανθείτε σήμερα. Η (Αγία Τράπεζα) είναι γεμάτη, απολαύστε την όλοι. Ο Μόσχος είναι άφθονος και ανεξάντλητος. Δεν επιτρέπεται λοιπόν να φύγει κάποιος πεινασμένος. Όλοι απολαύστε το Συμπόσιο που παρατίθεται για τους πιστούς. Όλοι απολαύστε τα θεία δώρα που προσφέρει η Θεία αγαθοσύνη. Κανένας πια να μη θρηνεί τη φτώχεια του, γιατί τώρα έγινε φανερή η Βασιλεία του Θεού, εκείνη που προσφέρεται σ’ όλους εξίσου. Κανένας να μην κλαίει πια τα πταίσματά του, γιατί συγχώρεσή μας είναι ο Αναστημένος. Κανένας ας μη φοβάται πια το θάνατο, γιατί ο θάνατος του Σωτήρα μας μας ελευθέρωσε από το θάνατο και τη φθορά.
Γιατί αν κι ο Σωτήρας μας κρατήθηκε από το θάνατο, τελικά τον εξαφάνισε. Ο Κύριός μας που κατέβηκε στον άδη άρπαξε κι ανέσυρε μαζί Του όσους κρατούσε ο άδης. Ο Κύριος πίκρανε τον άδη, όταν εκείνος ο παμφάγος Τόν κατάπιε. Κι αυτό ήταν που προβλέποντας το παλιά ο προφήτης Ησαΐας είχε βροντοφωνήσει: Χριστέ μου, όταν ο άδης εκεί κάτω στο σκοτάδι σε συνάντησε, πικράνθηκε. Και πολύ σωστά πικράνθηκε, γιατί από τότε καταργήθηκε.
Πικράνθηκε γιατί ξεγελάστηκε. Πικράνθηκε γιατί θανατώθηκε.
Πικράνθηκε γιατί έχασε πια την εξουσία του.
Πικράνθηκε γιατί ο ίδιος τώρα υποδουλώθηκε. Εκείνος, καθώς νόμιζε, είχε λάβει σώμα θνητό και βρέθηκε απρόσμενα μπροστά σε Θεό. Εκείνος είχε πάρει χώμα από τη γη και συνάντησε Θεό, που είχε κατεβεί από τον ουρανό. Εκείνος είχε πάρει ένα σώμα ορατό και καταισχύνθηκε από τον Αόρατο.
Πού είναι λοιπόν άδη η νίκη σου;
Αναστήθηκε ο Χριστός και έχεις πια οριστικά κατανικηθεί.
Αναστήθηκε ο Χριστός και οι δαίμονες έχουν στα βάραθρα της απώλειας γκρεμιστεί.
Αναστήθηκε ο Χριστός και χαίρουν οι Άγγελοι.
Αναστήθηκε ο Χριστός και η ζωή παντού βασιλεύει.
Αναστήθηκε ο Χριστός και δεν θα μείνει πια κανένας νεκρός στο μνήμα. Γιατί με την Ανάστασή Του ο Χριστός έγινε η αρχή της αναστάσεως όλων όσων έχουν κοιμηθεί. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα και η εξουσία στους απέραντους αιώνες. Αμήν.