Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ καὶ καλλιτεχνικὸ ἐνδιαφέρον ποὺ παρουσιάζουν, οἱ θρησκευτικὲς εἰκόνες εἶναι καὶ ἀντικείμενα λατρείας, ἀφοῦ σὲ αὐτὲς φανερώνεται ἡ ὑπόσταση τῶν εἰκονιζομένων προσώπων. Κατὰ συνέπεια ἡ δύναμη τῆς εἰκόνας πηγάζει ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ εἰκονιζομένου, ἡ ὁποία μὲ τὴν σειρά της προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Ἂν καὶ ὅλες οἱ εἰκόνες ἀντανακλοῦν χάρη, κάποιες θεωροῦνται θαυματουργές, διότι ἡ χάρη τους ὑπῆρξε κάποτε ἐναργέστερη, καὶ μάλιστα σὲ περιπτώσεις μεγάλης ἀνάγκης τῶν πιστῶν ἢ ἀντιθέτως ὕβρεως, ὁπότε ἡ χάρη μετετράπη σὲ τιμωρία.
Μεταξὺ τῶν πολλῶν θαυματουργῶν εἰκόνων ποὺ φυλάσσονται στὶς ἁγιορειτικὲς μονὲς οἱ περισσότερες ἀνήκουν ἀσφαλῶς στὴν Θεοτόκο, δεδομένης τῆς ἰδιαίτερης σχέσεως τοῦ Ἄθωνα μὲ τὴν Παναγία. Ἡ Μονὴ Βατοπαιδίου κατέχει τὸν μεγαλύτερο ἀριθμὸ εἰκόνων τῆς Θεοτόκου, οἱ ὁποῖες εἶναι γνωστὲς μὲ διάφορες ὀνομασίες.
|
Παναγία Βηματάρισσα |
Ἡ Παναγία ἡ Βηματάρισσα ἢ Κτητόρισσα εἶναι ἡ «ἐφέστιος» εἰκόνα τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου καὶ εἶναι τοποθετημένη στὸ σύνθρονο τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τοῦ καθολικοῦ τῆς Μονῆς. Κατὰ τὴν παράδοση, ὁ Ἀρκάδιος, γιὸς τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου τοῦ αὐτοκράτορα, εὑρισκόμενος σὲ ναυάγιο, μεταφέρθηκε στὴν στεριὰ κάτω ἀπὸ μία βάτο, μὲ θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τῆς Θεοτόκου, στὴν περιοχὴ ὅπου ἀργότερα θὰ κτιζόταν ἡ Μονὴ Βατοπαιδίου, καὶ ἐκεῖ βρῆκε αὐτὴν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Μὲ τὴν εἰκόνα αὐτὴ σχετίζεται ἕνα θαῦμα ποὺ ἔγινε τὸν 10ο αἰώνα. Ὅταν Ἄραβες πειρατὲς ἐπέδραμαν στὴν Μονή, ὁ ἱεροδιάκονος Σάββας πρόλαβε καὶ ἔριξε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας στὸ πηγάδι τοὺ Ἱεροῦ Βήματος μαζὶ μὲ τὸν σταυρὸ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ μία λαμπάδα ἀναμμένη ποὺ πάντοτε ἔκαιγε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Δὲν πρόλαβε ὅμως ὁ ἴδιος νὰ διασωθεῖ, γιατί οἱ πειρατὲς τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν πούλησαν αἰχμάλωτο στὴν Κρήτη. Ὅταν μετὰ ἑβδομήντα χρόνια ἐλευθερώθηκε ἡ Κρήτη ἀπὸ τοὺς πειρατές, ἐπὶ Νικηφόρου Φωκᾶ τοῦ αὐτοκράτορα, ἐλευθερώθηκε καὶ ὁ ὅσιος Σάββας καὶ ἐπέστρεψε ὑπέργηρος στὴν Μονή. Ἐκεῖ ὑπέδειξε στὸν τότε ἡγούμενο τῆς Μονῆς Νικόλαο νὰ ἀνοίξουν τὸ πηγάδι, ὅπου – ὢ τοῦ θαύματος! – βρῆκαν τὴν εἰκόνα καὶ τὸν σταυρὸ ὄρθια πάνω στὸ νερὸ καὶ τὴν λαμπάδα ἀναμμένη, ὅπως τὴν εἶχε ἀνάψει πρὶν ἀπὸ ἑβδομήντα χρόνια! Συνέβη δηλαδὴ διπλὸ θαῦμα· τὰ ἱερὰ ἀντικείμενα ποὺ εἶχαν πέσει μέσα στὸ νερὸ δὲν καταστράφηκαν, ἀπὸ θαῦμα καὶ πρόνοια τῆς Παναγίας, καὶ ἡ λαμπάδα ἔκαιγε ἑβδομήντα χρόνια χωρὶς νὰ ἑξαντλῆται! Ἔκτοτε εἰς ἀνάμνησιν τοῦ θαύματος, ψάλλεται Παρακλητικὸς Κανόνας πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο κάθε Δευτέρα ἀπόγευμα, καὶ κάθε Τρίτη τελεῖται στὸ καθολικὸ Θεία Λειτουργία, ἐνῶ σὲ ὅλες τὶς λιτανεῖες τῆς Μονῆς πρωτοστατεῖ αὐτὴ ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἑορτάζεται ἰδιαίτερα τὴν Τρίτη της Διακαινησίμου, ὅπου καὶ γίνεται μεγάλη λιτανεία γύρω ἀπὸ τὴν Μονὴ πρὸς τιμὴ τῆς εἰκόνας.
|
Παναγία Παραμυθία |
Παλιὰ ὑπῆρχε ἡ συνήθεια, βγαίνοντας οἱ πατέρες ἀπὸ τὸ καθολικὸ νὰ ἀσπάζονται αὐτὴ τὴν εἰκόνα καὶ ὁ ἡγούμενος νὰ παραδίδει τὰ κλειδιὰ τῆς μονῆς στὸν θυρωρό. Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι μία μέρα στὰ βυζαντινὰ ἀκόμη χρόνια, δίνοντας ὁ ἠχούμενος στὸν θυρωρὸ τὰ κλειδιὰ ἄκουσε τὰ ἑξῆς λόγια ἀπὸ τὴν εἰκόνα: “Μὴ ἀνοίγετε σήμερα τὶς πύλες τῆς μονῆς, ἀλλὰ ἀνεβεῖτε στὰ τείχη καὶ διῶξτε τοὺς πειρατές”. Ἡ φωνὴ ἐπανέλαβε γιὰ δεύτερη φορὰ τὰ ἴδια λόγια. Στρέφοντας τὸ βλέμμα του πρὸς τὰ ἐκεῖ ὁ ἡγούμενος εἶδε τὸ βρέφος νὰ ἁπλώνει τὸ χέρι τους καὶ νὰ σκεπάζει τὸ στόμα τῆς μητέρας του λέγοντας: “Μὴ μεριμνᾶς Μητέρα, γι᾽ αὐτοὺς τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἄφησέ τους νὰ τιμωρηθοῦν ἀπὸ τοὺς πειρατές, τοὺς ἀξίζει”. Ἀλλὰ ἡ Παναγία πιάνοντας τὸ χέρι τοῦ Χριστοῦ καὶ στρέφοντας ἐλαφρὰ τὸ κεφάλι ἐπανέλαβε τὰ ἴδια λόγια. Οἱ μοναχοὶ ἀμέσως ἔτρεξαν στὰ τείχη καὶ διαπίστωσαν ὅτι πειρατὲς εἶχαν περικυκλώσει τὴν μονὴ καὶ περίμεναν τὸ ἄνοιγμα τῆς πύλης γιὰ νὰ τὴν λεηλατήσουν. Ἐξ αἰτίας ὅμως τῆς θαυματουργῆς ἐπεμβάσεως τῆς Παναγίας ἡ μονὴ σώθηκε. Ἡ εἰκόνα ἔκτοτε διατήρησε τὶς τελευταῖες κινήσεις τῶν θείων προσώπων.
|
Παναγία Ἐσφαγμένη |
Ἡ θαυματουργὴ αὐτὴ εἰκόνα εἶναι τοιχογραφία τοῦ 14ου αἰώνα καὶ βρίσκεται στὸν νάρθηκα τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, τὸ ὁποῖο εἶναι ἐνσωματωμένο εἰς τὸ Καθολικὸν τῆς Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου.
Ἀπὸ τὸ “Προσκυνητάριον τοῦ Βατοπαιδίου” εἰς τὸ κεφάλαιον “Περὶ τῆς ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Ἐσφαγμένης καὶ τοῦ παρ’ αὐτῆς ἐξαισίου τερατουργήματος” μαθαίνουμε τὸ ἱστορικό: Ἕνας ἱεροδιάκονος καὶ ἐκκλησιάρχης τοῦ καθολικοῦ, λόγῳ τοῦ διακονήματός του, ἔφθανε στὴν τράπεζα κάθε μέρα μὲ καθυστέρηση. Κάποτε ὁ τραπεζάρης ἀρνήθηκε νὰ τοῦ δώσει φαγητὸ λόγῳ τῆς καθυστερήσεως. Ὁ ἱεροδιάκονος ἀγανακτισμένος ἐπέστρεψε στὸν ναὸ καὶ εἶπε τὰ ἑξῆς μπροστὰ στὴν εἰκόνα: “Μέχρι πότε θὰ σὲ ὑπηρετῶ καὶ θὰ κοπιάζω κι ἐσὺ δὲν θὰ μεριμνᾶς οὔτε γιὰ τὴν τροφή μου;” Καὶ παίρνοντας ἕνα μαχαίρι τὸ κτύπησε στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας, ἀπὸ τὸ ὁποῖο, σὰν νὰ ἦταν ζωντανό, ἄρχισε νὰ τρέχει αἷμα, ἐνῶ αὐτὸς τυφλώθηκε κι ἔπεσε κάτω σὰν τρελός. Στὴν κατάσταση αὐτὴ ἔμεινε τρία χρόνια ἀπέναντι ἀπὸ τὴν εἰκόνα κλαίγοντας καὶ παρακαλώντας τὴν Παναγία νὰ τὸν συγχωρέσει. Μετὰ τὴν παρέλευση τριῶν ἐτῶν ἐμφανίστηκε ἡ Παναγία στὸν ἡγούμενο καὶ τοῦ ἀνήγγειλε ὅτι χαρίζει τὴν ὑγεία στὸν τολμηρὸ ἱεροδιάκονο ἀλλὰ τὸ χέρι ποὺ διέπραξε τὴν ἱεροσυλία θὰ τιμωρηθεῖ. Πράγματι ὅταν πέθανε, στὴν ἀνακομιδὴ τοῦ λειψάνου του ἀντίθετα μὲ ὅλο του τὸ σῶμα ποὺ εἶχε λιώσει τὸ δεξί του χέρι παρέμενε ἀναλλοίωτο καὶ φυλάσσεται ἔτσι ὣς σήμερα. Κάποτε ἕνας ἱερέας ἐπισκέπτης τῆς μονῆς ἀμφισβήτησε τὸ θαῦμα, ἀλλὰ ὅταν ἔβαλε τὸ δάχτυλο στὸ σημεῖο τῆς πληγῆς ἄρχισε ἀμέσως νὰ τρέχει αἷμα. Ὁ ἱερέας ἔντρομος δὲν πρόλαβε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ καθολικὸ καὶ ἔπεσε νεκρός.
|
Παναγία ἡ Ἐλαιοβρύτισσα |
Ἡ εἰκόνα αὐτὴ χρονολογεῖται στὸν 14ο αἰώνα καὶ βρίσκεται στὸ δοχειὸ τῆς μονῆς. Ἀπὸ ἐκεῖ μεταφέρεται στὸ καθολικὸ τὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου, ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἑορτάζει. Ἡ παράδοση ἀναφέρει τὸ ἑξῆς θαῦμα· Σὲ μία περίοδο ἐλλείψεως λαδιοῦ στὴν μονή, ὁ ὅσιος Γεννάδιος, δοχειάρης τῆς μονῆς, ἄρχισε νὰ ἐξοικονομεῖ τὸ λάδι δίνοντας μόνο γιὰ χρήση τῆς ἐκκλησίας. Ὁ μάγειρας ὅμως διαμαρτυρήθηκε στὸν ἡγούμενο, καὶ ὁ τελευταῖος διέταξε τὸν ὅσιο νὰ δίνει ἀφειδῶς λάδι στὴν ἀδελφότητα, ἐλπίζοντας στὴν πρόνοια τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Ὅταν μία μέρα πῆγε στὸ δοχειὸ ὁ ὅσιος Γεννάδιος, εἶδε τὸ λάδι νὰ ξεχειλίζει ἀπὸ τὴν λάρνακα καὶ νὰ ἔχει φθάσει ὣς τὴν πόρτα. Ἔκτοτε ἡ εἰκόνα ἔχει μία θαυμάσια εὐωδία.
|
Παναγία Πυροβ(ο)ληθεῖσα |
Πρόκειται γιὰ τοιχογραφία ποὺ βρίσκεται στὸ ὑπέρθυρο τῆς ἐξωτερικῆς πύλης τῆς μονῆς. Κατὰ τὸ 1822 μία ὁμάδα Τούρκων ὁπλιτῶν ἔφθασε στὴν μονή, καὶ ἕνας ἀπὸ αὐτούς, βλέποντας τὴν εἰκόνα, τὴν πυροβόλησε μὲ μία σφαίρα ποὺ τρύπησε τὸ δεξὶ χέρι τῆς Παναγίας. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς πράξεώς του ἦταν νὰ παραφρονήσει ὁ ἴδιος καὶ νὰ κρεμασθεῖ σὲ μία ἐλιὰ μπροστὰ στὴν μονή. Βλέποντας οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι τὴν θεία τιμωρία φοβήθηκαν καὶ ἐγκατέλειψαν ἀμέσως τὴν μονή. Ἐπιπλέον, ὁ ἀρχηγὸς τοῦ ἀποσπάσματος, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν πράξη τοῦ στρατιώτη, ποὺ ἦταν ἀνιψιός του, διέταξε νὰ μὴν τὸν θάψουν, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀφήσουν ἄταφο ὡς κακοῦργο.
|
Παναγία Παντάνασσα |
Ἡ θαυματουργὴ αὐτὴ εἰκόνα εἶναι φορητή τοῦ 17ου αἰ. καὶ βρίσκεται στὸ ἀριστερὸ προσκυνητάρι τοῦ βορειανατολικοῦ κίονα τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου. Σύμφωνα μὲ ἀφηγήσεις συγχρόνων Γερόντων τῆς Μονῆς, τὸ πρῶτο δεῖγμα ὅτι ἡ εἰκόνα ἔχει ἰδιαίτερη χάρη εἶναι τὸ ἑξῆς γεγονός· Μία μέρα ἕνας νέος μπῆκε στὸν ναὸ καὶ πηγαίνοντας νὰ προσκυνήσει τὴν εἰκόνα, ἄστραψε ξαφνικὰ τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας καὶ μία ἀόρατη δύναμη τὸν ἔριξε καταγῆς. Μόλις συνῆλθε, ἐξομολογήθηκε μὲ δάκρυα στοὺς πατέρες ὅτι ζοῦσε μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἐπιδιδόταν στὴν μαγεία. Ἔτσι ἡ θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τῆς Θεοτόκου ἔπεισε τὸν νέο νὰ ἀλλάξει ζωὴ καὶ νὰ γίνει ἄνθρωπος θεοφοβούμενος. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἔχει ἐπίσης τὴν ἰδιότητα καὶ τὴν εἰδικὴ χάρη ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ θεραπεύει τὴν φοβερὴ ἀσθένεια τοῦ καρκίνου. Εἶναι γνωστὲς ἀναρίθμητες περιπτώσεις καρκινοπαθῶν ποὺ ἔχουν θεραπευθεῖ στὶς μέρες μας, μετὰ ἀπὸ παράκληση μπροστὰ στὴν Παναγία τὴν Παντανάσσα.
|
Παναγία ἡ Ἀντιφωνήτρια |
Πρόκειται γιὰ τοιχογραφία στὸν χῶρο τοῦ «μεσονυκτικοῦ» τοῦ καθολικοῦ. Ὀνομάσθηκε ἔτσι γιατί ἀπὸ αὐτὴ τὴν εἰκόνα ἀκούσθηκε μία φωνὴ (ἀντιφώνησε). Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι ἐπισκέφθηκε κάποτε τὴν μονὴ ἡ βασίλισσα Πλακιδία, κόρη τοῦ Μ. Θεοδοσίου. Ἐνῶ προχωροῦσε μὲ σκοπὸ νὰ μπεῖ στὸ καθολικὸ ἀπὸ τὴν πλάγια μικρὴ πόρτα, ἄκουσε μία φωνὴ ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν εἰκόνα· «Στάσου καὶ μὴν προχωρεῖς, γιατί τόλμησες ὡς γυναίκα καὶ ἦλθες σ’αὐτὸ τὸν τόπο;». Ἔντρομη τότε ἡ βασίλισσα ζήτησε συγχώρεση ἀπὸ τὴν Παναγία καὶ ἀναχώρησε ἀμέσως ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Εἰς ἀνάμνησιν ἐξ ἄλλου τοῦ θαύματος ἐκείνου ἀνήγειρε μὲ δικά της ἔξοδα τὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.