«Μάνα, τα μαλλιά σου άσπρισαν, γέρασες, θα φύγεις απ’ αυτή τη γη, τι θα πας να βρεις στον άλλο κόσμο; Το πιάτο σου είναι άδειο κι η καντήλα σου σβησμένη».
***
-Μάνα, Ταμάμα, που ήσουνα εσύ και σε βλέπω τώρα;
-Καλά Γέροντα, δε με είδες; Εχθές στον εσπερινό ήμουνα, σήμερα στη λειτουργία. Δε με είδες;
-Δε σε είδα στην Εκκλησία. Τα ρούχα σου έβλεπα. Εσένα δε σε έβλεπα.
-Πάτερ άφησα μια κλώσα με δώδεκα πουλάκια στο σπίτι κι ο νους μου ήταν εκεί!
***
«Παιδί μου, Ευθυμία, δε θα πεις τίποτε εις βάρος της πεθεράς σου. Γιατι, ό,τι σ’ έλεγε η πεθερά σου, τα είχε στα χείλη».
***
Παραμονή Χριστουγέννων ο άντρας μου ήθελε να κοιμηθούμε μαζί. Εγώ τον απέτρεπα. Μετά δυο χρόνια που βρέθηκα στο Μοναστήρι, ο Γέροντας μόλις με είδε, μου είπε: «Μάνα μου, τέτοιο χάλι δεν είδα. Παραμονή Χριστουγέννων να σμίγουν τ’ ανδρόγυνα. Κάνουν παράλυτα παιδιά κι ύστερα τρέχουν να τα σώσουν».
***
Μια μέρα καθόταν ο Γέροντας έξω από το σπίτι μου. Ήρθε μια γυναίκα και συζήτησε αρκετή ώρα μαζί του. Ο Γέροντας επαίνεσε κάποια γνωστή της. Τότε η γυναίκα του λέει:
-Γιατί, πάτερ, την επαινείς τόσο;
-Αυτή, μάνα μου, και τι δεν έκανε. Πεθαμένους ξημέρωσε (δηλαδή ξενυχτούσε στα σπίτια που είχαν νεκρό), ορφανά βοήθησε, γεφύρια έχτισε, ελεημοσύνες έκανε.
-Πάτερ, γι’ αυτήν δεν άκουσα καλά λόγια.
-Τα κακά λόγια άκουσες και τα καλά δεν άκουσες; Αυτής τα στραβά άκουσες, τα δικά σου δεν τα ξέρεις;
-Πάτερ, τι έκανα η κακομοίρα;
- Όταν ζυγίζεις τη μισή οκά για μια κι έκλεβες στη ζυγαριά, δεν το σκεφτόσουν; Δούλεψες για τον διάβολο. Εκείνα λογάριασες και τα δικά σου δε λογάριασες;
Η γυναίκα σιώπησε και κατέβασε το κεφάλι της.
***
Την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ήλθαν να τον δουν 4-5 γυναίκες επιστρέφοντας από μία βάπτιση, που είχε γίνει στο χωριό. Μόλις τις είδε, είπε: «Πήγατε στη βάπτιση και φεύγοντας κουτσομπολεύατε το φαγητό που σας παρέθεσαν, αν ήταν καλό ή όχι…». Εκείνες τον κοιτούσαν και χαμογελούσαν. Ο Γέροντας τότε είπε αυστηρά: «Μη γελάτε… Είναι πολύ κακό να σε ταΐζει ο άλλος και συ να τον κατηγορείς για ό,τι σου προσφέρει».
***
«Ο Θεός φροντίζει για όλους. Η απελπισία είναι σχεδόν απιστία».
***
«Να μην κάθεσθε την ώρα της θ. Λειτουργίας. Ο νους σας να μην πετάει εδώ κι εκεί. Όσο θα είσθε στην εκκλησία να το πάρετε απόφαση, να διαθέσετε όλο τον χρόνο στην προσευχή».
***
Σε μια γυναίκα που άφησε αβοήθητη μια μητέρα που γεννούσε και πέθανε το παιδί της στάθηκε πολύ αυστηρός στην ασπλαχνία της. Μετά την εξομολόγηση της είπε: «Για να συγχωρεθείς, θα πας στο σπίτι σου, και θα παρακαλέσεις πολύ την Παναγία να σε βοηθήσει να κάνεις τον κανόνα σου. Θα πας να ζητιανέψεις σε εφτά χωριά. Από το πρωί ως το βράδυ θα ζητιανεύεις στο ένα χωριό και ότι μαζεύεις θα το μοιράζεις σε φτωχούς και ορφανά. Αυτό θα το κάνεις επί μία εβδομάδα». Η γυναίκα ρώτησε αν μπορεί να μοιράσει χρήματα δικά της, για μην εκθέσει την οικογένειά της. Ο Γέροντας όμως επέμενε: «Το αμάρτημα αυτό δεν συγχωρείται με χρήματα, αλλά με ζητιάνεμα, για να ταπεινωθείς, για να φύγει ο εγωισμός, για να πέσει η μύτη ως το χώμα».
***
Σε κάποιον που αποφάσισε να διαλύσει τον γάμο του επειδή η πεθερά του επενέβαινε αδιακρίτως στα του οίκου του, τον συμβούλευσε ο Γέροντας: «Την γυναίκα δεν την χωρίζουν εύκολα. Αυτή σου την έδωσε εσένα ο Θεός, να υποφέρεις μαζί της».
***
Είπε σε κάποιον προσκυνητή για την αντιδικία: «Σου έκανε εκείνο, του έκανες εσύ, σου έκανε εκείνος, πάλι του έκανες εσύ… Αυτά δεν τελειώνουν. Εσύ δεν έπρεπε να συνεχίσεις την ανταπόδοση του κακού».
***
«Οι υποσχέσεις στον Θεό δεν πρέπει να αθετούνται».
***
«Να μη σκέπτεσθε μόνο τι θα φάτε, τι θα φορέσετε, τι μεγάλο σπίτι θα χτίσετε. Να κτυπάτε τις πόρτες των φτωχών, των αρρώστων, των ορφανών. Περισσότερο να προτιμάτε τα σπίτια των θλιμμένων παρά των χαρούμενων. Εάν κάνετε καλά έργα, θα έχετε μεγάλο μισθό από τον Θεό. Θ’ αξιωθείτε να δείτε θαύματα, και στην άλλη ζωή θα έχετε απέραντη αγαλλίαση».
***
«Πάντα να ζείτε σεμνά και ταπεινά, δίχως εγωισμό… Πάντα να φροντίζετε ν’ αγαπάτε τους γέρους, τα ορφανά, τους αρρώστους. Να συναναστρέφεστε με φτωχούς και με ανθρώπους που οι άλλοι τους ταπεινώνουν».
***
Είπε ο Γέροντας σε προσκυνήτρια της μονής: «Στον φτωχό που σου ζήτησε να του δώσεις ψωμί δεν του έδωσες και τώρα ήρθες να κάνεις σαρανταλείτουργο για να επιδειχθείς;»
***
«Η Παναγία δεν θέλει μεγάλες λαμπάδες, ελεημοσύνη στους φτωχούς θέλει».
***
Είπε σε μια γυναίκα που τον συνάντησε στο μοναστήρι: «Τι; πηγαίνεις κάθε ημέρα στην Εκκλησία και δεν έχεις συγχωρεθεί με τα παιδιά σου;».
***
Σε μια νέα γυναίκα είπε: «Εσύ για την αγάπη που έδειξες στην κατάκοιτη μητέρα σου έκανες πολύ καλά. Ο Θεός σου τα συγχώρεσε όλα».
***
«Ο γεωργός όταν αρχίσει να οργώνει για να σπείρει, βλέπει πάντα εμπρός και προχωρεί, δεν γυρίζει να δει πίσω του και ο Θεός τον προστατεύει».
***
Έλεγε ο Γέροντας ότι αυτά που σώζουν τον άνθρωπο είναι «τα έργα τα καλά του Θεού, η ταπείνωση, η υπακοή, η αγάπη, η ελεημοσύνη».
***
Ο Γέροντας παρ’ ότι περιστοιχιζόταν από τόσο πολύ κόσμο, που τον εκτιμούσε και τον υπεραγαπούσε, αισθανόταν μόνος του. Δεν είχε ανθρώπους να τον καταλάβουν καλά, να τον μιμηθούν, να τον διαδεχθούν. Αναπαυόταν στο θέλημα του Κυρίου. Σε στιγμές ειλικρίνειας και πόνου αναφωνούσε: «Πολλά τα πρόβατα, αλλά πολύ λίγο το γάλα».
***
«Δεν αντέχω να βλέπω το κακό. Όλοι είμαστε αμαρτωλοί. Και μόνο που στη γη πατάμε και σάρκα φοράμε κάθε βήμα μας είναι και αμαρτία».
***
«Μέσα στην αμαρτία κυλιέται ο κόσμος και δεν το καταλαβαίνει. Αυτά με κουράζουν, δεν αντέχω».
***
«Όλοι θα φύγουμε από αυτή τη ζωή. Είμαστε περαστικοί από εδώ. Εδώ ήλθαμε να δείξουμε τα έργα μας και να φύγουμε».
***
Πριν κοιμηθεί, είπε σε πνευματικό του τέκνο: «Γιαβρούμ (=παιδί μου), εγώ άσπρα-μαύρα, πέρασα τη ζωή. Εσύ να δούμε τι θα κάνεις; πως θα τα περάσετε;».
***
«Οι άνδρες πρέπει ν’ αποφεύγουν να έρχονται σε ερωτική επαφή τις Κυριακές και τις γιορτές για να μη γεννιούνται ανάπηρα παιδιά».
***
Αν αγαπούσε κάποιον, ο Γέροντας, του έστριβε τ’ αυτί. Τον χορό δεν τον θεωρούσε αμαρτία. Χόρευε κι ο ίδιος ποντιακούς χορούς.
***
Λίγες μέρες πριν την οσιακή κοίμησή του, έβλεπε τα βουνά και έλεγε: «Ευλογημένα βουνά, μόνα σας θα μείνετε». Σαν να τ’αποχαιρετούσε.
***
-Μάνα, Ταμάμα, που ήσουνα εσύ και σε βλέπω τώρα;
-Καλά Γέροντα, δε με είδες; Εχθές στον εσπερινό ήμουνα, σήμερα στη λειτουργία. Δε με είδες;
-Δε σε είδα στην Εκκλησία. Τα ρούχα σου έβλεπα. Εσένα δε σε έβλεπα.
-Πάτερ άφησα μια κλώσα με δώδεκα πουλάκια στο σπίτι κι ο νους μου ήταν εκεί!
***
«Παιδί μου, Ευθυμία, δε θα πεις τίποτε εις βάρος της πεθεράς σου. Γιατι, ό,τι σ’ έλεγε η πεθερά σου, τα είχε στα χείλη».
***
Παραμονή Χριστουγέννων ο άντρας μου ήθελε να κοιμηθούμε μαζί. Εγώ τον απέτρεπα. Μετά δυο χρόνια που βρέθηκα στο Μοναστήρι, ο Γέροντας μόλις με είδε, μου είπε: «Μάνα μου, τέτοιο χάλι δεν είδα. Παραμονή Χριστουγέννων να σμίγουν τ’ ανδρόγυνα. Κάνουν παράλυτα παιδιά κι ύστερα τρέχουν να τα σώσουν».
***
Μια μέρα καθόταν ο Γέροντας έξω από το σπίτι μου. Ήρθε μια γυναίκα και συζήτησε αρκετή ώρα μαζί του. Ο Γέροντας επαίνεσε κάποια γνωστή της. Τότε η γυναίκα του λέει:
-Γιατί, πάτερ, την επαινείς τόσο;
-Αυτή, μάνα μου, και τι δεν έκανε. Πεθαμένους ξημέρωσε (δηλαδή ξενυχτούσε στα σπίτια που είχαν νεκρό), ορφανά βοήθησε, γεφύρια έχτισε, ελεημοσύνες έκανε.
-Πάτερ, γι’ αυτήν δεν άκουσα καλά λόγια.
-Τα κακά λόγια άκουσες και τα καλά δεν άκουσες; Αυτής τα στραβά άκουσες, τα δικά σου δεν τα ξέρεις;
-Πάτερ, τι έκανα η κακομοίρα;
- Όταν ζυγίζεις τη μισή οκά για μια κι έκλεβες στη ζυγαριά, δεν το σκεφτόσουν; Δούλεψες για τον διάβολο. Εκείνα λογάριασες και τα δικά σου δε λογάριασες;
Η γυναίκα σιώπησε και κατέβασε το κεφάλι της.
***
Την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ήλθαν να τον δουν 4-5 γυναίκες επιστρέφοντας από μία βάπτιση, που είχε γίνει στο χωριό. Μόλις τις είδε, είπε: «Πήγατε στη βάπτιση και φεύγοντας κουτσομπολεύατε το φαγητό που σας παρέθεσαν, αν ήταν καλό ή όχι…». Εκείνες τον κοιτούσαν και χαμογελούσαν. Ο Γέροντας τότε είπε αυστηρά: «Μη γελάτε… Είναι πολύ κακό να σε ταΐζει ο άλλος και συ να τον κατηγορείς για ό,τι σου προσφέρει».
***
«Ο Θεός φροντίζει για όλους. Η απελπισία είναι σχεδόν απιστία».
***
«Να μην κάθεσθε την ώρα της θ. Λειτουργίας. Ο νους σας να μην πετάει εδώ κι εκεί. Όσο θα είσθε στην εκκλησία να το πάρετε απόφαση, να διαθέσετε όλο τον χρόνο στην προσευχή».
***
Σε μια γυναίκα που άφησε αβοήθητη μια μητέρα που γεννούσε και πέθανε το παιδί της στάθηκε πολύ αυστηρός στην ασπλαχνία της. Μετά την εξομολόγηση της είπε: «Για να συγχωρεθείς, θα πας στο σπίτι σου, και θα παρακαλέσεις πολύ την Παναγία να σε βοηθήσει να κάνεις τον κανόνα σου. Θα πας να ζητιανέψεις σε εφτά χωριά. Από το πρωί ως το βράδυ θα ζητιανεύεις στο ένα χωριό και ότι μαζεύεις θα το μοιράζεις σε φτωχούς και ορφανά. Αυτό θα το κάνεις επί μία εβδομάδα». Η γυναίκα ρώτησε αν μπορεί να μοιράσει χρήματα δικά της, για μην εκθέσει την οικογένειά της. Ο Γέροντας όμως επέμενε: «Το αμάρτημα αυτό δεν συγχωρείται με χρήματα, αλλά με ζητιάνεμα, για να ταπεινωθείς, για να φύγει ο εγωισμός, για να πέσει η μύτη ως το χώμα».
***
Σε κάποιον που αποφάσισε να διαλύσει τον γάμο του επειδή η πεθερά του επενέβαινε αδιακρίτως στα του οίκου του, τον συμβούλευσε ο Γέροντας: «Την γυναίκα δεν την χωρίζουν εύκολα. Αυτή σου την έδωσε εσένα ο Θεός, να υποφέρεις μαζί της».
***
Είπε σε κάποιον προσκυνητή για την αντιδικία: «Σου έκανε εκείνο, του έκανες εσύ, σου έκανε εκείνος, πάλι του έκανες εσύ… Αυτά δεν τελειώνουν. Εσύ δεν έπρεπε να συνεχίσεις την ανταπόδοση του κακού».
***
«Οι υποσχέσεις στον Θεό δεν πρέπει να αθετούνται».
***
«Να μη σκέπτεσθε μόνο τι θα φάτε, τι θα φορέσετε, τι μεγάλο σπίτι θα χτίσετε. Να κτυπάτε τις πόρτες των φτωχών, των αρρώστων, των ορφανών. Περισσότερο να προτιμάτε τα σπίτια των θλιμμένων παρά των χαρούμενων. Εάν κάνετε καλά έργα, θα έχετε μεγάλο μισθό από τον Θεό. Θ’ αξιωθείτε να δείτε θαύματα, και στην άλλη ζωή θα έχετε απέραντη αγαλλίαση».
***
«Πάντα να ζείτε σεμνά και ταπεινά, δίχως εγωισμό… Πάντα να φροντίζετε ν’ αγαπάτε τους γέρους, τα ορφανά, τους αρρώστους. Να συναναστρέφεστε με φτωχούς και με ανθρώπους που οι άλλοι τους ταπεινώνουν».
***
Είπε ο Γέροντας σε προσκυνήτρια της μονής: «Στον φτωχό που σου ζήτησε να του δώσεις ψωμί δεν του έδωσες και τώρα ήρθες να κάνεις σαρανταλείτουργο για να επιδειχθείς;»
***
«Η Παναγία δεν θέλει μεγάλες λαμπάδες, ελεημοσύνη στους φτωχούς θέλει».
***
Είπε σε μια γυναίκα που τον συνάντησε στο μοναστήρι: «Τι; πηγαίνεις κάθε ημέρα στην Εκκλησία και δεν έχεις συγχωρεθεί με τα παιδιά σου;».
***
Σε μια νέα γυναίκα είπε: «Εσύ για την αγάπη που έδειξες στην κατάκοιτη μητέρα σου έκανες πολύ καλά. Ο Θεός σου τα συγχώρεσε όλα».
***
«Ο γεωργός όταν αρχίσει να οργώνει για να σπείρει, βλέπει πάντα εμπρός και προχωρεί, δεν γυρίζει να δει πίσω του και ο Θεός τον προστατεύει».
***
Έλεγε ο Γέροντας ότι αυτά που σώζουν τον άνθρωπο είναι «τα έργα τα καλά του Θεού, η ταπείνωση, η υπακοή, η αγάπη, η ελεημοσύνη».
***
Ο Γέροντας παρ’ ότι περιστοιχιζόταν από τόσο πολύ κόσμο, που τον εκτιμούσε και τον υπεραγαπούσε, αισθανόταν μόνος του. Δεν είχε ανθρώπους να τον καταλάβουν καλά, να τον μιμηθούν, να τον διαδεχθούν. Αναπαυόταν στο θέλημα του Κυρίου. Σε στιγμές ειλικρίνειας και πόνου αναφωνούσε: «Πολλά τα πρόβατα, αλλά πολύ λίγο το γάλα».
***
«Δεν αντέχω να βλέπω το κακό. Όλοι είμαστε αμαρτωλοί. Και μόνο που στη γη πατάμε και σάρκα φοράμε κάθε βήμα μας είναι και αμαρτία».
***
«Μέσα στην αμαρτία κυλιέται ο κόσμος και δεν το καταλαβαίνει. Αυτά με κουράζουν, δεν αντέχω».
***
«Όλοι θα φύγουμε από αυτή τη ζωή. Είμαστε περαστικοί από εδώ. Εδώ ήλθαμε να δείξουμε τα έργα μας και να φύγουμε».
***
Πριν κοιμηθεί, είπε σε πνευματικό του τέκνο: «Γιαβρούμ (=παιδί μου), εγώ άσπρα-μαύρα, πέρασα τη ζωή. Εσύ να δούμε τι θα κάνεις; πως θα τα περάσετε;».
***
«Οι άνδρες πρέπει ν’ αποφεύγουν να έρχονται σε ερωτική επαφή τις Κυριακές και τις γιορτές για να μη γεννιούνται ανάπηρα παιδιά».
***
Αν αγαπούσε κάποιον, ο Γέροντας, του έστριβε τ’ αυτί. Τον χορό δεν τον θεωρούσε αμαρτία. Χόρευε κι ο ίδιος ποντιακούς χορούς.
***
Λίγες μέρες πριν την οσιακή κοίμησή του, έβλεπε τα βουνά και έλεγε: «Ευλογημένα βουνά, μόνα σας θα μείνετε». Σαν να τ’αποχαιρετούσε.
Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου,
Ο Μακαριστός Γέροντας Γεώργιος Καρσλίδης.
Γ.Κ. Χατζόπουλου, Θαύματα και Προφητείες του οσίου πατρός Γεωργίου Καρσλίδη.