Κυριακή η' Λουκά
'' Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ''
Η παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη
«Διδάσκαλε τί πρέπει νά κάνω γιά νά κερδίσω τήν αἰώνια ζωή» ἐρωτᾶ ἕνας νομοδιδάσκαλος τόν Ἰησοῦ, καί ἐκεῖνος τοῦ ἁπαντά : «Τί γράφει ὁ νόμος;» Νά ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου μέ ὅλη σου τήν ὕπαρξη καί τόν πλησίον σου ὡς τόν ἑαυτό σου. «Αὐτό νά κάνεις» τόν συμβουλεύει ὁ Ἰησοῦς καί γιά νά τοῦ δείξει ποιός εἶναι ὁ πλησίον λέει τήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη.
«Ἕνας ἄνθρωπος ἀπό τά Ἱεροσόλυμα πηγαίνοντας γιά τήν Ἱεριχῶ, ληστεύεται, κακοποιεῖται ἀπό ληστές πού τόν ἐγκαταλείπουν αἱμόφυρτο. Σέ λίγο περνᾶ ἕνας Ἱερέας ὁ ὁποῖος ἀδιαφορεῖ γιά τόν τραυματισμένο, τό ἴδιο κάνει καί ἕνας Λευίτης. Ὁ Σαμαρείτης ὅμως πού περνᾶ σταματά, περιποιεῖται τά τραύματα καί τόν ὁδηγεῖ στό πανδοχεῖο ὅπου πληρώνει γιά νά περιποιηθοῦν τόν τραυματισμένο ἀπό τούς ληστές καί συνεχίζει τόν δρόμο του.
Τελειώνοντας τήν διήγηση ὁ Ἰησοῦς ἐρωτᾶ: «Ποιός ἀπό τούς τρεῖς ἐπιτέλεσε τό καθῆκον τοῦ πρός τόν πλησίον;» καί ὁ νομοδιδάσκαλος ἀπαντᾶ «αὐτός πού τόν περιποιήθηκε». Τότε ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέει: «Πήγαινε λοιπόν νά κάνεις καί σύ τό ἴδιο. Νά βοηθᾶς κάθε ἄνθρωπο πού ἔχει ἀνάγκη».
Ἀδελφοί μου, ὁ Ἰησοῦς μας μέ αὐτό τό ἀριστούργημα τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας, τῆς παραβολῆς τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη μας φανερώνει ἀλλά καί ταυτόχρονά μας δείχνει τόν δρόμο πού θέλει νά βαδίσουν ὅσοι τόν πιστεύουν καί τόν ἀγαποῦν. Εἶναι ὁ δρόμος τῆς ἀγάπης. Τῆς ἀγάπης ἐκείνης πού ἔχει σάν συστατικό της τό ξεπέρασμα ὁρίων, συνόρων καί διαχωριστικῶν πού πολλές φορές ἡ σκέψη μας βάζει, γιατί δέν βλέπει οὔτε φυλή, οὔτε χρῶμα, οὔτε γλώσσα ἀλλά μόνο ἀνθρώπινα πρόσωπα πού ἔχουν πληγές, οἱ ὁποῖες πρέπει νά γιατρευθοῦν. Θά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι πέντε εἶναι τά γνωρίσματα αὐτῆς τῆς ἀγάπης τήν ὁποία μας ζητεῖ ὁ Κύριος καί πού μας δίνει τά ἀγαθά τῆς βασιλείας του.
Τό πρῶτο ὁ αὐθορμητισμός. Δέν περιμένει οὔτε προτροπές, οὔτε ἐξαναγκασμούς γιά νά ἐκδηλωθεῖ ἀλλά τρέχει αὐθόρμητα, μέ ἕνα πηγαῖο ἐνθουσιασμό γιά νά χαρίσει τήν δροσιά της καί τό ἄρωμά της.
Αὐτός ὁ αὐθορμητισμός τήν κάνει νά γίνεται ἔμπρακτη, στοιχεῖο πού ἀποτελεῖ τό δεύτερο γνώρισμά της. Ἔτσι δέν περιορίζεται σέ λόγια κενά καί σέ κούφιες αἰσθηματολογίες συμπάθειας, ἀλλά πλένει στοργικά κάθε πληγή καί προσφέρει τά πάντα γιατί πιστεύει ὅτι αὐτό πρέπει νά κάνει, γι’ αὐτό καί εἶναι καί ἀνιδιοτελής, τό τρίτο γνώρισμά της.
Δέν τήν κινεῖ κανένα συμφέρον, οὔτε ἐπιζητεῖ ἐπαίνους καί χειροκροτήματα καί οὔτε ζητᾶ λαξευτό καί μέ χρυσά γράμματα τό ὄνομά της πάνω σέ μάρμαρο. Τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά. Κάνει τά πάντα καλά, ἀθόρυβα καί ταπεινά, γί΄αὐτό καί εἶναι καί ἡρωική, τό τέταρτο γνώρισμά της.
Καί εἶναι ἡρωική γιατί χρειάζεται ἡρωισμός καί αὐταπάρνηση γιά νά νικήσει τήν λογική καί πολλές φορές καί τό ἔνστικτό της αὐτοσυντήρησης. Ἰδιαίτερα μάλιστα στή δική μας ἐποχή ὅπου ἡ λογική ἀποτελεῖ τίς βάσεις καί τό κίνητρο τῶν ἀνθρώπινων πράξεων.
Ο Ι. Χρυσόστομος λέει ὅτι «ἡ ἀγάπη αὐτή ὁμοιάζει μέ τό λιμάνι, πού δέχεται τούς ναυτικούς κάθε χώρας, κάθε φυλῆς καί χωρίς νά κάνει σέ κανένα ἐξαίρεση». Εἶναι δηλαδή παγκόσμια, τό πέμπτο γνωρισμά της ποῦ σημαίνει ὅτι ἀγκαλιάζει κάθε ἄνθρωπο, διότι «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Έλλην…».
Ἄς δοῦμε ὅμως τό μεγαλεῖο αὐτῆς τῆς ἀγάπης.
Κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων πήγαινε στή πόλη γιά νά πουλήσει τά ἐργόχειρά του καί ἔτσι νά προμηθευτεῖ ψωμί γιά τή συντήρησή του. Κοντά στήν ἀγορά συναντᾶ ἕνα φτωχό καί ἀνάπηρο γέρο ὁ ὁποῖος μόλις τόν εἶδε τοῦ εἶπε: « Γιά ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀββᾶ, μή μέ ἀφήσεις κι ἐσύ ἀβοήθητο τόν δυστυχῆ. Πάρε μέ κοντά σου».
Ὁ ἀββᾶς τόν ἔβαλε νά καθίσει δίπλα του καί ἅπλωσε τά καλάθια του. Μόλις πούλησε τό πρῶτο τόν ρώτησε ὁ γέρος: «Πόσα λεφτά πῆρες ἀββᾶ;» Τόσα τοῦ ἀπάντησε ὁ ὅσιος. «Καλά εἶναι. Δέν μοῦ ἀγοράζεις ὅμως μία μικρή πίττα ἔτσι γιά νά δεῖς καλό, γιατί ἔχω νά φάω ἀπό χθές τό βράδυ;». Καί ὁ Ὅσιος του ἁπαντά «μετά χαρᾶς» καί τοῦ ἐκπλήρωσε τήν ἐπιθυμία του.
Σέ λίγο τοῦ ζήτησε φροῦτα, ὕστερα γλυκό. Ἔτσι σέ κάθε καλάθι πού πουλοῦσε, ξόδευε τά χρήματα χάριν τοῦ φτωχοῦ ἀναπήρου. Ἔδωσε ὅλα τά καλάθια ἀλλά καί ὅλα τά χρήματα, χωρίς νά μείνει τίποτα γιά τόν ἑαυτό του. Ἔτσι θά ἔμενε μία ἑβδομάδα χωρίς ψωμί. Δέν τόν ἔνοιαζε ὅμως.
Σέ λίγο ἑτοιμάσθηκε νά φύγει. «Φεύγεις;» τοῦ λέει ὁ ἀνάπηρος.
«Ναί τελείωσα τή δουλειά μου».
«Ἔ, τώρα θά κάνεις ἀγάπη νά μέ πᾶς ὡς τό σταυροδρόμι καί ἀπό κεῖ φεύγεις γιά τήν ἔρημο» του λέει πάλι. Κι τότε ὁ Ἀγάθων παρά τή κούρασή του, τόν φορτώθηκε στή πλάτη του καί τόν μετέφερε μέ πολύ δυσκολία.
Ὅταν ὅμως ἔφθασαν στό σταυροδρόμι καί ἑτοιμάσθηκε νά ἀφήσει κάτω τόν ἀνάπηρον ἄκουσε μία γλυκεία φωνή νά τοῦ λέει: «Εὐλογημένος νά εἶσαι Ἀγάθων ἀπό τόν Θεό καί στή γῆ καί στόν οὐρανό». Σήκωσε τά μάτια του νά δεῖ αὐτόν πού τοῦ μιλοῦσε. Ὁ ἀνάπηρος εἶχε γίνει ἄφαντος. Ἦταν ἕνας ἄγγελος σταλμένος ἀπό τόν Θεό νά δοκιμάσει τήν ἀγάπη του.
Εὐλογημένος εἶναι λοιπόν ἀδελφοί μου ἀπό τόν Θεό ὅποιος ἀγαπᾶ τόν πλησίον του, τό κάθε ἄνθρωπο καί αὐτή ἀκριβῶς ἡ εὐλογία θά πρέπει νά μᾶς προβληματίσει καί ὅπως ἀκριβῶς ὅταν ἔχουμε ἕνα γραμμάτιο τό ἐξοφλοῦμε ἔτσι πρέπει νά ἐξοφλήσουμε καί τό γραμμάτιο πού μας ἔδωσε ὁ Κύριος μέ τήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. Ναί ἡ ἀγάπη μας γιά τόν κάθε ἄνθρωπο εἶναι γραμμάτιο πού πρέπει νά ἐξοφλήσουμε ὅσο ἀκόμα ἔχουμε καιρό.