Ὁ πλούσιος τῆς σημερινῆς παραβολῆς μέσα ἀπό τόν ἅδη, ἀπό τήν φοβερή κόλαση φωνάζει, παρακαλεῖ τόν Ἀβραάμ, ἱκετεύει νά στείλει τόν Λάζαρο, νά βρέξει μέ νερό τήν ἄκρη τοῦ δακτύλου του καί νά ἔρθει νά δροσίσει τήν γλῶσσα του, γιατί ὑποφέρει, βασανίζεται, καίγεται μέσα σ᾿ αὐτήν τήν φοβερή φωτιά. Τί λυπηρό! Αὐτός πού κολυμποῦσε σέ περίσσεια ὑλικῶν ἀγαθῶν, πού δέν ἤξερε τί θά πεῖ στέρηση, πού ζοῦσε ζωή χαρισάμενη, τώρα δέν ἔχει τίποτε, οὔτε μία σταγόνα νερό.
Ὁ Ἀβραάμ τοῦ ἀπάντησε: Παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσύ ἀπόλαυσες ὅλα τά καλά στήν ἐπίγεια ζωή σου καί ὁ Λάζαρος γεύθηκε ὅλα τά κακά, τά ἄσχημα, γνώρισε τόν πόνο καί τήν δυστυχία σέ ὅλο της τό μεγαλεῖο. Θυμήσου πῶς ζοῦσες ἐσύ καί πῶς περνοῦσε ὁ φτωχός Λάζαρος.
Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, ζεῖ καί θυμᾶται. Θυμᾶται καί ζεῖ. Δέν ὑπάρχει ζωή χωρίς θύμηση. Αὐτός πού δέν θυμᾶται, πού δέν ἔχει μνήμη εἶναι νεκρός. Ἡ μνήμη εἶναι ἡ ἀποθήκη τῆς ζωῆς. Ἡ πορεία τῆς ζωῆς μας σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ἀλλά καί στήν αἰωνιότητα ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτά πού ἔχουμε καί διατηροῦμε στό νοῦ καί στήν σκέψη μας. Πῶς ἦταν ἡ ἐπίγεια πορεία μας.
Ἀπό τά λόγια τοῦ Πατριάρχου Ἀβραάμ διαπιστώνουμε πώς οἱ νεκροί, οἱ ψυχές διατηροῦν τήν ἀνάμνηση τῶν γεγονότων τῆς ζωῆς τους. Αὐτές οἱ ἀναμνήσεις θά εἶναι οἱ βασανιστές τους. Καί σ᾿ αὐτήν τήν ζωή καλούμεθα νά ἐνθυμούμεθα κάποια πράγματα, ἀλλά πεισματικά τό ἀποφεύγουμε. Ἐκεῖ ὅμως ἡ μνήμη μας θά ἐνισχυθεῖ τόσο, ὥστε θέλοντας καί μή θά ἐνθυμούμεθα ὅλη τήν ζωή μας. Καί αὐτό θά συντελεῖ στήν χαρά τῶν δικαίων ἤ στήν θλίψη τῶν ἁμαρτωλῶν.
Λοιπόν Ἀβραάμ ἐπιμένει καί λέει στόν πλούσιο, θυμήσου. Θυμήσου, ὅτι ἀπόλαυσες ὅλα τά ἀγαθά στή ζωή σου. Θυμήσου πόσο ἀσυνείδητος, πόσο σκληρός καί ἀνάλγητος ἤσουν ἀπέναντι στόν φτωχό Λάζαρο, πού τόν εἶχες κάθε μέρα μπροστά σου. Θυμήσου πόσο προκλητικός ἤσουν μέ τά λαμπρά σου ἐνδύματα, μέ τά πλούσια τραπέζια μπροστά στόν γυμνό καί πεινασμένο. Θυμήσου τίς ἀσταμάτητες διασκεδάσεις σου μπροστά στά μάτια τοῦ δυστυχισμένου. Θυμήσου τί καλό μποροῦσες νά κάνεις καί δέν ἔκανες. Θυμήσου, ὅτι ποτέ δέν ἔδωσες ἕνα κομμάτι ψωμί, ἕνα πιάτο φαγητό στόν φτωχό. Τά σκυλιά ὅμως τοῦ ἐπέτρεπαν νά πάρει λίγα ψίχουλα, ἀπό ἐκεῖνα πού οἱ ὑπηρέται πετοῦσαν σ᾿ αὐτά. Θυμήσου ὅτι ποτέ σου δέν ἔριξες ἕνα στοργικό βλέμμα στόν πληγωμένο Λάζαρο. Τά σκυλιά ὅμως ἀποδείχθηκαν πολύ καλύτερα ἀπό ἐσένα, ἀφοῦ αὐτά αὐτά τόν ἐπλησίαζαν, τοῦ ἔγλυφαν τίς πληγές καί ἔτσι κάπως τόν ἀνακούφιζαν ἀπό τόν πόνο καί τήν περιφρόνηση καί τήν ἐγκατάλιψη. Θυμήσου τήν τυραννικότητά σου, τήν φαύλη ζωή σου. Αὐτές οἱ θύμησες εἶναι πού σέ βασανίζουν. Μόνος σου ἔφτιαξες τά δεσμά τῆς κόλασής σου, ὅπως καί ὁ Λάζαρος μόνος του κέρδισε τόν παράδεισο.
Ὁ φτωχός Λάζαρος θυμόταν τήν ἀδικία καί τήν περιφρόνηση καί δέν ἐπαναστατοῦσε, δέν ὀργιζόταν, δέν τόν κατηγόρησε ποτέ. Θυμόταν τήν δική του πραότητα, τήν ὑπομονή πού ἐπέδειξε, τήν καρτερία πού τόν κοσμοῦσε. Θυμόταν τήν πίστη πού εἶχε στήν αἰωνιότητα καί τήν ἐμπιστοσύνη στήν δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ. Θυμόταν τίς προσευχές του, τήν ἐλπίδα πού εἶχε ἀποκειμένη στή θεία πρόνοια. Θυμόταν τήν πανσοφία τοῦ Θεοῦ, ὅτι τόν ἐδημιούργησε ἐκ τοῦ μηδενός καί τώρα τοῦ ἑτοίμασε τόπον ἀναπαύσεως στήν Βασιλεία του.
Αὐτά θυμόταν ὁ πλούσιος, αὐτά θυμόταν καί ὁ φτωχός Λάζαρος. Ὁ μέν ὀδυνᾶται, ὑποφέρει μέσα στίς φλόγες τῆς κολάσεως, ὁ δέ παρακαλεῖται, ἀπολαμβάνει καί ἀγάλλεται.
Ἄς ἔρθουμε τώρα σ᾿ ἐμᾶς. Ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, τί πρέπει νά θυμώμαστε; Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι στήν Ἁγία Γραφή καί στά συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς ὑποδεικνύει τί πρέπει νά θυμώμαστε. Ἄς ποῦμε κάποιες περιπτώσεις.
Μνήσθητι τοῦ κτίσαντός σε. Νά θυμώμαστε τόν Θεό, πού μᾶς ἐδημιούργησε. Ὅτι εἴμαστε ὑψηλῆς καί τιμητικῆς καταγωγῆς καί προελεύσεως ἄνθρωποι. Εἴμαστε δημιουργήματα καί εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἀποτέλεσμα τύχης, δέν καταγόμαστε ἀπό τόν πίθηκο. Μή ζοῦμε λοιπόν ὡς ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ, σάν νά μή γνωρίζουμε καθόλου τόν Θεό. Νά στρέφουμε τά μάτια μας, τόν νοῦ καί τήν καρδιά μας στόν οὐρανό.
Μνήσθητι ὅσα ἐποίησε ὁ Κύριος. Ὄχι μόνο ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ὅλη ἡ κτίσις εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη μή ξεχνοῦμε ὅλα τά καλά, ὅλες τίς εὐεργεσίες, πού μᾶς ἔκανε ὁ Θεός καί μή λησμονοῦμε νά τόν εὐχαριστοῦμε γιά τίς πολλές δωρεές καί εὐλογίες Του.
Μνησθήσεσθε πασῶν τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ. Νά θυμώμαστε τίς ἐντολές του, τόν θεῖο Νόμο Του, τό ἅγιο θέλημά Του καί νά τό ἐφαρμώζουμε στή ζωή μας. Καί μάλιστα νά θυμώσταστε, ὄχι κάποιες ἐντολές, ἀλλά ὅλες. Δέν μποροῦμε νά καταλύσουμε οὔτε μία τῶν ἐντολῶν τῶν ἐλαχίστων, γιατί τότε δέν θά εἴμαστε ἄξιοι γιά τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Μνήσθητι πατρός καί μητρός σου. Θυμήσου τούς γονεῖς σου. Μή τούς ξεχνᾶς, μή τούς λησμονεῖς, μή ἀδιαφορεῖς, μή τούς παραπετᾶς σάν κάτι ἄχρηστο, σάν νά σοῦ ἦταν βάρος καί ἐμπόδιο. Ἀλλά τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου. Νά τούς τιμᾶς, νά τούς ἀγαπᾶς, νά τούς σέβεσαι, νά τούς βοηθᾶς, νά τούς ὑπηρετεῖς. Μή ἀδιαφορήσεις ποτέ γι᾿ αὐτούς. Πάρε τήν εὐχή τους, θά σοῦ εἶναι πολύ χρήσιμη καί ὠφέλιμη. Δέν προκόπτεις στή ζωή χωρίς τήν εὐχή τῶν γονέων σου. Εὐχαί γονέων στηρίζουσι θεμέλια οἴκων.
Μνησθήσεσθε τάς ὁδούς ὑμῶν τά πονηράς. Αἰσχύνθητε καί ἐντράπητε ἐκ τῶν ὁδῶν ὑμῶν. Θυμηθεῖτε τίς ἁμαρτίας σας, λέγει ὁ Κύριος, τά ἔργα σας τά πονηρά καί ντραπεῖτε γι᾿ αὐτά. Μετανοεῖστε, γιά νά ἀποφύγετε τήν τιμωρία τοῦ Θεοῦ. Ἐξομολογηθεῖτε, γιά νά ἡρεμήσετε καί νά ἀπαλλαγεῖτε ἀπό τήν ἐνοχή καί τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν σας.
Μνήσθητι τά ἔσχατά σου καί παῦσαι ἐχθραίνων. Νά θυμηθοῦμε τά ἔσχατα, τό τέλος τῆς ζωῆς μας, ὅτι εἴμαστε περαστικοί, ὅτι κάποια μέρα ὅλοι θά φύγουμε ἀπό αὐτήν τήν ζωή καί θά πᾶμε νά συναντήσουμε τόν δίκαιο Κριτή. Αὐτή ἡ ἐνθύμησις θά ἀποτελέσει ἀνασταλτικό παράγοντα, ἐμπόδιο καί φραγμό στήν ἁμαρτία μας.
Μνήσθητι τήν ἡμέραν τῶν Σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν. Τό Σάββατο γιά τούς Ἑβραίους, ἡ Κυριακή γιά μᾶς τούς Χριστιανούς εἶναι ἡμέρα ἀργίας. Εἶναι ἡμέρα ἀφιερωμένη στόν Θεό. Σταματοῦμε τίς ἄλλες ἐργασίες μας καί ἐργαζόμαστε γιά τόν ἁγιασμό μας, γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Εἶναι ἁμαρτία νά καταπατοῦμε τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς. Κάνουμε μεγάλο κακό στήν ψυχή μας.
Αὐτά νά θυμηθοῦμε , ἀγαπητοί μου, νά τά ἐφαρμώσουμε, νά τά τηρήσουμε, ὥστε νά μή μνησθεῖ, νά μή ἐνθυμηθεῖ ὁ Θεός τίς ἁμαρτίες μας, ἀλλά κατά τό πολύ ἔλεός Του νά θυμηθεῖ ὅλους ἐμᾶς στήν βασιλεία του τήν ἐπουράνια.
Ὁ Ἀβραάμ τοῦ ἀπάντησε: Παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσύ ἀπόλαυσες ὅλα τά καλά στήν ἐπίγεια ζωή σου καί ὁ Λάζαρος γεύθηκε ὅλα τά κακά, τά ἄσχημα, γνώρισε τόν πόνο καί τήν δυστυχία σέ ὅλο της τό μεγαλεῖο. Θυμήσου πῶς ζοῦσες ἐσύ καί πῶς περνοῦσε ὁ φτωχός Λάζαρος.
Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, ζεῖ καί θυμᾶται. Θυμᾶται καί ζεῖ. Δέν ὑπάρχει ζωή χωρίς θύμηση. Αὐτός πού δέν θυμᾶται, πού δέν ἔχει μνήμη εἶναι νεκρός. Ἡ μνήμη εἶναι ἡ ἀποθήκη τῆς ζωῆς. Ἡ πορεία τῆς ζωῆς μας σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ἀλλά καί στήν αἰωνιότητα ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτά πού ἔχουμε καί διατηροῦμε στό νοῦ καί στήν σκέψη μας. Πῶς ἦταν ἡ ἐπίγεια πορεία μας.
Ἀπό τά λόγια τοῦ Πατριάρχου Ἀβραάμ διαπιστώνουμε πώς οἱ νεκροί, οἱ ψυχές διατηροῦν τήν ἀνάμνηση τῶν γεγονότων τῆς ζωῆς τους. Αὐτές οἱ ἀναμνήσεις θά εἶναι οἱ βασανιστές τους. Καί σ᾿ αὐτήν τήν ζωή καλούμεθα νά ἐνθυμούμεθα κάποια πράγματα, ἀλλά πεισματικά τό ἀποφεύγουμε. Ἐκεῖ ὅμως ἡ μνήμη μας θά ἐνισχυθεῖ τόσο, ὥστε θέλοντας καί μή θά ἐνθυμούμεθα ὅλη τήν ζωή μας. Καί αὐτό θά συντελεῖ στήν χαρά τῶν δικαίων ἤ στήν θλίψη τῶν ἁμαρτωλῶν.
Λοιπόν Ἀβραάμ ἐπιμένει καί λέει στόν πλούσιο, θυμήσου. Θυμήσου, ὅτι ἀπόλαυσες ὅλα τά ἀγαθά στή ζωή σου. Θυμήσου πόσο ἀσυνείδητος, πόσο σκληρός καί ἀνάλγητος ἤσουν ἀπέναντι στόν φτωχό Λάζαρο, πού τόν εἶχες κάθε μέρα μπροστά σου. Θυμήσου πόσο προκλητικός ἤσουν μέ τά λαμπρά σου ἐνδύματα, μέ τά πλούσια τραπέζια μπροστά στόν γυμνό καί πεινασμένο. Θυμήσου τίς ἀσταμάτητες διασκεδάσεις σου μπροστά στά μάτια τοῦ δυστυχισμένου. Θυμήσου τί καλό μποροῦσες νά κάνεις καί δέν ἔκανες. Θυμήσου, ὅτι ποτέ δέν ἔδωσες ἕνα κομμάτι ψωμί, ἕνα πιάτο φαγητό στόν φτωχό. Τά σκυλιά ὅμως τοῦ ἐπέτρεπαν νά πάρει λίγα ψίχουλα, ἀπό ἐκεῖνα πού οἱ ὑπηρέται πετοῦσαν σ᾿ αὐτά. Θυμήσου ὅτι ποτέ σου δέν ἔριξες ἕνα στοργικό βλέμμα στόν πληγωμένο Λάζαρο. Τά σκυλιά ὅμως ἀποδείχθηκαν πολύ καλύτερα ἀπό ἐσένα, ἀφοῦ αὐτά αὐτά τόν ἐπλησίαζαν, τοῦ ἔγλυφαν τίς πληγές καί ἔτσι κάπως τόν ἀνακούφιζαν ἀπό τόν πόνο καί τήν περιφρόνηση καί τήν ἐγκατάλιψη. Θυμήσου τήν τυραννικότητά σου, τήν φαύλη ζωή σου. Αὐτές οἱ θύμησες εἶναι πού σέ βασανίζουν. Μόνος σου ἔφτιαξες τά δεσμά τῆς κόλασής σου, ὅπως καί ὁ Λάζαρος μόνος του κέρδισε τόν παράδεισο.
Ὁ φτωχός Λάζαρος θυμόταν τήν ἀδικία καί τήν περιφρόνηση καί δέν ἐπαναστατοῦσε, δέν ὀργιζόταν, δέν τόν κατηγόρησε ποτέ. Θυμόταν τήν δική του πραότητα, τήν ὑπομονή πού ἐπέδειξε, τήν καρτερία πού τόν κοσμοῦσε. Θυμόταν τήν πίστη πού εἶχε στήν αἰωνιότητα καί τήν ἐμπιστοσύνη στήν δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ. Θυμόταν τίς προσευχές του, τήν ἐλπίδα πού εἶχε ἀποκειμένη στή θεία πρόνοια. Θυμόταν τήν πανσοφία τοῦ Θεοῦ, ὅτι τόν ἐδημιούργησε ἐκ τοῦ μηδενός καί τώρα τοῦ ἑτοίμασε τόπον ἀναπαύσεως στήν Βασιλεία του.
Αὐτά θυμόταν ὁ πλούσιος, αὐτά θυμόταν καί ὁ φτωχός Λάζαρος. Ὁ μέν ὀδυνᾶται, ὑποφέρει μέσα στίς φλόγες τῆς κολάσεως, ὁ δέ παρακαλεῖται, ἀπολαμβάνει καί ἀγάλλεται.
Ἄς ἔρθουμε τώρα σ᾿ ἐμᾶς. Ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, τί πρέπει νά θυμώμαστε; Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι στήν Ἁγία Γραφή καί στά συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς ὑποδεικνύει τί πρέπει νά θυμώμαστε. Ἄς ποῦμε κάποιες περιπτώσεις.
Μνήσθητι τοῦ κτίσαντός σε. Νά θυμώμαστε τόν Θεό, πού μᾶς ἐδημιούργησε. Ὅτι εἴμαστε ὑψηλῆς καί τιμητικῆς καταγωγῆς καί προελεύσεως ἄνθρωποι. Εἴμαστε δημιουργήματα καί εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἀποτέλεσμα τύχης, δέν καταγόμαστε ἀπό τόν πίθηκο. Μή ζοῦμε λοιπόν ὡς ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ, σάν νά μή γνωρίζουμε καθόλου τόν Θεό. Νά στρέφουμε τά μάτια μας, τόν νοῦ καί τήν καρδιά μας στόν οὐρανό.
Μνήσθητι ὅσα ἐποίησε ὁ Κύριος. Ὄχι μόνο ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ὅλη ἡ κτίσις εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη μή ξεχνοῦμε ὅλα τά καλά, ὅλες τίς εὐεργεσίες, πού μᾶς ἔκανε ὁ Θεός καί μή λησμονοῦμε νά τόν εὐχαριστοῦμε γιά τίς πολλές δωρεές καί εὐλογίες Του.
Μνησθήσεσθε πασῶν τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ. Νά θυμώμαστε τίς ἐντολές του, τόν θεῖο Νόμο Του, τό ἅγιο θέλημά Του καί νά τό ἐφαρμώζουμε στή ζωή μας. Καί μάλιστα νά θυμώσταστε, ὄχι κάποιες ἐντολές, ἀλλά ὅλες. Δέν μποροῦμε νά καταλύσουμε οὔτε μία τῶν ἐντολῶν τῶν ἐλαχίστων, γιατί τότε δέν θά εἴμαστε ἄξιοι γιά τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Μνήσθητι πατρός καί μητρός σου. Θυμήσου τούς γονεῖς σου. Μή τούς ξεχνᾶς, μή τούς λησμονεῖς, μή ἀδιαφορεῖς, μή τούς παραπετᾶς σάν κάτι ἄχρηστο, σάν νά σοῦ ἦταν βάρος καί ἐμπόδιο. Ἀλλά τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου. Νά τούς τιμᾶς, νά τούς ἀγαπᾶς, νά τούς σέβεσαι, νά τούς βοηθᾶς, νά τούς ὑπηρετεῖς. Μή ἀδιαφορήσεις ποτέ γι᾿ αὐτούς. Πάρε τήν εὐχή τους, θά σοῦ εἶναι πολύ χρήσιμη καί ὠφέλιμη. Δέν προκόπτεις στή ζωή χωρίς τήν εὐχή τῶν γονέων σου. Εὐχαί γονέων στηρίζουσι θεμέλια οἴκων.
Μνησθήσεσθε τάς ὁδούς ὑμῶν τά πονηράς. Αἰσχύνθητε καί ἐντράπητε ἐκ τῶν ὁδῶν ὑμῶν. Θυμηθεῖτε τίς ἁμαρτίας σας, λέγει ὁ Κύριος, τά ἔργα σας τά πονηρά καί ντραπεῖτε γι᾿ αὐτά. Μετανοεῖστε, γιά νά ἀποφύγετε τήν τιμωρία τοῦ Θεοῦ. Ἐξομολογηθεῖτε, γιά νά ἡρεμήσετε καί νά ἀπαλλαγεῖτε ἀπό τήν ἐνοχή καί τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν σας.
Μνήσθητι τά ἔσχατά σου καί παῦσαι ἐχθραίνων. Νά θυμηθοῦμε τά ἔσχατα, τό τέλος τῆς ζωῆς μας, ὅτι εἴμαστε περαστικοί, ὅτι κάποια μέρα ὅλοι θά φύγουμε ἀπό αὐτήν τήν ζωή καί θά πᾶμε νά συναντήσουμε τόν δίκαιο Κριτή. Αὐτή ἡ ἐνθύμησις θά ἀποτελέσει ἀνασταλτικό παράγοντα, ἐμπόδιο καί φραγμό στήν ἁμαρτία μας.
Μνήσθητι τήν ἡμέραν τῶν Σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν. Τό Σάββατο γιά τούς Ἑβραίους, ἡ Κυριακή γιά μᾶς τούς Χριστιανούς εἶναι ἡμέρα ἀργίας. Εἶναι ἡμέρα ἀφιερωμένη στόν Θεό. Σταματοῦμε τίς ἄλλες ἐργασίες μας καί ἐργαζόμαστε γιά τόν ἁγιασμό μας, γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Εἶναι ἁμαρτία νά καταπατοῦμε τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς. Κάνουμε μεγάλο κακό στήν ψυχή μας.
Αὐτά νά θυμηθοῦμε , ἀγαπητοί μου, νά τά ἐφαρμώσουμε, νά τά τηρήσουμε, ὥστε νά μή μνησθεῖ, νά μή ἐνθυμηθεῖ ὁ Θεός τίς ἁμαρτίες μας, ἀλλά κατά τό πολύ ἔλεός Του νά θυμηθεῖ ὅλους ἐμᾶς στήν βασιλεία του τήν ἐπουράνια.
Ἀμήν.-
kyrigma.blogspot