Επισκέφτηκε αδελφός τον αββά Μακάριο, και του λέει. Πες μου ένα λόγο να σωθώ.
Και λέει ο γέρων. Πήγαινε στο μνημείο και βρίσε τους νεκρούς. Αφού λοιπόν πήγε ο αδελφός, τους έβρισε και τους πέταξε πέτρες. Αφού ήλθε, το ανακοίνωσε στον γέροντα. Και αυτός του λέει.
Δεν σου είπαν τίποτα; Αυτός είπε. Όχι!
Και λέει ο γέρων. Πήγαινε στο μνημείο και βρίσε τους νεκρούς. Αφού λοιπόν πήγε ο αδελφός, τους έβρισε και τους πέταξε πέτρες. Αφού ήλθε, το ανακοίνωσε στον γέροντα. Και αυτός του λέει.
Δεν σου είπαν τίποτα; Αυτός είπε. Όχι!
Του λέει ο γέρων. Πήγαινε πάλι αύριο και δόξασε τους.
Αφού λοιπόν πήγε ο αδελφός τους δόξασε λέγοντας Απόστολοι και Άγιοι και δίκαιοι. Και ήλθε στον γέροντα και του είπε. Τους δόξασα.
Και του λέει ο γέρων. Και δεν σου αποκρίθηκαν τίποτε; Είπε ο αδελφός. Όχι! Του λέει ο γέρων.
Κατάλαβες πόσο τους ατίμασες και δεν σου αποκρίθηκαν τίποτε, και πόσο τους δόξασες και δεν σου είπαν τίποτε. Έτσι και εσύ αν θέλεις να σωθείς, γίνε νεκρός. Να μην υπολογίζεις ούτε την αδικία, ούτε την δόξα των ανθρώπων σαν οι νεκροί και μπορείς να σωθείς
Αφού λοιπόν πήγε ο αδελφός τους δόξασε λέγοντας Απόστολοι και Άγιοι και δίκαιοι. Και ήλθε στον γέροντα και του είπε. Τους δόξασα.
Και του λέει ο γέρων. Και δεν σου αποκρίθηκαν τίποτε; Είπε ο αδελφός. Όχι! Του λέει ο γέρων.
Κατάλαβες πόσο τους ατίμασες και δεν σου αποκρίθηκαν τίποτε, και πόσο τους δόξασες και δεν σου είπαν τίποτε. Έτσι και εσύ αν θέλεις να σωθείς, γίνε νεκρός. Να μην υπολογίζεις ούτε την αδικία, ούτε την δόξα των ανθρώπων σαν οι νεκροί και μπορείς να σωθείς
από το Γεροντικό !