Απλούστατα, γιατί δεν φοβηθήκαμε κανένα από τα τότε δεινά. Αλλωστε τί είναι δεινό;
Ο θάνατος; Κάθε άλλο, αφού γρήγορα καταπλέουμε στο ακύμαντο λιμάνι τ' ουρανού.
Οι δημεύσεις; «Γυμνός βγήκα απ' την κοιλιά της μάνας μου, γυμνός και θα γυρίσω πίσω στη μάνα γη» (Ιώβ 1:21).
Οι εξορίες; «Στον Κύριο ανήκει η γη και ό,τι τη γεμίζει» (Ψαλμ. 23:1).
Οι συκοφαντίες; «Να αισθάνεσθε χαρά και αγαλλίαση, όταν σας κακολογήσουν με κάθε ψεύτικη κατηγορία, γιατί θ' ανταμειφθείτε με το παραπάνω στους ουρανούς» (πρβλ. Ματθ. 5:11-12).
Ατένιζα τα σπαθιά, και τον ουρανό συλλογιζόμουν. Περίμενα τον θάνατο, και την ανάσταση σκεφτόμουν. Έβλεπα τα επίγεια παθήματα, και αριθμούσα τα επουράνια βραβεία.
Αντίκρυζα τις επιβουλές, και είχα στο νου μου το αμαράντινο στεφάνι. Γιατί ο σκοπός τού αγώνα μου ήταν αρκετός να με παρηγορήσει.
Πρόστρεχα στις αρχές, αλλ' αυτό δεν ήταν για μένα προσβολή και ξεπεσμός.
Ξεπεσμός ένα μόνο είναι: η αμαρτία! Κι αν ακόμα όλος ο κόσμος σε προσβάλει, εφόσον εσύ δεν προσβάλεις τον εαυτό σου, δεν έχεις προσβληθεί.
Μια και μόνη προδοσία υπάρχει: η προδοσία της συνειδήσεως! Μην προδώσεις εσύ τη συνείδησή σου, και κανείς δεν θα σε προδώσει.
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος