Μὲ ποιὸν μοιάζει ὁ χριστιανός, ποὺ σηκώνει τὶς θλίψεις τῆς ἐπίγειας ζωῆς μὲ ἀληθινὴ πνευματικὴ σύνεση; Μ' ἕναν ὁδοιπόρο, ποὺ στέκεται στὴν ἀκροθαλασσιὰ σὲ ὥρα τρικυμίας.
Τὰ ἀγριεμένα ἄσπρα κύματα πλησιάζουν τὸν ὁδοιπόρο καί, ἀφοῦ σπάσουν στὴν ἄμμο, διαλύονται πάνω στὰ πόδια του σὲ ἀναρίθμητες μικρὲς σταγόνες. Ἡ θάλασσα, φιλονικώντας μὲ τὸν ἄνεμο, βρυχιέται, ὑψώνει κύματα σὰν βουνά, βράζει, παφλάζει. Τὸ ἕνα κύμα γεννᾶ καὶ στὴ συνέχεια καταβροχθίζει τὸ ἄλλο. Οἱ κορυφὲς τους εἶναι στεφανωμένες μὲ κάτασπρο ἀφρό. Ὅλη ἡ θάλασσα εἶναι καλυμμένη ἀπ' αὐτὰ τὰ κύματα, ποὺ μοιάζουν μὲ τεράστιο λάρυγγα φοβεροῦ τέρατος δίχως δόντια.
Ὁ ὁδοιπόρος παρατηρεῖ τὸ φοβερὸ θέαμα μὲ ἤρεμο λογισμό. Τὰ μάτια του εἶναι στὴ θάλασσα. Ποῦ εἶναι, ὅμως, ἡ σκέψη του; Καὶ ποῦ ἡ καρδιά του; Ἡ σκέψη του εἶναι στὶς πύλες τοῦ θανάτου. Καὶ ἡ καρδιά του στὴν κρίση τοῦ θεοῦ. Ἐκεῖ εἶναι ἤδη μὲ τὸν νοῦ του• ἐκεῖ εἶναι μὲ τὸ αἴσθημά του, ἐκεῖ εἶναι οἱ φροντίδες του· ἐκεῖ εἶναι ὁ φόβος του.
Ἀπὸ τὸν φόβο τοῦτο φεύγει μακριὰ ὁ φόβος τῶν ἐπίγειων πειρασμῶν, θὰ κοπάσουν οἱ ἄνεμοι, θὰ γαληνέψει ἡ θάλασσα. Ἐκεῖ ποὺ πρῶτα μάνιαζαν τὰ τεράστια ὀργισμένα κύματα, δὲν θὰ βλέπει κανεὶς παρὰ μίαν ἐπίπεδη ἐπιφάνεια ἀπὸ νερὰ ἀκίνητα, νερὰ κουρασμένα ἀπὸ τὴ θύελλα.
Τὰ ἀγριεμένα ἄσπρα κύματα πλησιάζουν τὸν ὁδοιπόρο καί, ἀφοῦ σπάσουν στὴν ἄμμο, διαλύονται πάνω στὰ πόδια του σὲ ἀναρίθμητες μικρὲς σταγόνες. Ἡ θάλασσα, φιλονικώντας μὲ τὸν ἄνεμο, βρυχιέται, ὑψώνει κύματα σὰν βουνά, βράζει, παφλάζει. Τὸ ἕνα κύμα γεννᾶ καὶ στὴ συνέχεια καταβροχθίζει τὸ ἄλλο. Οἱ κορυφὲς τους εἶναι στεφανωμένες μὲ κάτασπρο ἀφρό. Ὅλη ἡ θάλασσα εἶναι καλυμμένη ἀπ' αὐτὰ τὰ κύματα, ποὺ μοιάζουν μὲ τεράστιο λάρυγγα φοβεροῦ τέρατος δίχως δόντια.
Ὁ ὁδοιπόρος παρατηρεῖ τὸ φοβερὸ θέαμα μὲ ἤρεμο λογισμό. Τὰ μάτια του εἶναι στὴ θάλασσα. Ποῦ εἶναι, ὅμως, ἡ σκέψη του; Καὶ ποῦ ἡ καρδιά του; Ἡ σκέψη του εἶναι στὶς πύλες τοῦ θανάτου. Καὶ ἡ καρδιά του στὴν κρίση τοῦ θεοῦ. Ἐκεῖ εἶναι ἤδη μὲ τὸν νοῦ του• ἐκεῖ εἶναι μὲ τὸ αἴσθημά του, ἐκεῖ εἶναι οἱ φροντίδες του· ἐκεῖ εἶναι ὁ φόβος του.
Ἀπὸ τὸν φόβο τοῦτο φεύγει μακριὰ ὁ φόβος τῶν ἐπίγειων πειρασμῶν, θὰ κοπάσουν οἱ ἄνεμοι, θὰ γαληνέψει ἡ θάλασσα. Ἐκεῖ ποὺ πρῶτα μάνιαζαν τὰ τεράστια ὀργισμένα κύματα, δὲν θὰ βλέπει κανεὶς παρὰ μίαν ἐπίπεδη ἐπιφάνεια ἀπὸ νερὰ ἀκίνητα, νερὰ κουρασμένα ἀπὸ τὴ θύελλα.
Μετὰ τὴ μεγάλη θαλασσοταραχή, τὰ νερὰ θὰ καταπέσουν σὲ μιὰ νεκρικὴ ἀκινησία. Στὸν διάφανο καθρέφτη τους θὰ ἀντανακλᾶ ὁ βραδινὸς ἥλιος, ὅταν θὰ σταθεῖ πάνω ἀπὸ τὴν Κρονστάνδη, θὰ σκορπίσει τὶς ἀκτίνες του σ' ὅλον τὸν Φιννικὸ Κόλπο καὶ θὰ συναντήσει τὸν ποταμὸ Νιέβα πρὸς τὴν Πετρούπολη. Θέαμα σὰν ζωγράφημα, γνωστὸ στοὺς κατοίκους τῆς ἐρήμου τοῦ Ἁγίου Σεργίου. Αὐτὸν τὸν οὐρανό, αὐτὴ τὴν ἀκροθαλασσιά, αὐτὰ τὰ κτίρια πόσοι τὰ εἶδαν; Πόσοι εἶδαν τὰ ἀφροστεφανωμένα, τὰ περήφανα, τὰ ἄγρια κύματα; Πάρα πολλοί. Καὶ ὅλοι αὐτοὶ ἔφυγαν, Ὅλοι βρίσκονται τώρα στὴν ἡσυχία τοῦ τάφου. Ἐκεῖ θὰ βρεθοῦν καὶ ὅσοι σήμερα τὰ ἀντικρίζουν. Πόσο ἄστατα, πόσο φευγαλέα εἶναι τὰ ἐπίγεια - ὅσο τῶν κυμάτων τὰ ἀφροστέφανα!
Κοιτάζοντας ἀπὸ τὸν ἥσυχο ἀρσανὰ τὴ θάλασσα τοῦ βίου νὰ φουσκώνει ἀπὸ τὰ κύματα τῶν παθῶν, Σὲ εὐγνωμονῶ, Βασιλιὰ καὶ Θεέ μου! Μ' ἔφερες σ' ἐτούτη τὴν ἁγία μονή. Μ' ἔκρυψες «στὸ ἀπόκρυφο καταφύγιο τῆς θείας Σου παρουσίας ἀπὸ τὶς ἄδικες ἐπιθέσεις τῶν ἀνθρώπων» καὶ μὲ φύλαξες «ἀπὸ συκοφαντικὲς γλῶσσες» (1). Γιὰ τοῦτο μόνο πονάει ἡ ψυχή μου, γιὰ τοῦτο συνταράζεται τὸ ἄγνωστο: Θὰ περάσω, ἄραγε, ἀπὸ δῶ, ἀπὸ τὴν ἀκροθαλασσιὰ τοῦ ἄστατου καὶ ψεύτικου βίου, «στὸν τόπο τῆς σκηνῆς τῆς θαυμαστῆς, στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, μὲ φωνὲς χαρᾶς καὶ δοξολογίας, μέσα σὲ ἤχους γιορτινοὺς» (2); Θὰ κατοικήσω, ἄραγε, ἐκεῖ αἰώνια; Τί κι ἂν ἔχω θλίψεις στὸν κόσμο; «Ἐγὼ στήριξα τὶς ἐλπίδες μου στὸν Θεό, κι ἔτσι δὲν ἔχω νὰ φοβηθῶ ὅτι κι ἄν μοῦ κάνει ἄνθρωπος» (3).
Κοιτάζοντας ἀπὸ τὸν ἥσυχο ἀρσανὰ τὴ θάλασσα τοῦ βίου νὰ φουσκώνει ἀπὸ τὰ κύματα τῶν παθῶν, Σὲ εὐγνωμονῶ, Βασιλιὰ καὶ Θεέ μου! Μ' ἔφερες σ' ἐτούτη τὴν ἁγία μονή. Μ' ἔκρυψες «στὸ ἀπόκρυφο καταφύγιο τῆς θείας Σου παρουσίας ἀπὸ τὶς ἄδικες ἐπιθέσεις τῶν ἀνθρώπων» καὶ μὲ φύλαξες «ἀπὸ συκοφαντικὲς γλῶσσες» (1). Γιὰ τοῦτο μόνο πονάει ἡ ψυχή μου, γιὰ τοῦτο συνταράζεται τὸ ἄγνωστο: Θὰ περάσω, ἄραγε, ἀπὸ δῶ, ἀπὸ τὴν ἀκροθαλασσιὰ τοῦ ἄστατου καὶ ψεύτικου βίου, «στὸν τόπο τῆς σκηνῆς τῆς θαυμαστῆς, στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, μὲ φωνὲς χαρᾶς καὶ δοξολογίας, μέσα σὲ ἤχους γιορτινοὺς» (2); Θὰ κατοικήσω, ἄραγε, ἐκεῖ αἰώνια; Τί κι ἂν ἔχω θλίψεις στὸν κόσμο; «Ἐγὼ στήριξα τὶς ἐλπίδες μου στὸν Θεό, κι ἔτσι δὲν ἔχω νὰ φοβηθῶ ὅτι κι ἄν μοῦ κάνει ἄνθρωπος» (3).
Ἔρημος Ἁγιου Σεργίου, 1843
1. Ψαλμ. 30:21
2. Ψαλμ. 41:5
3. Ψαλμ. 55:12