Μετά τον Ιουλιανό τον παραβάτη, βασίλευσε ο θεοσεβής Ιοβιανός μόνο για ένα χρόνο και κατόπιν τη βασιλεία παρέλαβαν ο Ουαλεντιανός και ο αδελφός του Ουάλης που ήταν αιρετικός, οπαδός του Αρειανισμού και διώκτης των Ορθοδόξων Χριστιανών.
Ο Ουάλης αφού πήρε με το μέρος του όλους τους επισκόπους, θέλησε να κάμψει και τον Μέγα Βασίλειο που έμαθε ότι ήταν ανένδοτος. Έστειλε δύο δικούς του ανθρώπους, οι οποίοι με απειλές προσπάθησαν να αποδεχθεί ο Άγιος τις αιρετικές και βλάσφημες δοξασίες του Αρείου.
Ο ένας, μάλιστα ο άρχοντας Μόδεστος αφού γύρισε άπραγος στον βασιλιά του είπε ότι, ευκολότερο είναι να μαλακώσει κανείς το σίδηρο παρά την γνώμη του Βασιλείου. Ακούγοντας αυτά ο βασιλιάς Ουάλης θέλησε να πάει ο ίδιος στον Μέγα Βασίλειο. Αυτό και έκανε.
Ήταν η μεγάλη εορτή των Θεοφανείων, όταν έφθασε ο βασιλιάς στον Ναό. Εκεί είδε την τάξη και την ησυχία των Χριστιανών που παρακολουθούσαν, τον Άγιο Βασίλειο να τους διδάσκει, σεμνός, απέριττος, με λόγο δυνατό, γεμάτο σοφία και χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο βασιλιάς έδειξε να μετανιώνει κι αφού μίλησε με τον Άγιο, έφυγε.
Οι Αρειανοί Αρχιερείς, όμως και πάλι μετέβαλαν τη γνώμη του βασιλιά και τον έπεισαν να εξορίσει τον Άγιο. Όρισε τότε ο βασιλιάς να συντάξουν ένα κείμενο με την απόφαση της εξορίας του Αγίου. 'Ομως, βλέποντας ότι το χέρι εκείνου που θα έγραφε την απόφαση της εξορίας, ξεράθηκε και το ίδιο του το παιδί αρρώστησε βαριά, κάλεσε τον Άγιο να προσευχηθεί. Και κείνος μόνο που είδε το παιδί το ίασε. Και τον Μόδεστο, ακόμη γιάτρευσε που και κείνος κινδύνευε να πεθάνει. Αυτά είδε ο βασιλιάς και γύρισε στο θρόνο του.
Κι όχι μόνο αυτό αλλά έκλεψαν και κάποια κτήματα του Ναού του Αγίου Ορέστου που ήταν στη δικαιοδοσία του Αγίου Βασιλείου. Ο Άγιος ως μιμητής Χριστού, ειρήνευσε και αρκέσθηκε στην επαρχία της Καισαρείας. Βλέποντας ο Θεός την υπομονή του, σύντομα τιμώρησε τον Μητροπολίτη Τυάνων Άνθιμον και ενώθηκαν και πάλι οι επαρχίες. Τότε είναι καθώς λένε ότι χειροτόνησε ο Άγιος Βασίλειος τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο Επίσκοπο στα Σάσιμα.
Αργότερα πάλι, με περίσσιο θράσος οι Αρειανοί επίσκοποι και με την άδεια του βασιλιά Ουάλη εκδίωξαν τον Ορθόδοξο Αρχιερέα της Νίκαιας και τους Χριστιανούς της πόλης και κατέλαβαν τον Μητροπολιτικό Ναό.
Τότε έδρασε γι' άλλη μια φορά ο Μέγας αυτός Άγιος της Εκκλησίας μας και αφού πήρε την άδεια του βασιλιά να διευθετήσει όπως αυτός ήθελε με τον τρόπο του, αρκεί να είναι δίκαιος και για τα δύο μέρη, έφθασε στη Νίκαια και είπε να σφραγίσουν τον Ναό και οι Ορθόδοξοι και οι Αρειανοί και αφού προσευχηθούν πρώτα οι οπαδοί του Αρείου, εάν ανοίξουν οι πύλες να πάρουν αυτοί τον Ναό, εάν όμως όχι να προσευχηθούν οι Ορθόδοξοι και εάν ανοίξουν οι πύλες να τους δοθεί και πάλι ο Ναός εάν όχι να πάει στους Αρειανούς.
Συμφώνησαν όλοι και περισσότερο οι Αρειανοί αφού πλεονεκτούσαν στη περίπτωση που δεν άνοιγαν οι πύλες. Έτσι κι έγινε. Προσευχήθηκαν πρώτα οι Αρειανοί, για τρεις ημέρες. Πώς να τους ακούσει ο Υιός του Θεού, όταν αυτοί τον υβρίζουν;
Οι πύλες και βέβαια έμειναν κλειστές. Μετά προσευχήθηκαν οι Ορθόδοξοι με τον Άγιο Βασίλειο στο Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Διομήδους, που ήταν κοντά στον Μητροπολιτικό Ναό. Κατόπιν ο Άγιος Βασίλειος με όλο το πλήθος των Ορθοδόξων Χριστιανών πήγαν στο Μητροπολιτικό Ναό και όταν ακούσθηκε ο Μέγας Βασίλειος να λέει «Ευλογητός ο Θεός των Χριστιανών εις τους αιώνας των αιώνων», έσπασαν οι μοχλοί και οι κλειδαριές και οι πύλες άνοιξαν.
Μετά από αυτό το θαύμα ο Ναός επανήλθε στους Ορθοδόξους και πολλοί από τους πιστούς του Αρείου έγιναν Ορθόδοξοι.
Ο Ουάλης αφού πήρε με το μέρος του όλους τους επισκόπους, θέλησε να κάμψει και τον Μέγα Βασίλειο που έμαθε ότι ήταν ανένδοτος. Έστειλε δύο δικούς του ανθρώπους, οι οποίοι με απειλές προσπάθησαν να αποδεχθεί ο Άγιος τις αιρετικές και βλάσφημες δοξασίες του Αρείου.
Ο ένας, μάλιστα ο άρχοντας Μόδεστος αφού γύρισε άπραγος στον βασιλιά του είπε ότι, ευκολότερο είναι να μαλακώσει κανείς το σίδηρο παρά την γνώμη του Βασιλείου. Ακούγοντας αυτά ο βασιλιάς Ουάλης θέλησε να πάει ο ίδιος στον Μέγα Βασίλειο. Αυτό και έκανε.
Ήταν η μεγάλη εορτή των Θεοφανείων, όταν έφθασε ο βασιλιάς στον Ναό. Εκεί είδε την τάξη και την ησυχία των Χριστιανών που παρακολουθούσαν, τον Άγιο Βασίλειο να τους διδάσκει, σεμνός, απέριττος, με λόγο δυνατό, γεμάτο σοφία και χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο βασιλιάς έδειξε να μετανιώνει κι αφού μίλησε με τον Άγιο, έφυγε.
Οι Αρειανοί Αρχιερείς, όμως και πάλι μετέβαλαν τη γνώμη του βασιλιά και τον έπεισαν να εξορίσει τον Άγιο. Όρισε τότε ο βασιλιάς να συντάξουν ένα κείμενο με την απόφαση της εξορίας του Αγίου. 'Ομως, βλέποντας ότι το χέρι εκείνου που θα έγραφε την απόφαση της εξορίας, ξεράθηκε και το ίδιο του το παιδί αρρώστησε βαριά, κάλεσε τον Άγιο να προσευχηθεί. Και κείνος μόνο που είδε το παιδί το ίασε. Και τον Μόδεστο, ακόμη γιάτρευσε που και κείνος κινδύνευε να πεθάνει. Αυτά είδε ο βασιλιάς και γύρισε στο θρόνο του.
Ο βασιλιάς Ουάλης αργότερα, θέλησε να χωρίσει την επαρχία της Καππαδοκίας σε δύο επαρχίες, με έδρα την Καισάρεια στη μία και τα Τύανα στην άλλη. Οι επίσκοποι αιρετικοί όπως ήταν βρήκαν ευκαιρία, γιατί συνέχεια φιλονικούσαν με τον Άγιο Βασίλειο να χωρίσουν και τις Μητροπόλεις σε δύο, ορίζοντας δικό τους Μητροπολίτη στα Τύανα.
Τότε ο Άγιος με ταπείνωση τους είπε ότι η Εκκλησία δεν έχει υποχρέωση να ακολουθεί την βασιλεία, αλλά η βασιλεία την Εκκλησία, ούτε είναι πρέπον να χωρίζουν οι Μητροπολίτες, οι μιμητές του Χριστού επειδή χώρισαν οι έπαρχοι. Δεν τον άκουσαν όμως οι επίσκοποι και όρισαν Μητροπολίτη Τυάνων κάποιον Άνθιμον.
Τότε ο Άγιος με ταπείνωση τους είπε ότι η Εκκλησία δεν έχει υποχρέωση να ακολουθεί την βασιλεία, αλλά η βασιλεία την Εκκλησία, ούτε είναι πρέπον να χωρίζουν οι Μητροπολίτες, οι μιμητές του Χριστού επειδή χώρισαν οι έπαρχοι. Δεν τον άκουσαν όμως οι επίσκοποι και όρισαν Μητροπολίτη Τυάνων κάποιον Άνθιμον.
Κι όχι μόνο αυτό αλλά έκλεψαν και κάποια κτήματα του Ναού του Αγίου Ορέστου που ήταν στη δικαιοδοσία του Αγίου Βασιλείου. Ο Άγιος ως μιμητής Χριστού, ειρήνευσε και αρκέσθηκε στην επαρχία της Καισαρείας. Βλέποντας ο Θεός την υπομονή του, σύντομα τιμώρησε τον Μητροπολίτη Τυάνων Άνθιμον και ενώθηκαν και πάλι οι επαρχίες. Τότε είναι καθώς λένε ότι χειροτόνησε ο Άγιος Βασίλειος τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο Επίσκοπο στα Σάσιμα.
Αργότερα πάλι, με περίσσιο θράσος οι Αρειανοί επίσκοποι και με την άδεια του βασιλιά Ουάλη εκδίωξαν τον Ορθόδοξο Αρχιερέα της Νίκαιας και τους Χριστιανούς της πόλης και κατέλαβαν τον Μητροπολιτικό Ναό.
Τότε έδρασε γι' άλλη μια φορά ο Μέγας αυτός Άγιος της Εκκλησίας μας και αφού πήρε την άδεια του βασιλιά να διευθετήσει όπως αυτός ήθελε με τον τρόπο του, αρκεί να είναι δίκαιος και για τα δύο μέρη, έφθασε στη Νίκαια και είπε να σφραγίσουν τον Ναό και οι Ορθόδοξοι και οι Αρειανοί και αφού προσευχηθούν πρώτα οι οπαδοί του Αρείου, εάν ανοίξουν οι πύλες να πάρουν αυτοί τον Ναό, εάν όμως όχι να προσευχηθούν οι Ορθόδοξοι και εάν ανοίξουν οι πύλες να τους δοθεί και πάλι ο Ναός εάν όχι να πάει στους Αρειανούς.
Συμφώνησαν όλοι και περισσότερο οι Αρειανοί αφού πλεονεκτούσαν στη περίπτωση που δεν άνοιγαν οι πύλες. Έτσι κι έγινε. Προσευχήθηκαν πρώτα οι Αρειανοί, για τρεις ημέρες. Πώς να τους ακούσει ο Υιός του Θεού, όταν αυτοί τον υβρίζουν;
Οι πύλες και βέβαια έμειναν κλειστές. Μετά προσευχήθηκαν οι Ορθόδοξοι με τον Άγιο Βασίλειο στο Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Διομήδους, που ήταν κοντά στον Μητροπολιτικό Ναό. Κατόπιν ο Άγιος Βασίλειος με όλο το πλήθος των Ορθοδόξων Χριστιανών πήγαν στο Μητροπολιτικό Ναό και όταν ακούσθηκε ο Μέγας Βασίλειος να λέει «Ευλογητός ο Θεός των Χριστιανών εις τους αιώνας των αιώνων», έσπασαν οι μοχλοί και οι κλειδαριές και οι πύλες άνοιξαν.
Μετά από αυτό το θαύμα ο Ναός επανήλθε στους Ορθοδόξους και πολλοί από τους πιστούς του Αρείου έγιναν Ορθόδοξοι.