Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Αββάς Σισόης - Αββάς Μακάριος


Έλεγε ο αββάς Σισόης:
 
- Όταν ήμουν στη Σκήτη με τον Μακάριο πήγαμε να θερίσουμε μαζί του επτά μοναχοί. Και να πίσω μας μια χήρα σταχομαζώχτρα, που έκλαιγε ασταμάτητα.

Φώναξε ο γέροντας τον ιδιοκτήτη του χωραφιού και τον ρώτησε:
- Τι έχει αυτή η γριά και κλαίει συνεχώς;

Αυτός απαντά:
- Ο άνδρας της φύλαγε κάτι πολύτιμο που του εμπιστεύθηκαν σαν παρακαταθήκη, αλλά πέθανε ξαφνικά και δεν είπε που το έκρυψε και ο ιδιοκτήτης της παρακαταθήκης θέλει να πάρει δούλους αυτήν και τα παιδιά της.

Του λέει ο γέροντας:
- Πες της να ρθεί σε μας εκεί που αναπαυόμαστε από τη ζέστη.

Όταν ήλθε η γυναίκα της λέει ο γέροντας:
- Γιατί κλαίς συνέχεια;

Κι αυτή είπε:
- Ο άνδρας μου πέθανε ενώ είχε την παρακαταθήκη κάποιου και πεθαίνοντας δεν είπε που την έβαλε.

Της είπε ο γέροντας:
- Έλα δείξε μου που τον έθαψες.

Τότε πήρε τους αδελφούς του και βγήκε μαζί της. Όταν έφτασε στον τόπο του μνήματος της λέει:
- Πήγαινε σπίτι σου.

Τότε προσευχήθηκαν αυτοί και ο γέροντας φώναξε στο νεκρό:
- Ε, συ, που έβαλες τη ξένη παρακαταθήκη;

Αυτός απάντησε:
- Είναι κρυμμένη στο σπίτι μου κάτω απο το πόδι του κρεβατιού.

Του λέει τότε ο γέροντας:
Κοιμήσου πάλι ως την ημέρα της αναστάσεως.

Όταν είδαν αυτά οι αδελφοί έπεσαν από φόβο στα πόδια του.
Και τους είπε ο γέροντας:
- Αυτό δεν έγινε για μένα, γιατί δεν έχω τίποτε, αλλά ο Θεός το έκανε για τη χήρα και τα ορφανά. Αυτό είναι το σπουδαίο· επειδή ο Θεός θέλει τη ψυχή αναμάρτητη και ό,τι ζητήσει το παίρνει.

Και πήγε και ανήγγειλε στη χήρα που βρίσκεται η παρακαταθήκη. Αυτή την πήρε και την έδωσε στον ιδιοκτήτη της και ελευθέρωσε τα παιδιά της. Και όλοι όσοι το άκουσαν, δόξασαν τον Θεό.