Μερικοί τό Σῶμα τοῦ Κυρίου τό παίρνουν χωρίς φόβο Θεοῦ. Καί τό τρῶνε. Ἀλλά δέν χορταίνουν. Γιατί, ὅσο τό μυστήριο αὐτό τό παίρνουν μόνο μέ τό στόμα, ποτέ δέν θά γεμίζουν μέ τήν χάρη του. Θά μένουν ἀπό τήν πλευρά αὐτή, πεινασμένοι. Ἐπειδή, καί πρίν προσέλθουν, αἰσθάνονταν χορτᾶτοι.
* * *
Ἡ θεία κοινωνία πού παίρνουν, ὅσο ἐξακολουθοῦν νά ἀγαπᾶνε τίς ἁμαρτίες τους, δέν τούς προσφέρει καρπό σωτηρίας.
Μέ τήν Θεία Κοινωνία δέν χορταίνουν, παρά μόνο ἐκεῖνοι πού «πεινοῦν» γι’αὐτήν. Οἱ πεινασμένοι. Ἐκεῖνοι, πού ἀπό τίς κακές τους συνήθειες, κατάλαβαν ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι φτώχεια καί πεῖνα. Ἐκεῖνοι παίρνουν ἀπό τά θεία μυστήρια τήν πλήρη ἐνέργεια καί χάρη καί ἀποτελεσματικότητά τους.
Ἀπό τόν κανόνα ἀυτόν δέν ἐξαιροῦνται οὔτε οἱ λεγόμενοι ἐκλεκτοί. Γιατί καί αὐτοί (οἱ λεγόμενοι ἐκλεκτοί) δέν εἶναι δυνατό νά εἶναι χωρίς ἁμαρτία· ἀφοῦ ἀσφαλῶς καί αὐτοί κάτι τό ἐφάμαρτο θά πράξουν, ἄν δέν βιάζουν καθημερινά τόν ἑαυτό τους νά ἀποφεύγουν ἀκόμη καί ἐκεῖνα τά μικρά ἁμαρτήματα, ἀπό τά ὁποία τό εὐόλισθο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως δέν θά πάψει ποτέ νά μολύνεται.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν φροντίζει κάθε ἡμέρα νά ὑπερνικάει τίς ἀτέλειές του, ὅσο καί ἄν φαντάζεται ὅτι τά ἁμαρτήματα πού κάνει δέν εἶαι καί τόσο βαρειά, λίγο-λίγο ἡ ψυχή του γεμίζει ἁμαρτίες.. Καί τότε ὁ ἄνθρωπος χάνει τόν καρπό τῆς ἐσωτερικῆς ἐκείνης κατάστασης, πού λέγεται πνευματικός πλοῦτος, ἐπειδή μᾶς γεμίζει πνευματική χαρά.
* * *
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ὑπενθυμίζει, ὅτι τίς ἁμαρτίες αὐτές πρέπει νά τίς ἀποφεύγωμε. Μᾶς λέγει: «Ὁ καθένας ἔχει χρέος, πρῶτα νά ἐξετάζει τόν ἑαυτό του, καί μετά νά ἐσθίει ἀπό αὐτόν τόν Ἄρτο καί νά πίνει ἀπό αὐτό τό Ποτήριο» (Α΄ Κορ. 11,28).
Τί σημαίνει αὐτό τό: «πρῶτα πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἐξετάζει τόν ἑαυτό του»; Τί ἄλλο, ἄν ὄχι ὅτι ὁ καθένας μας στήν Τράπεζα τοῦ Κυρίου μπορεῖ νά προσέλθει, μόνο ἀφοῦ πρῶτα διορθωθῆ καί καθαρισθῆ;
Καί γιά νά τό ἀκοῦσουν οἱ «χορτασμένοι», προσθέτει: «Γιατί, ὅποιος ἐσθίει ἤ πίνει, χωρίς νά τό βιώνει ἔντονα ὅτι αὐτό εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἐσθίει καί πίνει "κρῖμα" καί παίρνει ἐπάνω του "κρῖμα"» (Α΄ Κορ. 11,29).
* * *
Κάθε ἡμέρα ἁμαρτάνομε; Κάθε ἡμέρα ἄς άνατρέχωμε στά δάκρυα τῆς μετανοίας, πού εἶναι τό μόνο φάρμακο, πού μᾶς κάνει ἄξιους νά ἀπομακρύνομε ἀπό τήν ψυχή μας, αὐτά πού τῆς φορτώνει ἡ ἁμαρτία.
Μετάφρ.: Ἀρχιμ. Α.Μ.