Κυριακή γ' Λουκά
Ὁ Κύριος πορεύεται πρὸς τὴν πόλη Ναΐν καὶ στὴ πύλη τῆς συναντιέται μὲ μία πένθιμη συνοδεία. Κηδεύεται τὸ μονάκριβο παιδὶ μιᾶς χήρας, ἡ ὁποία μὲ θρήνους τὸ συνοδεύει στὴν τελευταία του κατοικία.
Ὁ Ἰησοῦς συγκινεῖται, παρηγορεῖ τὴν τραγικὴ μητέρα λέγοντάς της «μὴ κλαῖς» καὶ ἀπευθυνόμενος στὸ νεκρὸ λέει «παιδί μου σήκω ἐπάνω». Ἐκεῖνο, σηκώνεται ἄρχισε νὰ μιλᾶ καὶ ὁ Κύριος τὸ παραδίδει ζωντανὸ στὴ μητέρα τοῦ ἐνῶ ὁ θαυμασμὸς τοῦ λαοῦ εἶναι μεγάλος γιατί ἀντελήφθη τὴν θεϊκή Του δύναμη γι' αὐτὸ καὶ ἔλεγε «μεγάλος προφήτης ἐμφανίσθηκε ἀνάμεσά μας» καὶ «ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὸν λαό του».
Ἀδελφοί μου,
Σήμερα λοιπὸν ὁ Κύριος συναντήθηκε μὲ τὸ θάνατο καὶ τὸν πόνο ποὺ πάντα δημιουργεῖ στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ τοὺς κάνει νὰ διερωτῶνται: Γιατί; Ποιὸς φταίει γιὰ τὸν θάνατό μας καὶ τὸν θάνατο τῶν νέων καὶ τῶν παιδιῶν μας;
Ἀλήθεια ποιὸς φταίει γιὰ τὸν θάνατο;
Ἡ στάση τοῦ Κυρίου μας, τὴν ὁποία μας περιέγραψε τὸ Εὐαγγέλιο, ἀπέναντι στὴν τραγικὴ χήρα, ὅπως ἐπίσης ἀπέναντι στὸν πονεμένο Ἰάειρο, στὸν ἑκατόνταρχο καὶ στὶς ἀδελφές του Λαζάρου μας φανερώνει ὅτι ὁ Θεὸς ὄχι μόνο δὲν ἔχει αὐτὸς τὴν εὐθύνη γιὰ τὸν θάνατο ἀλλὰ ἀντίθετα συμπονεῖ καὶ συμπαραστέκεται στὸν ἀνθρώπινο πόνο. Ἔτσι τὸν ἀδικοῦμε πολὺ ὅταν τοῦ ἀποδίδουμε τὴν εὐθύνη.
Ὁ πρῶτος θάνατος στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἦταν ὁ θάνατος τοῦ Ἄβελ, τὸν ὁποῖο σκότωσε ὁ ἀδελφός του ὁ Κάιν καὶ ἡ πρώτη μάνα ποὺ ἐθρήνησε τὸ παιδὶ τῆς ἦταν ἡ Εὕα.
Ἔτσι γίνεται φανερὸ ὅτι τὴν εὐθύνη τοῦ θανάτου μας δὲν τὴν ἔχει ὁ Θεὸς ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Τὴν εὐθύνη μας αὐτὴ τὴν ἀποκαλύπτει ὁ Θεὸς μὲ τὸν προφήτη Ἰεζεκιὴλ «ὅταν σαλπίσει ὁ φρουρὸς καὶ ἀκούσεις τὴν σάλπιγγα, ἐὰν δὲν φυλαχθῆς καὶ πέσει πάνω σου ἡ ρομφαία, τὸ αἷμα σου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου», γι' αὐτό μας προειδοποιεῖ «μὴν ἀσεβήσεις πολὺ καὶ μὴν γίνεις σκληρὸς γιὰ νὰ μὴν πεθάνεις πρὸ τῆς ὥρας σου» καὶ μᾶς προτρέπει «γρηγορεῖτε γιὰ νὰ μὴν εἰσέλθετε στὸν πειρασμό».
Ὁ Θεὸς βεβαίως γνωρίζει πότε καὶ πὼς θὰ πεθάνει ὁ καθένας μας ἀλλὰ δὲν εὐθύνεται γιὰ τὸν θάνατό μας ὅπως δὲν εὐθύνεται ὁ γιατρὸς γιὰ μία ἀσθένεια ἐπειδὴ γνωρίζει ποιὰ ἐξέλιξη θὰ παρουσιάσει αὐτή. Ἴσως ὅμως κάποιος ἀπό σας διερωτηθῆ. Καλὰ ἐμεῖς ἔχομε τὴν εὐθύνη γιὰ τὸν θάνατό μας. Ὅμως γιὰ τὸν θάνατο τῶν μικρῶν παιδιῶν μας ποιὸς φταίει;
Πάλι δὲν ἔχει ὁ Θεὸς τὴν εὐθύνη ἀλλὰ ἡ φύση μας ἡ ὁποία ὡς θνητὴ ποὺ εἶναι ἔχει πάθει δηλαδὴ ἀσθένειες καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς μας διδάσκουν ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης λέει «μὲ τὸ σῶμα οἱ ἀφορμὲς τῶν ἀσθενειῶν, τὰ φθοροποιὰ πάθη, οἱ αἰφνίδιοι θάνατοι καὶ οἱ πρὸ ὤρας ἁρπαγμοί», ἐνῶ ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης φέρνει σὰν παράδειγμα τὸν θάνατο πέντε βρεφῶν κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ θηλασμοῦ τους ἀπὸ τὴν μητέρα τους.
Ἀδελφοί μου, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸν θάνατο. Ὅμως μπορεῖ κάποιος ἀπό σας νὰ διερωτηθεῖ καὶ ὁ Θεὸς τί κάνει γιὰ μᾶς;
Τί κάνει ὁ Θεός; Πολλὰ κάνει καὶ μάλιστα σπουδαία. Μᾶς ἐνημερώνει γιὰ τὶς εὐθύνες μας, μᾶς συμβουλεύει τί νὰ κάνουμε, ἄλλωστε τί εἴπαμε πιὸ πάνω, μᾶς βοηθάει νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὶς ἀσθένειές μας μὲ τὴν ἰατρικὴ ποὺ εἶναι δῶρο δικό του γι' αὐτό μας λέει «τίμα τὸν ἰατρὸν διότι ἔδωσε ὁ Κύριος καὶ δῶσε τόπον σὲ αὐτὸν γιατί τὸν χρειάζεσαι».
Τὸ σπουδαιότερο ὅμως ποὺ κάνει εἶναι ὅτι μεταβάλλει τὸν θάνατο ἀπὸ κακὸ ὅπως φαίνεται στὰ μάτια μας σὲ εὐεργεσία γιατί μὲ αὐτὸν πλέον θὰ ζήσουμε τὴν αἰώνια ζωή. Πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ νὰ ζήσουμε τὴν αἰώνια ζωή, ὅπως πρέπει νὰ γεννηθεῖ τὸ παιδάκι ἀπὸ τὴν μητέρα του γιὰ νὰ ζήσει, γι' αὐτὸ πέθανε καὶ ἡ μητέρα Του ἡ Παναγία μας καὶ οἱ Ἅγιοι, γι' αὐτὸ πεθαίνουμε κι ἐμεῖς. Ὁ θάνατός μας εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Στὴν Ἀθήνα ζοῦσε ἕνα πλούσιο ζευγάρι μὲ ἕνα παιδὶ τὴν δωδεκάχρονη Μαρία. Δὲν εἶχαν σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ σπάνια ἐκκλησιαζόταν. Ξαφνικὰ ἀπὸ ἀνεύρυσμα ἀορτῆς πεθαίνει ἡ Μαρία. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα ἦταν ἀπελπισμένοι. Μάλιστα ἡ μητέρα ἔκανε δυὸ ἀπόπειρες αὐτοκτονίας. Ἕνα βράδυ ὁ τραγικὸς πατέρας βλέπει ἕνα ὅραμα. Ἕνα ὁλοφώτεινο καὶ πανέμορφο κῆπο γεμάτο ἀπὸ παιδιὰ ποὺ ἔπαιζαν εὐτυχισμένα. Ἀνάμεσά τους βλέπει τὴν Μαρία καὶ τῆς φωνάζει. «Μαρία, παιδί μου» καὶ ἐκείνη τοῦ ἁπαντὰ «Πατέρα ποὺ εἶσαι, δὲν σὲ βλέπω, γιατί αὐτοῦ ποὺ εἶσαι εἶναι σκοτάδι, ἐνῶ ἐγὼ εἶμαι στὸ φῶς». «Ἐδῶ εἶμαι παιδί μου. Πῶς μπορῶ νὰ ἔλθω κοντά σου;» «Πήγαινε πιὸ κάτω καὶ θὰ βρεῖς μία γέφυρα καὶ μία πόρτα καὶ ἔλα».
Πῆγε ὁ πατέρας πιὸ κάτω καὶ βρῆκε μία γέφυρα ποὺ ἔγραφε «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ὁδός» καὶ μία πόρτα ποὺ ἔγραφε «ἐγὼ εἶμαι ἡ θύρα» καὶ τότε ἐξύπνησε.
Ταραγμένος ξυπνάει τὴν γυναίκα του καὶ τῆς διηγεῖται τὸ ὅραμα καὶ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ ἑρμηνεύσουν ἀποφάσισαν ὅταν ξημερώσει νὰ βροῦν ἕνα Ἱερέα νὰ τοὺς ἑρμηνεύσει, πράγμα ποὺ ἔγινε.
Ὁ Θεὸς τοὺς ὁδήγησε σὲ ἕνα πολὺ πνευματικὸ Ἱερέα ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τοὺς ἄκουσε μὲ προσοχὴ τοὺς συμβούλευσε τί νὰ κάνουν καὶ σώθηκαν πραγματικά. Τώρα ἔχουν δυὸ παιδιὰ καὶ μία στενὴ σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία. Βρῆκαν τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς ἔδειξε τὸ παιδί τους ἡ Μαρία.
Ἀδελφοί μου, ὁ Κύριος μας λέγει «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωή, ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κὰν ἀποθάνη ζήσεται». Ἑπομένως ὁ θάνατός μας εἶναι ἡ μετάβασή μας στὴν αἰώνια ζωή. Μὲ τὴν πίστη αὐτὴ πρὸς τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀντάμωσης μὲ τὰ ἀγαπημένα μας πρόσωπα ἃς πορευόμεθα σὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ ἂς πραΰνουμε καὶ ἂς ἡμερώνουμε τὸν πόνο μας ὅταν φεύγει κάποιο ἀγαπημένο μας πρόσωπο μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα αὐτή.