Ἐκοιμήθη 10 Ἰανουαρίου 1882
(ἄφθαρτο λείψανο) ἑορτάζει σήμερα
Ὃ ἱερομόναχος μεγαλόσχημος Ἀντύπας γεννήθηκε στὸ χωριὸ Καλαποντέστι τοῦ νόμου Μπακάου Μολδαβίας τὸ 1816. Οἱ γονεῖς τοῦ ἦταν ὀρθόδοξοι καὶ πολὺ εὐλαβεῖς. Ὃ πατέρας του, Λουκιανός, ἦταν διάκονος στὴν ἐκκλησία τοῦ χωρίου του, ἐνῶ ἢ μητέρα τοῦ Αἰκατερίνη, ἀργότερα, ὅταν ὁ Ἄγ. Ἀντύπας ἔφυγε γιὰ τὸ μοναστήρι ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Ἐλισάβετ. Γιὰ πολὺ καιρὸ δὲν εἶχαν παιδιά. Μετὰ τὶς ἐπίμονες ὅμως προσευχὲς τοὺς γεννήθηκε ἕνα παιδί, ποῦ τὸ ὤνομασαν Ἀλέξανδρο.
Ἢ γέννησις τοῦ παιδιοῦ ποῦ ἐπρόκειτο νὰ ἀναδειχθῆ στὸ μέλλον πνευματικὸς μαχητὴς σημαδεύτηκε μὲ τὴν θεία εὐαρέσκεια, διότι ἢ μητέρα τοῦ τὸν ἐγέννησε χωρὶς πόνους ἢ κάποια ἀσθένεια.Ἦταν ἕνας χαρακτήρας κλειστὸς καὶ μοναχικὸς. Λέγεται ὅτι ὅταν ἦταν παιδὶ καὶ ἔβοσκε τὰ πρόβατα τοῦ σπιτιοῦ τους στὰ γύρω δάση, ἐπίανε τὰ δηλητηριώδη φίδια μὲ τὰ χέρια τοῦ χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς νὰ δαγκώνεται ἂπ' αὐτὰ πρὸς κατάπληξη ἀλλὰ καὶ φόβο πολλῶν συντοπιτῶν του.Ἦταν προικισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ μεγάλα πνευματικὰ δῶρα, ἦταν ὅμως ἁπλὸς καὶ τελείως ἀδέξιος γιὰ γράμματα παρότι προσπαθοῦσε πολύ.
Πρὶν τελειώσει τὸ σχολεῖο πέθανε ὁ πατέρας του. Ἡ μητέρα τοῦ τὸν ἔστειλε νὰ μάθει τὴν τέχνη τῆς βιβλιοδεσίας, τὸ ἀφεντικὸ τοῦ ὅμως τὸν κακομεταχειριζόνταν. Εὐτυχῶς μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ γρήγορα ἔμαθε καὶ ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του.Ὅταν ἦταν 20 ἐτῶν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἐνῶ προσευχόνταν, περιβλήθηκε ξαφνικὰ ἀπὸ ἕνα θαυμαστὸ καὶ ἐξαίσιο φῶς,τὸ ὅποιον ἐγέμισε τὴν καρδιά του ἀπὸ μία ἀνεκλάλητη χαρά.
Ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ ἔτρεχαν ὡς ρυάκια τὰ δάκρυα καὶ αἰσθάνθηκε μὲ αὐτὸ τὸ θεῖο φῶς μία πρόσκλησι. Αὐτὸς ἔκραξε μὲ χαρὰ ἀπαντώντας σ' αὐτὴ τὴν πρόσκλησι: «Κύριε, ἐγὼ θέλω νὰ γίνω μοναχός». Ἄλλά ὃ Κύριος μὲ θεία οἰκονομία τὸν ἄφησε νὰ πέραση καὶ διαφόρους πειρασμούς. Γιὰ δύο χρόνια (1836-1837) ἐγκαταστάθηκε στὴ Μονὴ Καλνταρουσάνι εκπληρώνοντας μὲ μεγάλη αὐταπάρνηση ὅλες τὶς ὑπηρεσίες ποὺ τοῦ ἀνέθεταν.
Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ πεπειραμένου γέροντος Δημητρίου, ἡγουμένου τῆς Μονῆς Μπράζι, ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος ἀφοῦ πρῶτα ἐκάρη μοναχὸς παίρνωντας τὸ ὄνομα Ἀλύπιος.
Στὸ Ἅγιο Ὅρος ἔμεινε σ΄ἕνα κελὶ ὅπου ἀσκήτευαν συμπατριῶτες του, οἱ ἱερομόναχοι Νήφων καὶ Νεκτάριος οἱ ὁποῖοι τὸν συμβούλεψαν νὰ κοπιάσει πρῶτα στὸ ἔργο τῆς ὑπακοῆς σ’ἕνα κοινόβιο.Ἔτσι γιὰ τέσσερα χρόνια ἔμεινε στὴ Μονὴ Ἐσφιγμένου.Ὅταν ἐπέστρεψε στοὺς ρουμάνους γέροντες ἔλαβε τὸ μέγα ἀγγελικὸ σχῆμα παίρνοντας τὸ ὄνομα Ἀντύπας, δίνοντάς του ταυτόχρονα τὴν εὐλογία νὰ ἀκολουθήσει τὴν μοναχικὴ ζωὴ στὴν ἔρημο.
Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ πεπειραμένου γέροντος Δημητρίου, ἡγουμένου τῆς Μονῆς Μπράζι, ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος ἀφοῦ πρῶτα ἐκάρη μοναχὸς παίρνωντας τὸ ὄνομα Ἀλύπιος.
Στὸ Ἅγιο Ὅρος ἔμεινε σ΄ἕνα κελὶ ὅπου ἀσκήτευαν συμπατριῶτες του, οἱ ἱερομόναχοι Νήφων καὶ Νεκτάριος οἱ ὁποῖοι τὸν συμβούλεψαν νὰ κοπιάσει πρῶτα στὸ ἔργο τῆς ὑπακοῆς σ’ἕνα κοινόβιο.Ἔτσι γιὰ τέσσερα χρόνια ἔμεινε στὴ Μονὴ Ἐσφιγμένου.Ὅταν ἐπέστρεψε στοὺς ρουμάνους γέροντες ἔλαβε τὸ μέγα ἀγγελικὸ σχῆμα παίρνοντας τὸ ὄνομα Ἀντύπας, δίνοντάς του ταυτόχρονα τὴν εὐλογία νὰ ἀκολουθήσει τὴν μοναχικὴ ζωὴ στὴν ἔρημο.
Ἔπειτα μαζὶ μὲ τὸν π.Νήφωνα ἔφυγαν γιὰ τὴν Ρωσία μὲ σκοπὸ νὰ μαζέψουν δωρεὲς γιὰ νὰ ἀποπερατωθεῖ ἡ σκήτη.
Ὁ Ἂγ. Ἀντύπας στὴ Ρωσία έχαιρε μεγάλης ἐκτίμησης ἀπὸ ἀνθρώπους ὅλων τῶν κοινωνικῶν τάξεων. Ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν Μόσχα καὶ τὴν Ἄγ. Πετρούπολη ἐρχόνταν νὰ τὸν συμβουλευτοῦν. Οἱ μητροπολίτες Πετρουπόλεως Ἰσίδωρος καὶ Μόσχας Φιλάρετος συζητοῦσαν μαζί του γιὰ διάφορα πνευματικὰ θέματα.
Πρὶν φύγει γιὰ τὴ Ρωσία εἶχε πεῖ στὸν π.Νήφωνα ὅτι«δὲν μ’ ἀφήνεις νὰ πάω στὸ Ἄγ.Ὅρος καὶ μὲ παίρνεις μαζί σου στὴ Ρωσία. Ἐγὼ αἰσθάνομαι ὅτι πηγαίνοντας ἐκεῖ θὰ ἀνήκω πιὰ στοὺς ρώσους καὶ ὄχι σ’ἐσᾶς».
Πραγματικὰ ἔτσι ἔγινε. Χάρη στὸν σεβασμὸ πρὸς τὸ πρόσωπό του καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ ἐνέπνεε ἔφερε τὴν ἀποστολὴ τοῦ εἰς πέρας συγκεντρώνοντας πολλὰ χρήματα καὶ ὑλικὰ ἀγαθὰ γιὰ τὴν Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου.
Παίρνωντας εὐλογία ἀπὸ τὸν γέροντά του ἀνεχώρησε γιὰ τὴν Μονὴ Βαλαάμ. Ἐκεῖ τὸν ἐντυπωσίασε ἡ πνευματικὴ ζωὴ τοῦ μοναστηριοῦ ἀλλὰ καὶ οἱ ἡσυχαστικὲς καλύβες τῆς ἐρημικῆς περιοχῆς της. Ἐγκαταστάθηκε σ’ ἕνα μικρὸ κελὶ τῆς σκήτης τῶν Ἄγ. Πάντων. Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ὁρισμένες ἀκολουθίες διάβαζε κάθε μέρα τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας κάνοντας τριακόσιες μετάνοιες. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀένναη προσευχή του, καθημερινὰ μνημόνευε ὅσους κατὰ καιροὺς ἔκαναν δωρέες καὶ τὸν βοήθησαν στὸν σκοπό του. Μὲ πολλὴ ἀγάπη συνομιλοῦσε μὲ ὅσους ζητοῦσαν τὴ συμβουλή του. Τὴν πρώτη ἑβδομάδα τῆς Μέγ. Τεσσαρακοστῆς δὲ γευόνταν τίποτα, τὸ ἴδιο καὶ τὴν Δευτέρα, τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκεύη ὁλόκληρού του ἔτους.
Ὁ Ἂγ Ἀντύπας σ’ ὅλη του τὴ ζωὴ εἶχε τὸν νοῦ του στὸ Θεὸ καὶ δὲν ποθοῦσε τίποτα κοσμικό. Παρόλες τὶς ὑπακοὲς ποὺ ἔκανε κατὰ καιρούς καὶ τὶς εὐθύνες ποὺ τοῦ εἶχαν ἀναθέσει εἶχε ἀποδιώξει κάθε βιοτικὴ μέριμνα. Ζοῦσε σὲ ἀπόλυτη φτώχεια. Λέγεται ὅτι τὸ κελὶ τοῦ ἦταν ἀδειανὸ ἀπὸ κάθε περιττὸ πράγμα. Δὲν εἶχε οὔτε κρεβάτι, οὔτε καρέκλα παρὰ ἕνα μικρὸ τραπεζάκι ὅπου τοποθετοῦσε τὰ βίβλια προσευχῶν καὶ διάφορα πνευματικὰ βιβλία. Κάτω εἶχε στρωμένη μία κουβέρτα ὅπου ἐξάπλωνε ὅταν ἑξαντλεῖτο ἀπὸ τὸν κόπο τῶν νυχτερινῶν προσευχῶν του.
Τὸ Μέγα Σάββατο τοῦ τελευταίου ἔτους λειτούργησε στὴ Μονή. Στὸ τέλος τῆς Θ. Λειτουργίας ἀπεκάλυψε σ’ ἕναν στενὸ μαθητή του:«Τὴν ὥρα τῆς Θείας Κοινωνίας κοιτάζοντας ἀπὸ τὸ ἱερὸ ἔπεσε ἡ ματιά μου στοὺς μοναχοὺς ποὺ κοινωνοῦσαν. Τὸ πρόσωπο μερικῶν ἀπ’αὐτοὺς ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιο. Δὲν ξέρω πῶς νὰ τοὺς ὀνομάσω αὐτοὺς τοὺς μοναχοὺς καὶ ποτὲ δὲν ξαναεῖδα τέτοιο πράγμα». Τὸ φθινόπωρο τοῦ ἴδιου ἔτους, ἐνῶ προσευχόνταν στὸ κελὶ τοῦ ἀκούστηκε ἕνας θόρυβος. Μία εἰκόνα τῆς Παναγίας ποὺ εἶχε φέρει ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος μετακινήθηκε ἐνῶ ἄλλες εἰκόνες ἔπεσαν κάτω. Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἦρθε καὶ στάθηκε πάνω ἀπὸ τὸ στῆθος τοῦ ἁγίου. Αὐτὸς συγκινημένος τὴν πῆρε καὶ τὴν ἔβαλε στὴ θέση της. Αὐτὸ τὸ συμβὰν τὸ διηγήθηκε σ’ ἕναν μαθητὴ τοῦ τρεῖς μέρες πρὶν τὴν κοίμησή του. Τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς τοῦ ζήτησε νὰ γίνει ἡ Θεία Λειτουργία πιὸ νωρὶς καὶ νὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἕνας μαθητὴς τοῦ ἐδιάβαζε τὴν ἐνάτη καὶ τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας ἀνεχώρησε γιὰ τοὺς οὐρανούς. Ἦταν ἡ δεκάτη Ἰανουαρίου 1882.
Τὸ 1883 βλέποντας οἱ πατέρες τῆς Μονῆς Βαλαὰμ ὅτι ἐμφανιζόνταν στοὺς μαθητές του καὶ ὅτι τὸν τιμούν ὡς ἅγιο ἀνέθεσαν στὸν πατέρα Ποιμὴν νὰ γράψει τὸν βίο του. Σ’αὐτὸν εἶχε διηγηθεῖ τὸν βίο τοῦ ὁ Ἄγ. Ἀντύπας ἕναν χρόνο πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του.
Ὁ βίος τοῦ ἐκτυπώθηκε στὴν Ἄγ. Πετρούπολη τὸ 1883 καὶ τὸ 1893, ἐνῶ τὸ 1906 τὸ Ἅγιο Ὅρος τὸν τιμοῦσε ἤδη ὡς ἅγιο. Τὸ 1997 στὸν τόπο γέννησής του χτίστηκε μονή. Τὸ λείψανό του βρίσκεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βαλαάμ.