τοῦ π. Γ. Δορμπαράκη
1. Ὁ ἁγιασμός τῶν Θεοφανείων λέγεται μεγάλος ἁγιασμός γιά νά διακρίνεται ἀπό τόν μικρό ἁγιασμό. Ὁ μικρός ἁγιασμός (πού εἶναι ἄγνωστος ὁ χρόνος εἰσαγωγῆς του στήν ᾽Εκκλησία, ὁπωσδήποτε ὅμως πρό τοῦ 8ου μ.Χ. αἰώνα) τελεῖται κάθε πρώτη τοῦ μηνός στούς ῾Ιερούς Ναούς, ὅπως καί στούς οἴκους τῶν χριστιανῶν, ἀλλά καί ὁποιαδήποτε ἄλλη στιγμή, ὅταν ζητηθεῖ κάτι τέτοιο. Ὁ μεγάλος ὅμως ἁγιασμός (ὁ ὁποῖος εἶναι γνωστός ἤδη ἀπό τόν 5ο μ.Χ. καί ξεκίνησε ὡς ἁγιασμός τῶν ὑδάτων σέ ἀνάμνηση τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου στήν παννυχίδα πού τελεῖτο ἀπό τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς, προκειμένου νά βαπτιστοῦν στή συνέχεια οἱ κατηχούμενοι ὥστε νά μετάσχουν στή θεία Κοινωνία, ἐξ οὗ καί τό ῾ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε᾽ στή θέση τοῦ Τρισαγίου) τελεῖται μόνο δύο φορές τόν χρόνο: τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων καί ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς. ῾Η δεύτερη φορά τελέσεως τοῦ ἁγιασμοῦ προῆλθε ἀπό λόγους πρακτικούς: ὄχι μόνο οἱ κατηχούμενοι, ἀλλά καί οἱ ἤδη βαπτισμένοι ἔπαιρναν τό ἁγιασμένο ὕδωρ ῾εἰς ἴασιν ψυχῆς καί σώματος᾽. Καί τίς δύο φορές εἶναι εὐνόητο ὅτι τελεῖται ἀκριβῶς ἡ ἴδια ἀκολουθία.
2. Ἡ διαφορά μεταξύ τῶν δύο ἁγιασμῶν –πέραν τῆς χρονικῆς στιγμῆς πού τελεῖτο ὁ καθένας καί πέρα τοῦ χαρακτήρα πού εἶχε– βρίσκεται στήν ἔκτασή τους. ῾Ο μικρός ἁγιασμός περιέχει λιγότερα λόγια ἀπό τόν μεγάλο καί αὐτό κυρίως δηλώνεται μέ τήν ὀνομασία τους. Ἡ παροχή ὅμως ἁγιασμοῦ εἶναι ἡ ἴδια. Δέν παρέχει ἄλλη χάρη ὁ μεγάλος ἁγιασμός καί ἄλλη ὁ μικρός. Καί τοῦτο γιατί καί οἱ δύο τό ἴδιο ἅγιο Πνεῦμα ἐπικαλοῦνται καί τήν ἴδια χάρη τοῦ ᾽Ιορδάνη ποταμοῦ λόγῳ τῆς ἐμβάπτισης σ᾽ αὐτόν τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ διά τοῦ Σταυροῦ Του συνεχίζουν καί διαιωνίζουν. Συμβαίνει ἴσως κάτι παρόμοιο μέ τόν χαρακτηρισμό τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὡς μεγάλων καί μικρῶν. Ἡ διαφορά μεταξύ τους δέν βρίσκεται στή σπουδαιότητα τῶν προφητειῶν τους, ἀλλά στό πλῆθος τῶν σελίδων πού μᾶς ἔχουν ἀφήσει.
3. Ὁ ἁγιασμός εἴτε μεγάλος εἴτε μικρός δέν τίθεται στήν ἴδια θέση μέ τήν Θεία Κοινωνία. Εἶναι μεγάλος λάθος αὐτό πού λένε ὁρισμένοι χριστιανοί ὅτι μποροῦν νά ἀντικαταστήσουν τή Θεία Κοινωνία μέ τόν ἁγιασμό (μόνο σ᾽ αὐτούς πού δέν τούς ἐπιτρέπεται ἡ Θεία Κοινωνία γιά διαφόρους πνευματικούς λόγους ὑπάρχει ὡς συγκατάβαση ἀπό τόν πνευματικό ἡ λήψη τοῦ ἁγιασμοῦ). Στή Θεία Κοινωνία πού εἶναι τό κατεξοχήν μυστήριο στό ὁποῖο φανερώνεται ἡ ᾽Εκκλησία, ἔχουμε τόν ἴδιο τόν Κύριο ὑπό τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, γι᾽ αὐτό καί ἡ χάρη πού παρέχει εἶναι δραστική, δηλαδή ἐπιδρᾶ στόν κοινωνοῦντα εἴτε εἶναι σωστά προετοιμασμένος εἴτε ὄχι. ᾽Επιδρᾶ θετικά σ᾽ αὐτόν πού εἶναι σωστά προετοιμασμένος, δηλαδή τόν κάνει καλύτερο καί τόν ἁγιάζει, ἐνῶ ἐπιδρᾶ ἀρνητικά σ᾽ αὐτόν πού προσέρχεται μέ ἀμετανοησία καί χωρίς ἐπίγνωση, δηλαδή τόν κάνει χειρότερο καί πιό σκοτεινιασμένο στόν νοῦ. Στόν ἁγιασμό ὅμως ἔχουμε ὄχι ἕνα μυστήριο, ἀλλά μία ἁγιαστική λεγόμενη πράξη, πού σημαίνει ὅτι παρέχεται μέν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὄχι μέ τόν δραστικό τρόπο πού δρᾶ ἕνα μυστήριο. Γι᾽ αὐτό καί ἐνῶ ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι ὑποχρεωτική καί ἀπαραίτητη στόν πιστό πρός σωτηρία, δέν συμβαίνει τό ἴδιο μέ τόν ἁγιασμό. Δέν εἶναι τυχαῖο ἄλλωστε ἐπ᾽ αὐτοῦ ὅτι μετά τή Θεία Κοινωνία ὑπάρχει ὡς πρακτική εἴτε ἡ λήψη τοῦ ἁγιασμοῦ εἴτε ἡ λήψη τοῦ ἀντιδώρου. Στό Ἅγιον Ὄρος μάλιστα ἔχουμε μάθει ὅτι ἐνῶ φαίνεται ὅτι πρέπει νά προηγηθεῖ ὁ ἁγιασμός, προηγεῖται τό ἀντίδωρο καί ἀκολουθεῖ ὁ ἁγιασμός, γιατί αὐτό διευκολύνει τήν ἴδια τήν πράξη.
4. Ὁ ἁγιασμός μπορεῖ νά κρατηθεῖ στό σπίτι ὅλον τόν χρόνο ὡς μέσο ἁγιασμοῦ τῶν πιστῶν. Ἡ ἀντίληψη ὅτι δέν κρατεῖται μᾶλλον προῆλθε ἀπό αὐτό πού συμβαίνει μέ τή Θεία Κοινωνία, ἡ ὁποία πρέπει νά καταλυθεῖ τήν ἴδια ἡμέρα. Γιά νά καταλάβει κανείς τό ἐσφαλμένο τῆς ἀντίληψης αὐτῆς δέν ἔχει παρά νά σκεφτεῖ ὅτι στούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες οἱ χριστιανοί πού συνήθιζαν νά κοινωνοῦν κάθε ἡμέρα καί γιά διαφόρους λόγους δέν μποροῦσαν νά ἔρχονται στή Θεία Λειτουργία εἶχαν τήν ἄδεια ἀπό τήν ᾽Εκκλησία νά ἔχουν τή Θεία Κοινωνία στό σπίτι τους γιά τήν καθημερινή μετάληψή τους. Εἶναι αὐτονόητο ὅμως ὅτι ὁ χριστιανός πού κρατεῖ τόν ἁγιασμό στό σπίτι θά πρέπει νά προσέχει ὥστε ἡ ζωή του νά εἶναι πράγματι χριστιανική. Σπίτι πού ἀκούγονται βλασφημίες καί ὕβρεις, πού δέν γίνεται προσευχή, πού δέν ὑπάρχει ἐπίγνωση ὅτι ὡς χριστιανοί εἴμαστε μέλη Χριστοῦ, πού μ᾽ ἕναν λόγο τό σπίτι δέν εἶναι ῾λειτουργημένο καί λιβανισμένο᾽, εἶναι ἀνάξιο νά ἔχει ὄχι ἁγιασμό ἀλλά οὔτε κἄν εἰκόνα. ῎Αν ὅμως δέν συμβαίνει τό παραπάνω, τότε καί κρατᾶμε τόν ἁγιασμό καί τόν χρησιμοποιοῦμε πρός μετάληψη, μετά ἀπό προσευχή βεβαίως καί μετάνοια, ἰδίως σέ δύσκολες καί κρίσιμες στιγμές τῆς ζωῆς μας.
5. Μέ βάση τά παραπάνω συνειδητοποιοῦμε καί τό ἑξῆς: ἄν δέν ἔλθει ὁ ἱερέας γιά διαφόρους λόγους γιά νά ἁγιάσει τό σπίτι μας –ἰδίως σέ πολυκατοικίες πού μερικές φορές μάλιστα δέν ἔχει καί ἀσανσέρ – τότε μποροῦν οἱ πιστοί μέ τόν ἁγιασμό πού παίρνουν ἀπό τόν ἱερό Ναό νά ἁγιάσουν τό σπίτι. Μή ξεχνᾶμε ἄλλωστε ὅτι κατά τήν πίστη μας ὅλοι οἱ βαπτισμένοι στό ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἔχουν τή λεγόμενη γενική ἤ πνευματική ἱερωσύνη. ῾Ως ῾βασίλειον ἱεράτευμα᾽ λοιπόν μποροῦν νά προβαίνουν στόν ἁγιαστικό αὐτόν ραντισμό.
6. ῾Υπενθυμίζουμε τέλος ὅτι ὁ σωστός ἑορτασμός τῶν Θεοφανείων βρίσκεται στήν ἀπό νωρίς συμμετοχή μας στίς ἀκολουθίες καί κυρίως στήν ἑτοιμασία μας νά κοινωνήσουμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων. ῞Ολες οἱ ἑορτές ἄλλωστε τῆς ᾽Εκκλησίας μας γι᾽ αὐτό ὑπάρχουν καί γίνονται: νά μᾶς βοηθήσουν νά παίρνουμε μέσα μας τόν Χριστό καί νά ἔτσι νά ζοῦμε τή δική Του ζωή ὡς δική μας.