Δώδεκα μίλια έξω από τη Δαμασκό ασκήτευε ένας στυλίτης.
Κάποτε σκανδαλίστηκε μ' έναν ιερέα της πόλης, για τον οποίο πληροφορήθηκε πώς έπεφτε σε σαρκική αμαρτία.
Σε λίγες μέρες ο ιερέας αυτός έτυχε να πάει να λειτουργήσει στο μοναστήρι, όπου βρισκόταν και ο στύλος του ασκητή.
Την ώρα του κοινωνικού, ο στυλίτης κατέβασε σ' ένα καλάθι το άγιο Ποτήριο που είχε μαζί του, και μέσα σ' αυτό του έβαλαν τα άχραντα Μυστήρια.
Όταν όμως ανέβασε πάνω την θεία Κοινωνία, δίσταζε νά μεταλάβει. Έφερνε στο νου του την κατηγορία πού είχε ακούσει για τον λειτουργό ιερέα, και συλλογιζόταν: Άραγε, έχει αγιαστεί αυτή η μερίδα;
Επιφοίτησε σ' αυτή το άγιο Πνεύμα ή εμπόδισε τον ερχομό Του η αμαρτία του λειτουργού;
'Έτσι όπως είμαι σκανδαλισμένος με τον ιερέα, πρέπει να μεταλάβω ή όχι;".
Ενώ συλλογιζόταν αυτά, ο Θεός οικονόμησε να συμβεί κάτι φρικτό, για να πληροφορηθεί ο στυλίτης και συνάμα να στηριχθεί κάθε χριστιανική ψυχή.
Την ώρα που τεμαχιζόταν το πανάγιο Σώμα, πριν τη μετάληψη του λαού, μία μερίδα κύλησε από το δισκάριο κι έπεσε στην αγία τράπεζα, όπου μεταβλήθηκε σε σάρκα μπροστά στα μάτια όλων όσων βρίσκονταν εκεί.
Ο λειτουργός, θαμπωμένος, δοκίμασε ν' ακουμπήσει και νά ψηλαφίσει την Αγία μερίδα.
Μόλις όμως την άγγιξε, εκείνη κόλλησε στό δάχτυλό του σαν ζωντανή, φρεσκοσφαγμένη σάρκα. Και καθώς τράβηξε το χέρι του, υψώθηκε και η Αγία μερίδα κολλημένη στο δάχτυλο. Αμέσως έσταξαν τρεις σταγόνες Αίμα στην Αγία τράπεζα, πού πότισαν το πρώτο και δεύτερο κάλυμμα κι έφτασαν μέχρι το μάρμαρο.
Όταν πληροφορήθηκε ο στυλίτης το θαυμαστό γεγονός, μετάλαβε με φόβο και τρόμο την Αγία μερίδα που του είχαν στείλει, και ομολόγησε σ' όλους τη δυσπιστία του.
Ο όσιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης, που διηγήθηκε τη θαυμαστή αυτή ιστορία, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του θαύματος. Αξιώθηκε να δει, να προσκυνήσει και να πάρει μαζί του ένα κομμάτι από τη θεόσαρκη μερίδα.
Κάποτε βρέθηκε στα Ιεροσόλυμα, όπου συνάντησε ένα δαιμονισμένο. Με αδίσταχτη πίστη του κρέμασε στο λαιμό, μέσα σε σακουλάκι, την Αγία μερίδα, και σε μερικές μέρες ο ασθενής είχε θεραπευθεί.
Κάποτε σκανδαλίστηκε μ' έναν ιερέα της πόλης, για τον οποίο πληροφορήθηκε πώς έπεφτε σε σαρκική αμαρτία.
Σε λίγες μέρες ο ιερέας αυτός έτυχε να πάει να λειτουργήσει στο μοναστήρι, όπου βρισκόταν και ο στύλος του ασκητή.
Την ώρα του κοινωνικού, ο στυλίτης κατέβασε σ' ένα καλάθι το άγιο Ποτήριο που είχε μαζί του, και μέσα σ' αυτό του έβαλαν τα άχραντα Μυστήρια.
Όταν όμως ανέβασε πάνω την θεία Κοινωνία, δίσταζε νά μεταλάβει. Έφερνε στο νου του την κατηγορία πού είχε ακούσει για τον λειτουργό ιερέα, και συλλογιζόταν: Άραγε, έχει αγιαστεί αυτή η μερίδα;
Επιφοίτησε σ' αυτή το άγιο Πνεύμα ή εμπόδισε τον ερχομό Του η αμαρτία του λειτουργού;
'Έτσι όπως είμαι σκανδαλισμένος με τον ιερέα, πρέπει να μεταλάβω ή όχι;".
Ενώ συλλογιζόταν αυτά, ο Θεός οικονόμησε να συμβεί κάτι φρικτό, για να πληροφορηθεί ο στυλίτης και συνάμα να στηριχθεί κάθε χριστιανική ψυχή.
Την ώρα που τεμαχιζόταν το πανάγιο Σώμα, πριν τη μετάληψη του λαού, μία μερίδα κύλησε από το δισκάριο κι έπεσε στην αγία τράπεζα, όπου μεταβλήθηκε σε σάρκα μπροστά στα μάτια όλων όσων βρίσκονταν εκεί.
Ο λειτουργός, θαμπωμένος, δοκίμασε ν' ακουμπήσει και νά ψηλαφίσει την Αγία μερίδα.
Μόλις όμως την άγγιξε, εκείνη κόλλησε στό δάχτυλό του σαν ζωντανή, φρεσκοσφαγμένη σάρκα. Και καθώς τράβηξε το χέρι του, υψώθηκε και η Αγία μερίδα κολλημένη στο δάχτυλο. Αμέσως έσταξαν τρεις σταγόνες Αίμα στην Αγία τράπεζα, πού πότισαν το πρώτο και δεύτερο κάλυμμα κι έφτασαν μέχρι το μάρμαρο.
Όταν πληροφορήθηκε ο στυλίτης το θαυμαστό γεγονός, μετάλαβε με φόβο και τρόμο την Αγία μερίδα που του είχαν στείλει, και ομολόγησε σ' όλους τη δυσπιστία του.
Ο όσιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης, που διηγήθηκε τη θαυμαστή αυτή ιστορία, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του θαύματος. Αξιώθηκε να δει, να προσκυνήσει και να πάρει μαζί του ένα κομμάτι από τη θεόσαρκη μερίδα.
Κάποτε βρέθηκε στα Ιεροσόλυμα, όπου συνάντησε ένα δαιμονισμένο. Με αδίσταχτη πίστη του κρέμασε στο λαιμό, μέσα σε σακουλάκι, την Αγία μερίδα, και σε μερικές μέρες ο ασθενής είχε θεραπευθεί.