Μέσα στόν κόσμο πού ζοῦμε, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, εἶναι παρατηρημένο, ὅτι δέν ἔχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τήν ἴδια ἀντίληψη, τήν ἴδια ἀποδοτικότητα, τήν ἴδια ἱκανότητα. Ἐκεῖ ὅπου ὁ ἕνας ὑστερεῖ, ὁ ἄλλος ὑπερέχει. Ὁ ἕνας εἶναι πλούσιος σέ ταλέντα καί χαρίσματα, ὁ ἄλλος εἶναι πτωχός.
Ὅλοι ὅμως ἀνεξαιρέτως οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε λάβει ἀπό τό Θεό, «τάλαντα» τά ὁποῖα κατά τόν τρόπο πού ἔχουν δοθεῖ, ἐξυπηρετοῦν μία μεγάλη σκοπιμότητα, κρατοῦν σέ ἰσορροπία τήν κοινωνία καί βοηθοῦν τήν ὁμαλή λειτουργία τοῦ κοινωνικοῦ σώματος.
Οἱ ταλαντοῦχοι εἶναι σπάνιες ἐξαιρέσεις. Οἱ πιό πολλοί εἴμαστε μετριότητες. Μποροῦμε ὅμως μέ τήν καλλιέργεια τῶν ταλάντων πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός νά ἀποκτήσουμε τά χαρίσματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί νά γίνουμε ἄνθρωποι χαριτωμένοι. Ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν αὔξηση τῶν χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ προσωπικός ἀγώνας.
Ὁ ἀνθρωπος πού πρίν τήν ἀποδημία του ἐμπιστεύθηκε στούς δούλους του «τά ὑπάρχοντα αὐτοῦ» εἶναι ὁ Θεός. Οἱ τρεῖς δοῦλοι εἶναι τρεῖς κατηγορίες ἀνθρώπων, πού παίρνουν ἀπό τό Θεό διάφορα «τάλαντα» γιά νά τά αὐξήσουν καί τά ἐπιστρέψουν κατά τήν ἡμέρα τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ Θεοῦ, δηλ. τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, κατά τήν ὁποία καθένας θά λογοδοτήσει γιά τό πῶς χρησιμοποίησε τά τάλαντα καί τίς ἱκανότητές του.
Ὁ ἀνθρωπος πού πρίν τήν ἀποδημία του ἐμπιστεύθηκε στούς δούλους του «τά ὑπάρχοντα αὐτοῦ» εἶναι ὁ Θεός. Οἱ τρεῖς δοῦλοι εἶναι τρεῖς κατηγορίες ἀνθρώπων, πού παίρνουν ἀπό τό Θεό διάφορα «τάλαντα» γιά νά τά αὐξήσουν καί τά ἐπιστρέψουν κατά τήν ἡμέρα τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ Θεοῦ, δηλ. τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, κατά τήν ὁποία καθένας θά λογοδοτήσει γιά τό πῶς χρησιμοποίησε τά τάλαντα καί τίς ἱκανότητές του.
Ὅταν θά ἔλθει ἡ φοβερά ἡμέρα τῆς κρίσεως, ἄλλοι θά ἔχουν χρησιμοποιήσει τά ταλέντα τους πρός δόξαν Θεοῦ. Αὐτούς θά τούς ἀμείψει ὁ Θεός, γιατί φάνηκαν ἄνθρωποι, μέ ἀνθρώπινη συνείδηση. Τούς ἄλλους ὅμως πού εἶχαν θέσει σάν στόχο τῆς ζωῆς τους τήν ἱκανοποίηση τοῦ ἑαυτοῦ τους μόνο καί δέν καλλιέργησαν χάριν τοῦ συνόλου τά τάλαντα τοῦ Θεοῦ θά τιμωρήσει μέ τήν αἰώνια καταισχύνη.
Ὅσο κι ἄν θέλουμε νά πιστέψουμε στήν ἰδέα τῆς ἰσότητος τῶν ἀνθρώπων μερικές φορές βρισκόμαστε μπροστά στήν ὠμή πραγματικότητα πού μᾶς ἀνατρέπει τούς ὁραματισμούς. Γιατί, ναί μέν μπροστά στό Θεό είμαστε ὅλοι ἴσοι, θνητοί καί ἀδύναμοι, ἀλλά μέσα στήν κοινωνία ζοῦμε διαφορετικά. Θά ἦταν φύσει ἀδύνατο νά λειτουργήσει κοινωνία ἀνθρώπων, ἄν ὅλοι εἶχαν στόν ἴδιο βαθμό καί στό ἴδιο εἶδος τίς ἱκανότητες καί τίς δωρεές. Ὅπως ἀκριβῶς δέν εἶναι δυνατόν ὅλο τό σῶμα νά εἶναι μόνο μάτια ἡ μόνο χέρια, οὔτε ὁ στρατός ν΄ἀποτελεῖται μόνο ἀπό στρατηγούς, ἔτσι καί στήν κοινωνία δέν μποροῦν νά εἶναι ὅλοι ἴσοι. Ἄνιση εἶναι ἡ διανομή ἀλλά ὄχι ἄδικη. Τάλαντο παίρνει καί ὁ πλούσιος καί ὁ πτωχός καί ὁ σοφός καί ὁ ἄσημος. Κανείς δέν μένει χωρίς τάλαντο. Κι ἄν κανείς νομίζει ὅτι δέν ἔχει τίποτα ἀλλο, πάντως ἔχει τήν ἀθάνατη ψυχή, πού ἀξίζει περισσότερο ἀπ΄ὅλο τόν κόσμο.
Μέσα στήν κοινωνία λοιπόν ὑπάρχουν ἀπό τή μιά πλευρά οἱ ταλαντοῦχοι, οἱ προικισμένοι μέ ἰδιαίτερες ἱκανότητες κι ἀπό τήν ἄλλη οἱ μετριότητες. Κι ἀπό τήν ἄνιση αὐτή διανομή, ἄν λείπει ὁ συνδετικός κρῖκος τῆς ἀγάπης, ἀνοίγεται μεγάλο χάσμα πού συνεχῶς ἀπομακρύνει τούς μέν ἀπό τούς δέ. Οἱ πρῶτοι μέ τό αἴσθημα τῆς ὑπεροχῆς βλέπουν τούς ἄλλους ἐγωϊστικά, ἀνθρώπους δεύτερης ἐπιλογῆς. Οἱ δεύτεροι μέ τό κόμπλεξ τῆς κατωτερότητος δέν ἀνέχονται τήν παρουσία τῶν πρώτων, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐπικρατεῖ στήν κοινωνία κλῖμα ἀκήρυκτου πολέμου ἀλληλοεξοντώσεως. Ἐκεῖ φθάνει ὁ ἄνθρωπος πού ἀγνοεῖ ὅτι ὁ Θεός «νέμει τοῖς δούλοις τόν πλοῦτον» τῶν ταλάντων.
Μέσα στήν Ἐκκλησία ὅλα ἐναρμονίζονται ἀρκεῖ μόνο καί «οἱ τά πέντε τάλαντα λαβόντες» καί οἱ «τό ἕν τάλαντον» νά ἔχουν τή διάθεση τῆς ἀγωνιστικότητος καί νά διακρίνονται γιά τά αἰσθήματα ἀνθρωπισμοῦ καί καλωσύνης. Καί ἀκόμα νά προσπαθήσουν τά τάλαντα νά μεταποιήσουν σέ χαρίσματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα τῆς λογοδοσίας ὁ Θεός θά ζητήσει πολλά ἀπό ἐκείνους στούς ὁποίους ἔδωσε πολλά καί λίγα ἀπό ἐκείνους στούς ὁποίους ἔδωσε λίγα. Τούς καλούς καί φρονίμους οἰκονόμους θά ἀμείψει μέ ἔπαινο καί τιμή, ἐνῶ τούς πονηρούς καί ὀκνηρούς μέ καταισχύνη. Τούς ἐργάτες τοῦ καλοῦ θά δεχθεῖ στή Βασιλεία του συνδαιτημόνες τῆς θεϊκῆς δόξης του, ἐνῶ τούς «ἀχρείους δούλους» θά καταδικάσει «εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον». Θά τούς τιμωρήσει ὄχι γιατί ἔπραξαν τό κακό, ἀλλά διότι δέν ἐργάσθηκαν τό ἀγαθό. Τό συμπέρασμα τῆς σημερινῆς παραβολῆς εἶναι ὅτι θά τιμωρηθεῖ σάν κακοποιός καθένας πού δέν προσπάθησε νά γίνει ἀγαθοποιός.
Ὁ Θεός ἐπροίκησε τόν καθένα μας μέ τάλαντα πολλά. Ἄς μή τά κρύψουμε γιά τή δική μας μόνο εὐτυχία. Ἄς ἀνοίξουμε τό θησαυροφυλάκιο τῆς καρδιᾶς μας κι ἄς δώσουμε μέ ἀπλοχεριά σ΄ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη.
Ὅσο κι ἄν θέλουμε νά πιστέψουμε στήν ἰδέα τῆς ἰσότητος τῶν ἀνθρώπων μερικές φορές βρισκόμαστε μπροστά στήν ὠμή πραγματικότητα πού μᾶς ἀνατρέπει τούς ὁραματισμούς. Γιατί, ναί μέν μπροστά στό Θεό είμαστε ὅλοι ἴσοι, θνητοί καί ἀδύναμοι, ἀλλά μέσα στήν κοινωνία ζοῦμε διαφορετικά. Θά ἦταν φύσει ἀδύνατο νά λειτουργήσει κοινωνία ἀνθρώπων, ἄν ὅλοι εἶχαν στόν ἴδιο βαθμό καί στό ἴδιο εἶδος τίς ἱκανότητες καί τίς δωρεές. Ὅπως ἀκριβῶς δέν εἶναι δυνατόν ὅλο τό σῶμα νά εἶναι μόνο μάτια ἡ μόνο χέρια, οὔτε ὁ στρατός ν΄ἀποτελεῖται μόνο ἀπό στρατηγούς, ἔτσι καί στήν κοινωνία δέν μποροῦν νά εἶναι ὅλοι ἴσοι. Ἄνιση εἶναι ἡ διανομή ἀλλά ὄχι ἄδικη. Τάλαντο παίρνει καί ὁ πλούσιος καί ὁ πτωχός καί ὁ σοφός καί ὁ ἄσημος. Κανείς δέν μένει χωρίς τάλαντο. Κι ἄν κανείς νομίζει ὅτι δέν ἔχει τίποτα ἀλλο, πάντως ἔχει τήν ἀθάνατη ψυχή, πού ἀξίζει περισσότερο ἀπ΄ὅλο τόν κόσμο.
Μέσα στήν κοινωνία λοιπόν ὑπάρχουν ἀπό τή μιά πλευρά οἱ ταλαντοῦχοι, οἱ προικισμένοι μέ ἰδιαίτερες ἱκανότητες κι ἀπό τήν ἄλλη οἱ μετριότητες. Κι ἀπό τήν ἄνιση αὐτή διανομή, ἄν λείπει ὁ συνδετικός κρῖκος τῆς ἀγάπης, ἀνοίγεται μεγάλο χάσμα πού συνεχῶς ἀπομακρύνει τούς μέν ἀπό τούς δέ. Οἱ πρῶτοι μέ τό αἴσθημα τῆς ὑπεροχῆς βλέπουν τούς ἄλλους ἐγωϊστικά, ἀνθρώπους δεύτερης ἐπιλογῆς. Οἱ δεύτεροι μέ τό κόμπλεξ τῆς κατωτερότητος δέν ἀνέχονται τήν παρουσία τῶν πρώτων, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐπικρατεῖ στήν κοινωνία κλῖμα ἀκήρυκτου πολέμου ἀλληλοεξοντώσεως. Ἐκεῖ φθάνει ὁ ἄνθρωπος πού ἀγνοεῖ ὅτι ὁ Θεός «νέμει τοῖς δούλοις τόν πλοῦτον» τῶν ταλάντων.
Μέσα στήν Ἐκκλησία ὅλα ἐναρμονίζονται ἀρκεῖ μόνο καί «οἱ τά πέντε τάλαντα λαβόντες» καί οἱ «τό ἕν τάλαντον» νά ἔχουν τή διάθεση τῆς ἀγωνιστικότητος καί νά διακρίνονται γιά τά αἰσθήματα ἀνθρωπισμοῦ καί καλωσύνης. Καί ἀκόμα νά προσπαθήσουν τά τάλαντα νά μεταποιήσουν σέ χαρίσματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα τῆς λογοδοσίας ὁ Θεός θά ζητήσει πολλά ἀπό ἐκείνους στούς ὁποίους ἔδωσε πολλά καί λίγα ἀπό ἐκείνους στούς ὁποίους ἔδωσε λίγα. Τούς καλούς καί φρονίμους οἰκονόμους θά ἀμείψει μέ ἔπαινο καί τιμή, ἐνῶ τούς πονηρούς καί ὀκνηρούς μέ καταισχύνη. Τούς ἐργάτες τοῦ καλοῦ θά δεχθεῖ στή Βασιλεία του συνδαιτημόνες τῆς θεϊκῆς δόξης του, ἐνῶ τούς «ἀχρείους δούλους» θά καταδικάσει «εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον». Θά τούς τιμωρήσει ὄχι γιατί ἔπραξαν τό κακό, ἀλλά διότι δέν ἐργάσθηκαν τό ἀγαθό. Τό συμπέρασμα τῆς σημερινῆς παραβολῆς εἶναι ὅτι θά τιμωρηθεῖ σάν κακοποιός καθένας πού δέν προσπάθησε νά γίνει ἀγαθοποιός.
Ὁ Θεός ἐπροίκησε τόν καθένα μας μέ τάλαντα πολλά. Ἄς μή τά κρύψουμε γιά τή δική μας μόνο εὐτυχία. Ἄς ἀνοίξουμε τό θησαυροφυλάκιο τῆς καρδιᾶς μας κι ἄς δώσουμε μέ ἀπλοχεριά σ΄ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη.
Ἄς διαθέσουμε τήν ὑγεία μας γιά τή δική τους ἀρρώστια, τόν πλοῦτο μας γιά τήν φτώχεια τους, τήν ἐξυπνάδα μας γιά τή φιλομάθειά τους, τή δύναμη τοῦ ἀξιώματός μας γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἀναγκῶν τους.
Ἄν ἔτσι διαχειρισθοῦμε τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ θ΄ ἀκούσουμε κατά τήν φρικτή ἡμέρα τῆς κρίσεως τήν παρήγορη φωνή τοῦ δικαιοκρίτου: «Εὖ, δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου».