Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσή μας ἐμεῖς ὡς Ὀρθόδοξοι βλέπουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀσθενεῖ καὶ ἡ αἰτία τῆς ἀσθένειάς του δὲν εἶναι ἐξωτερική, ἀλλὰ ἐσωτερική. Οἱ Πατέρες λένε ὅτι ἡ αἰτία τῆς ἀσθένειας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀποστασία του ἀπὸ τὸν Δημιουργό του καὶ ἐν συνεχείᾳ ἡ παρουσία καὶ οἰκοδόμηση τῆςὑπερηφάνειας.
Τί εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια; Εἶναι μία προσπάθεια νὰ ἀναφερθεῖ ὁ ἄνθρωπος στὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἐαυτό του καὶ νὰ γίνει ἔτσι μὲ τὶς μέρες ποὺ περνοῦν ἕνα ἐσωτερικὸ βραχυκύκλωμα, γιατὶ δὲν μπορεῖ κανείς, νὰ γνωρίσει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του εὔκολα, οὔτε καὶ νὰ θεραπεύσει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του.
Ἐπειδὴ ὅμως ἀρνήθηκε Ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἔπλασε, ὁ ὁποῖος φροντίζει καὶ μεριμνᾷ γι᾿ αὐτὸν καὶ ἐγωιστικὰ ἐπιμένει σ᾿ αὐτὴν τὴν ἄρνηση, γι᾿ αὐτὸ ὁ πιὸ κοντινὸς θὰ λέγαμε παράγων ἀναφορᾶς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἐαυτός του καὶ δὲν ἀνέχεται νὰ βάλλει ἄλλον ποὺ νὰ εἶναι ἀφέντης, πάνω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του.
Ἡ ἁμαρτία ἑπομένως μὲ κεντρικὸ σημεῖο τὴν ὑπερηφάνεια, τὸν ἐγωισμό, εἶναι ἐκείνη ποὺ δημιουργεῖ ἀσθένειες. Κατ᾿ ἀρχὰς ψυχικὲς καὶ ἐν συνεχείᾳ καὶ σωματικές.
Λέει ἕνας σύγχρονος Πατέρας «ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ ῥίζα πάσης τραγῳδίας, εἶναι τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον». Αὐτὸ τὸ σκότος χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ σπορεὺς τοῦ μίσους, εἶναι ὁ ἀφανιστὴς τῆς εἰρήνης, ἡ ἀντικειμένη εἰς τὴν τάξιν - δηλαδὴ ἡ ἀντίθετη, ἡ ἀπέναντι - ποὺ ἐθέσπισε ὁ Θεός, σ᾿ αὐτὴν βρίσκεται ἡ οὐσία τοῦ ᾍδου καὶ εἶναι τὸ κύριο πρόσκομμα ποὺ δὲν ἀφήνει νὰ φωτισθεῖ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ οἰκοδομήσει ἐν ἉγίῳΠνεύματι, τὴ δική του προκοπή.
Φαντάζεσθε ἕνας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος φέρει μία τέτοια ἀσθενικὴ κατάσταση στὸ ἐσωτερικό του κι ἔχει αὐτὰ τὰ ἀποτελέσματα ποὺ ἀναφέρθηκαν, τί τραγικὲς συνέπειες ἔχει μετὰ ἀπὸ ἐκεῖ. Ἕνας ὁ ὁποῖος ζεῖ ἕνα σκοτάδι στὸ βάθος του, ἕνας ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει τρόπο ν᾿ ἀπαλλαγεῖ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ σκοτάδι, ὅλες του οἱ κινήσεις καὶ οἱ ἐσωτερικές, ἀλλὰ κυρίως οἱ ἐξωτερικὲς εἶναι κινήσεις ποὺ δημιουργοῦν στὴν ψυχοσωματική του ὕπαρξη, μία διασάλευση. Δημιουργοῦν μία σύγκρουση.
Μία πληθώρα παθῶν ἐμφανίζονται στὰ τρία μέρη τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὸ νοῦ του, στὸ λογιστικὸ καὶ στὴν καρδία του, τὸ θυμικό, ἀλλὰ κυρίως στὴ γαστέρα καὶ τὰ ὑπογάστρια, τὸ ἐπιθυμητικό. Ὅπου αὐτὰ τὰ πάθη γίνονται ἕνα δάσος ποὺ τοῦ ἐπισκιάζουν τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης καὶ τοῦ στεροῦν τὴν ἰκμάδα τῆς ζωῆς.
Ὅπως ἕνα ἀντικείμενο, μία ζωντανὴ ὕπαρξη (ένα φυτό) ἂν τὴν βάλουμε σ᾿ ἕνα σκοτάδι, θὰ δοῦμε ὅτι ὄχι μόνο χάνει τὴ θέα τοῦ ἡλίου, ἀλλὰ σὰν συνέπεια καὶ ἀποτέλεσμα χάνει τὴν ἴδια του τὴ ζωή, σιγὰ-σιγὰ χάνει τὴ χλωροφύλλη, τὴν ἰκμάδα τῆς ζωῆς του καὶ πεθαίνει καὶ ξεραίνεται χωρὶς νὰ μπορεῖ κάποιος νὰ τὸν βοηθήσει...
....Σιγὰ-σιγὰ ἔρχεται καὶ ἡ νέκρωση, ὁ θάνατος ὁ σωματικὸς εἶναι μία κατάληξη τῆς ἐσωτερικῆς νεκρώσεως ποὺ ὑπέστη ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν παρουσία των παθῶν τῶν ψυχοφθόρων καὶ τὴν παρουσία τῶν δαιμόνων.
Ὁ θάνατος λοιπὸν ἀπ᾿ ὅπου εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν φανερωθοῦν ὅλα τὰ κακὰ ἔχει τὴν ρίζα τοῦ ἔσωθεν. Ἐκ τῆς καρδίας λένε ἔρχονται, ἐκπορεύονται οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοί, οἱ πορνεῖες, οἱ μοιχεῖες, οἱ φόνοι, κλοπαί, πλεονεξία, πονηριά, δόλος, ἀσέλγεια, ὀφθαλμὸς πονηρός, βλασφημία, ἀφροσύνη καὶ λοιπά. Αὐτὰ ἀσφαλῶς δὲν εἶναι γεννήματα τῆς φύσεώς μας, γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἔπλασε φύση ποὺ νὰ γεννᾷ τέτοια ἐκτρώματα, ἀλλὰ εἶναι στοιχεῖα τὰ ὁποῖα ᾖρθαν ἀπ᾿ἔξω.
Λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος σ᾿ ἕνα σημεῖο «Ξένον γὰρ φύσεως ἡμῶν τὴν κακίαν τῶν παθῶν διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, ἐν ἑαυτοῖς ἐλλιξάμεθα».
Εἶναι ξένη της φύσεώς μας ἡ παρουσία τῶν παθῶν. Πῶς ᾖρθε; Ἦρθε διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, καὶ τὴν ἐδέχθη ἡ φύσις μας σὰν ἕνα καινούργιο στοιχεῖο, χωρὶς νὰ τὸ ἔχει πλάσει ὁ Θεός.
Τί εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια; Εἶναι μία προσπάθεια νὰ ἀναφερθεῖ ὁ ἄνθρωπος στὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἐαυτό του καὶ νὰ γίνει ἔτσι μὲ τὶς μέρες ποὺ περνοῦν ἕνα ἐσωτερικὸ βραχυκύκλωμα, γιατὶ δὲν μπορεῖ κανείς, νὰ γνωρίσει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του εὔκολα, οὔτε καὶ νὰ θεραπεύσει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του.
Ἐπειδὴ ὅμως ἀρνήθηκε Ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἔπλασε, ὁ ὁποῖος φροντίζει καὶ μεριμνᾷ γι᾿ αὐτὸν καὶ ἐγωιστικὰ ἐπιμένει σ᾿ αὐτὴν τὴν ἄρνηση, γι᾿ αὐτὸ ὁ πιὸ κοντινὸς θὰ λέγαμε παράγων ἀναφορᾶς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἐαυτός του καὶ δὲν ἀνέχεται νὰ βάλλει ἄλλον ποὺ νὰ εἶναι ἀφέντης, πάνω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του.
Ἡ ἁμαρτία ἑπομένως μὲ κεντρικὸ σημεῖο τὴν ὑπερηφάνεια, τὸν ἐγωισμό, εἶναι ἐκείνη ποὺ δημιουργεῖ ἀσθένειες. Κατ᾿ ἀρχὰς ψυχικὲς καὶ ἐν συνεχείᾳ καὶ σωματικές.
Λέει ἕνας σύγχρονος Πατέρας «ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ ῥίζα πάσης τραγῳδίας, εἶναι τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον». Αὐτὸ τὸ σκότος χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ σπορεὺς τοῦ μίσους, εἶναι ὁ ἀφανιστὴς τῆς εἰρήνης, ἡ ἀντικειμένη εἰς τὴν τάξιν - δηλαδὴ ἡ ἀντίθετη, ἡ ἀπέναντι - ποὺ ἐθέσπισε ὁ Θεός, σ᾿ αὐτὴν βρίσκεται ἡ οὐσία τοῦ ᾍδου καὶ εἶναι τὸ κύριο πρόσκομμα ποὺ δὲν ἀφήνει νὰ φωτισθεῖ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ οἰκοδομήσει ἐν ἉγίῳΠνεύματι, τὴ δική του προκοπή.
Φαντάζεσθε ἕνας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος φέρει μία τέτοια ἀσθενικὴ κατάσταση στὸ ἐσωτερικό του κι ἔχει αὐτὰ τὰ ἀποτελέσματα ποὺ ἀναφέρθηκαν, τί τραγικὲς συνέπειες ἔχει μετὰ ἀπὸ ἐκεῖ. Ἕνας ὁ ὁποῖος ζεῖ ἕνα σκοτάδι στὸ βάθος του, ἕνας ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει τρόπο ν᾿ ἀπαλλαγεῖ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ σκοτάδι, ὅλες του οἱ κινήσεις καὶ οἱ ἐσωτερικές, ἀλλὰ κυρίως οἱ ἐξωτερικὲς εἶναι κινήσεις ποὺ δημιουργοῦν στὴν ψυχοσωματική του ὕπαρξη, μία διασάλευση. Δημιουργοῦν μία σύγκρουση.
Ἐπὶ παραδείγματι ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἐσωτερικὸ ἀσθενικὸ σημεῖο ξεκινώντας, ἀρχίζουν νὰ ἀναφύονται τὰ πάθη καὶ τὰ πάθη εἶναι καὶ σωματικὰ καὶ ψυχικά.
Μία πληθώρα παθῶν ἐμφανίζονται στὰ τρία μέρη τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὸ νοῦ του, στὸ λογιστικὸ καὶ στὴν καρδία του, τὸ θυμικό, ἀλλὰ κυρίως στὴ γαστέρα καὶ τὰ ὑπογάστρια, τὸ ἐπιθυμητικό. Ὅπου αὐτὰ τὰ πάθη γίνονται ἕνα δάσος ποὺ τοῦ ἐπισκιάζουν τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης καὶ τοῦ στεροῦν τὴν ἰκμάδα τῆς ζωῆς.
Ὅπως ἕνα ἀντικείμενο, μία ζωντανὴ ὕπαρξη (ένα φυτό) ἂν τὴν βάλουμε σ᾿ ἕνα σκοτάδι, θὰ δοῦμε ὅτι ὄχι μόνο χάνει τὴ θέα τοῦ ἡλίου, ἀλλὰ σὰν συνέπεια καὶ ἀποτέλεσμα χάνει τὴν ἴδια του τὴ ζωή, σιγὰ-σιγὰ χάνει τὴ χλωροφύλλη, τὴν ἰκμάδα τῆς ζωῆς του καὶ πεθαίνει καὶ ξεραίνεται χωρὶς νὰ μπορεῖ κάποιος νὰ τὸν βοηθήσει...
....Σιγὰ-σιγὰ ἔρχεται καὶ ἡ νέκρωση, ὁ θάνατος ὁ σωματικὸς εἶναι μία κατάληξη τῆς ἐσωτερικῆς νεκρώσεως ποὺ ὑπέστη ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν παρουσία των παθῶν τῶν ψυχοφθόρων καὶ τὴν παρουσία τῶν δαιμόνων.
Ὁ θάνατος λοιπὸν ἀπ᾿ ὅπου εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν φανερωθοῦν ὅλα τὰ κακὰ ἔχει τὴν ρίζα τοῦ ἔσωθεν. Ἐκ τῆς καρδίας λένε ἔρχονται, ἐκπορεύονται οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοί, οἱ πορνεῖες, οἱ μοιχεῖες, οἱ φόνοι, κλοπαί, πλεονεξία, πονηριά, δόλος, ἀσέλγεια, ὀφθαλμὸς πονηρός, βλασφημία, ἀφροσύνη καὶ λοιπά. Αὐτὰ ἀσφαλῶς δὲν εἶναι γεννήματα τῆς φύσεώς μας, γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἔπλασε φύση ποὺ νὰ γεννᾷ τέτοια ἐκτρώματα, ἀλλὰ εἶναι στοιχεῖα τὰ ὁποῖα ᾖρθαν ἀπ᾿ἔξω.
Λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος σ᾿ ἕνα σημεῖο «Ξένον γὰρ φύσεως ἡμῶν τὴν κακίαν τῶν παθῶν διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, ἐν ἑαυτοῖς ἐλλιξάμεθα».
Εἶναι ξένη της φύσεώς μας ἡ παρουσία τῶν παθῶν. Πῶς ᾖρθε; Ἦρθε διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, καὶ τὴν ἐδέχθη ἡ φύσις μας σὰν ἕνα καινούργιο στοιχεῖο, χωρὶς νὰ τὸ ἔχει πλάσει ὁ Θεός.
Απόσπασμα από ὁμιλία που δόθηκε στὴν αἴθουσα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς
τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στὶς 15.12.1997