Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

Η Ορθοδοξία και οι θησαυροί της


Φώτης Κόντογλου

… Εάν ο άνθρωπος απελπισθεί από κάθε άλλη βοή­θεια και δέσει σφιχτά την ελπίδα του στον Θεό μοναχά, και ταπεινωθεί και δεν λογαριάζει για τίποτα τον εαυτό του, τότε θα νοιώσει να τον σκεπάζει η θεϊκή ευσπλα­χνία και να του δίνει κάποια δύναμη ώστε να μην υπάρ­χει τίποτα πια για να τον φοβερίζει, κι’ ούτε καμμιά ανά­γκη για να τον κάνει να τη συλλογισθεί.

Όλα του φαί­νονται σαν να μην υπάρχουνε, κι’ αυτός ελαφρός σαν πνοή γεμάτη δύναμη, χαρά, ελπίδα και αγάπη (γιατί η α­ληθινή αγάπη βγαίνει από την πίστη κι’ από την ελπί­δα), πετά υψηλά, γλυτωμένος από το βάρος της σαρκός κι’ από τις μάταιες φροντίδες τις σαρκικής διάνοιας, ή­γουν τη φιλοδοξία, τον μωρό ζήλο να ερευνήσει το μυ­στήριο του κόσμου, κι’ όλες τις άλλες μικρολογίες με τις οποίες είναι δεμένη η ζωή μας.

Αυτή είναι μια κατά­σταση αλλόκοτη κι’ απίστευτη, είναι η είσοδος εις την βασιλείαν του Θεού, που λέγει ο Κύριος, και που δεν λέ­γεται με λόγια, γιατί, δεν είναι ένας σαρκικός ενθουσια­σμός της διάνοιας, αλλά μια λύτρωση που γίνεται με τη χάρη του αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και δεν υπάρχουνε και λόγια σε τούτον τον κόσμο με τα οποία να ειπωθεί. Γι’ αυτό ο Κύριος, λέγοντας «βασιλεία του Θεού» ή «βασιλεία των ουρανών», δεν εξήγησε ποτέ τί είναι αυτή η «βασιλεία», αλλά μας δίδαξε μοναχά με τί τρόπο θα την αξιωθούμε.
Για να γεννηθεί ο άνθρωπος ο πνευματικός και για να βγει στο φως από το σκοτάδι, είναι ανάγκη να βασα­νισθεί, όπως γίνεται με τη γέννα του σαρκικού ανθρώ­που. Γι’ αυτό λέγει ο Χριστός: «Στενή και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν». Και στις Πράξεις των Αποστόλων διαβάζει κανένας πως ο Παύλος και ο Βαρνά­βας επήγαν στο Ικόνιον και στην Αντιόχεια «επιστηρίζοντες τας ψυχάς των μαθητών, παρακαλούντες εμμένειν τη πίστει και ότι δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού».


Το πνευματικό νήπιο πρέ­πει να κλάψει σαν το σαρκικό, για να βρει γάλα για να θραφεί. Ο άνθρωπος που δεν ελπίζει σε καμμιά βοήθεια εκτός από τον Θεό, και σε καμμιά ζωή εκτός από αυτόν, και σε καμμιά άλλη χαρά εκτός από αυτόν, και σε καμ­μιά δικαιοσύνη εκτός από αυτόν, και κρεμιέται με δά­κρυα μονάχα σ’ Εκείνον, έχοντας «μονογενή ελπίδα», αυτός βρίσκει έλεος και αναπαύεται από «τα της ματαιότητος και πολυμόχθου σαρκός». 

Γι’ αυτόν «η αγάπη η εν Χριστώ ισχυροτέρα εστί της ενταύθα ζωής», κατά τον ά­γιο Ισαάκ. Και δεν θέλει να χωρισθεί από τον Θεό, και προτιμά τον θάνατο από τούτον τον χωρισμό, γιατί νοιώ­θει καλά πως σωστά λέγει ο άγιος Κύριλλος ότι «θάνα­τος αληθής είναι ο χωρισμός της ψυχής από τον Θεόν και όχι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα».

Σ’ αυτή τη μακάρια κατάσταση βρίσκονται οι άγιοι, όχι λίγες ώρες της ζωής τους, αλλά παντοτεινά. Και για τούτο νοιώθουνε πως από τούτον τον κόσμο απογευθήκανε σαν ένα αρραβώνα τη μακαριότητα της αιωνίου ζω­ής. Και αγαπούνε κάθε άνθρωπο και κάθε πλάσμα, επειδή η τέλεια αγάπη προέρχεται από τη χαρά της πίστεως κι’ από τη βεβαιότητα κι’ από τη στερεή ελπίδα που έ­χουνε μέσα στην ψυχή τους.


Οι άλλοι άνθρωποι, οι α­μαρτωλοί, μπορεί να ελεηθούνε και να αξιωθούνε για λί­γο αυτή την απελευθέρωση από τη δουλεία της φθοράς, ν’ απογευθούνε λίγο από τον ουράνιον άρτον. Μα ύστε­ρα πάλι, σαν αδύνατοι άνθρωποι που είναι, από αμέλεια ξαναπέφτουνε στις μέριμνες του βίου, και χάνουνε εκεί­νη την ευωδία του μυστικού κόσμου στον οποίον ζήσανε εκείνον τον σύντομον καιρό.

Και ποθούνε θερμά να ξα­ναμπούνε πάλι στην ουράνια εκείνη πολιτεία, και την αναθυμιούνται με δάκρυα, κι’ ολοένα ελπίζουνε να την ξαναδούνε. Κι’ απορούνε πώς την χάσανε και πώς καταντήσανε πάλι δούλοι της σαρκός, και θρηνούνε σαν τους πρωτόπλαστους που καθήσανε έξω από τον Παρά­δεισο, μη μπορώντας να ξαναμπούνε μέσα.

Ξέρω πως πολλοί, διαβάζοντας αυτά που γράφω, θα πούνε πως η ζωή μας σήμερα δεν σηκώνει τέτοια καλο­γερίστικα πράγματα. Μα δεν έχουνε δίκιο. Οι σημερινοί άνθρωποι, όπως έγραψα κι’ άλλη φορά, δεν είναι όλοι ευχαριστημένοι από τη ζωή που ζούνε, ας έχουνε κάθε λογής υλικές αναπαύσεις και ασχολίες. Ίσια-ίσια σήμε­ρα η ανθρώπινη ψυχή βρίσκεται σε παραζάλη και σε α­γωνία, γιατί είδε καλά πως, ενώ ήλπιζε να πιάσει την ευ­τυχία με την επιστήμη και με την υλική και διανοητική δραστηριότητα, δεν επέτυχε αυτό που ήλπιζε.

Υπάρχουνε λοιπόν πολλοί άνθρωποι που διψάνε για αληθινή τροφή της ψυχής, και γι’ αυτούς γράφω. Κ’ ε­κτός από την Ελλάδα, μια τέτοια δίψα κατατρώγει εκα­τομμύρια κόσμο, κατά τα λόγια του Προφήτη που λέγει: «Να, έρχονται ημέρες, λέγει Κύριος, και θα στείλω επά­νω στη γη όχι πείνα για ψωμί, ούτε δίψα για νερό, αλλά πείνα του ν’ ακούσετε λόγον Κυρίου»…

Η Ορθοδοξία είναι η πηγή απ’ όπου τρέχουνε να ξεδιψάσουνε άνθρωποι που δεν ευρήκανε την αλήθεια ούτε στον Καθολικισμό, ούτε στον Προτεσταντισμό, ού­τε σε καμμιά άλλη από τις μυριάδες αιρέσεις που υπάρ­χουνε σήμερα.


Έτσι αποδείχνεται πως η Ορθοδοξία εί­ναι η πρώτη κι’ ανάλλακτη Εκκλησία, που δεν παρα­μορφώθηκε από κοσμικούς νεωτερισμούς, η κιβωτός που κλείνει μέσα της την αληθινή αποκάλυψη της χριστιανι­κής αλήθειας. Κ’ η αυστηρή παράδοσή της είναι το μέ­σον που διατηρήθηκε αυτή η αλήθεια, όχι σαν αφηρημέ­νη έννοια, αλλά σαν ζωντανή πραγματικότητα. Στον πρόλογο της «Φιλοκαλίας», που τυπώθηκε στα Εγγλέζι­κα ο Ρώσσος Νίκων γράφει ανάμεσα στα άλλα: «Οι βά­σεις της Ορθοδοξίας είναι η Αγία Γραφή και οι Παραδόσεις, άλλες προφορικές κι’ άλλες γραμμένες στα έργα των Πατέρων».

Αλλού γράφει: «Επειδή στις ημέρες μας δεν έχουμε πνευματικούς οδηγούς, γίνεται απαραίτητη η συνεχής μελέτη των ιερών αυτών έργων, ώστε ν’ ακο­λουθήσει κανένας ακίνδυνα αυτόν τον θαυμάσιον δρόμο που ανοίγει η τέχνη των τεχνών, η επιστήμη των επι­στημών της πνευματικής τελειοποιήσεως. Για να επιτύ­χουμε σε τούτο, είναι ανάγκη να έχουμε γνήσια ταπείνω­ση, ειλικρίνεια, εγκαρτέρηση και αγνότητα».

Και όμως, εμείς οι Έλληνες, που έχουμε αυτόν τον θησαυρό της Ορθοδοξίας, θέλουμε να θραφούμε θρη­σκευτικά με λογής-λογής ξένα άχερα. Ο πατήρ Νίκων, σε κάποιον δικό μας που πήγε στ’ Άγιον Όρος, είπε: «Πρέπει να θεωρείς τον εαυτό σου πολύ ευτυχισμένον που είσαι ορθόδοξος. Γιατί πολυτιμότερο πράγμα από την Ορθοδοξία δεν υπάρχει στον κόσμο».