Ἀπάντηση: Ἕνας πῆγε μία φορὰ στὸν Πνευματικὸ καὶ τοῦ εἶπε μία ἁμαρτία του καὶ τοῦ εἶπε τὴν ἁμαρτία ὅπως τὴν ἔκανε.
Μετὰ ἀπὸ τὴν ἐξομολόγηση ἔφυγε καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα διάστημα ξαναπῆγε καὶ εἶπε τὴν ἁμαρτία, ὄχι ὅπως τὴν ἔκανε, “ἔπεσα” τοῦ λέει τοῦ Πνευματικοῦ. Τοῦ λέει ὁ Πνευματικὸς “σήκω”.
Μετὰ ἀπὸ ἕνα διάστημα ξαναπῆγε, τοῦ ξαναλέει ‘ἔπεσα” τοῦ Πνευματικοῦ, “ξανασήκω” τοῦ λέει ὁ Πνευματικὸς καὶ τὄκανε πολλὲς φορὲς καὶ τὸν ρώτησε ὁ ἐξομολογούμενος: “Ὡς πότε θὰ μοῦ λὲς σήκω;”
Καὶ τοῦ λέει ὁ Πνευματικός: “ὥσπου νὰ πάψεις νὰ μοῦ λὲς ἔπεσα, ἂν πᾶς ἀπὸ ἐδῶ ὡς ἐκεῖ καὶ στὸ δρόμο βρεῖς μία πέτρα καὶ πέσεις, θὰ κάτσεις ἐκεῖ”;
-Ὄχι, λέει, θὰ σηκωθῶ.
-«Ἂν πάλι πᾶς παρακάτω καὶ βρεῖς μία πέτρα καὶ πέσεις τί θὰ κάνεις; θὰ κάτσεις πάλι ἐκεῖ’;
-Ὄχι θὰ σηκωθῶ τοῦ λέει.
-Ἔτσι θὰ κάνεις, τοῦ λέει, μέχρι ποὺ νὰ μάθεις νὰ περπατᾷς.