Τον καιρόν του βασιλέως Ανδρόνικου του Παλαιολόγου, εζούσεν ένας σπουδαίος άνθρωπος, λεγόμενος Θεόδωρος Μετοχίτης, έχοντας το αξίωμα του Μεγάλου Λογοθέτου εις το Παλάτιον. Αυτός ο ευσεβέστατος άρχων ανεκαίνισε την μονήν της Χώρας των Ζώντων, την σήμερον Καχριέ Τζαμισή, και εστόλισε το καθολικόν με εξαισίαν ιστορίαν δια ψηφίδων τεχνουργημένην.
Εις αυτήν την εκκλησίαν ηγάπα να εκκλησιάζεται ο Θεόδωρος. Ακόμη και εις τας αγρυπνίας επήγαινε μαζί με τους μοναχούς. Το Σάββατον της πρώτης εβδομάδος της αγίας Τεσσαρακοστής, οι πατέρες έκαμαν αγρυπνίαν, όπως εσυνήθιζον, και κατά την λειτουργίαν της Κυριακής εμνημονεύοντο όλοι οι ορθόδοξοι βασιλείς και Πατριάρχαι.
Εις την αγρυπνίαν λοιπόν εκείνην ευρίσκετο και ο ρηθείς Θεόδωρος Μετοχίτης. Περί το μεσονύκτιον, έφθασεν εις στρατιώτης, σταλμένος από τον βασιλέα, και είπεν εις τον Θεόδωρον ότι τον εζήτει ο βασιλεύς. Παρευθύς επήγε εις το παλάτι, και του είπεν ο βασιλεύς Ανδρόνικος το ξένον και παράδοξον οπού εσυνέβη εκείνην την νύκτα, ερωτώντας τον ποίαν εξήγησιν έδιδε δι’ αυτό. Το δε παράδοξον και ανεξήγητον ήτο το ακόλουθον:
Κατά την ώραν όπου επήγαν να υπνώσουν οι στρατιώται φύλακες του βασιλέως, οι πελεκυφόροι και οι ξιφηφόροι, ακούσθηκε ένα χλιμίντρισμα όπου εβούϊξεν ολόκληρον το παλάτιον. Αυτό έφερε μεγάλην αναταραχήν εις όσους το άκουσαν, και ερωτούσαν ο ένας τον άλλον, τι ήτο εκείνος ο χρεμετισμός, διότι εις τοιαύτην ώραν δεν ευρίσκετο μέσα εις το παλάτι κανένα άλογον, μήτε από τα βασιλικά, μήτε από των συγκλητικών.
Και δεν είχε ακόμα παύσει η ταραχή και ο θόρυβος, όπου ακούσθηκε δεύτερον χλιμίντρισμα, δυνατώτερον από το πρώτον, τόσον οπού το άκουσε και ο ίδιος ο βασιλεύς, και έστειλε και ερωτούσεν αν εγνώριζε κανείς από πού εβγήκεν εκείνο το χλιμίντρισμα εις τοιαύτην ώραν. Οι δε στρατιώται του απεκρίθησαν ότι η φωνή εκείνη εβγήκεν από το άλογον επάνω εις το οποίον ήτο καβαλικευμένος ο μεγαλομάρτυς του Χριστού Γεώργιος, εις την εικόνα όπου είχε ιστορημένην, από τον παλαιόν καιρόν, με τόσην τέχνην εκείνος ο Παύλος, ο άριστος των ζωγράφων.
Ακούοντας αυτό το παράδοξον ο Μέγας Λογοθέτης, είπεν εις τον βασιλέα:
-Χαίρω μαζί σου, ω βασιλεύ, δια τα μέλλοντα τρόπαια. Διότι φρονώ ότι αυτός ο χρεμετισμός δεν έχει άλλην σημασίαν, παρεκτός του ότι θα γίνη βασιλική εκστρατεία εναντίον των βαρβάρων οπού κουρσεύουν την Ασίαν.
*
Εις τον καιρόν του ασεβούς και εικονομάχου βασιλέως Θεοφίλου, ανάμεσα εις τους Ομολογητάς οπού εμαρτύρησαν δια τας αγίας εικόνας, ήτο και ένας ζωγράφος, Λάζαρος ονόματι. Και δια να μην ημπορή να εργάζεται την αγίαν τέχνην του, ώρισεν ο δυσσεβής βασιλεύς και έβαλαν πυρωμένα πέταλα εις τας παλάμας των χειρών του και εζάρωσαν τα χέρια του.
Αλλά ιατρεύθη υπό της θείας χάριτος, και βγαίνοντας από την φυλακήν, επήγε κρυφά εις την εκκλησίαν του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, του καλουμένου Φοβερού. Και όντας ακόμα με πληγιασμένας τας χείρας, ιστόρησε την εικόνα του Προδρόμου, με τόσον κλαυθμόν και πόνον, οπού εκείνη η ένθερμος εικών έκαμνε πολλά θαύματα και ιάματα.
Η δε Θεοδώρα, η ευσεβεστάτη βασίλισσα, επροσκυνούσε τας αγίας εικόνας κρυφά από τον άνδρα της, και δια τούτο είχεν εις το σεντούκι της δυο μικρά εικονίδια, του Χριστού και της Παναγίας, και έκαμνε την προσευχήν της. Αλλά μίαν ημέραν, εκεί όπου επροσηύχετο, ελησμόνησε να κλείση την θύραν του κοιτώνος της, και εμπήκε μέσα ένας τζουτζές, ήγουν νάνος, λεγόμενος Δένδερης, ασκημοπρόσωπος και κακοφτιαγμένος, από εκείνους όπου είχαν εις τα ανάκτορα δια να γελούν οι επίσημοι, και είδε την βασίλισσαν όπου ησπάζετο τας εικόνας.
Και εκείνη εταράχθη, και ωσάν την ηρώτησεν ο γελωτοποιός τι ήσαν αυτά, είπε: «Αυτά είναι τα καλά νινία μου». Και την ώραν όπου εκάθησαν εις την τράπεζαν, είπεν ο Δένδερης εις τον βασιλέα δια τα νινία της βασιλίσσης, και πώς τα ησπάζετο. Ο δε βασιλεύς εκατάλαβεν ότι εκείνα τα νινία ήσαν εικονίσματα, και εστενοχωρήθη και εμάλωσε την βασίλισσαν, αμή εκείνη είπεν ότι ο Δένδερης εμπήκε εις την κάμαράν της την ώραν όπου έβλεπε το πρόσωπόν της εις τον καθρέπτην και τον επείραζαν αι υπηρέτριες όπου ήσαν μαζί της, δείχνοντας τον καθρέπτην και λέγοντάς του ότι είναι τα νινία. Με τούτον τον τρόπον, ησύχασεν ο βασιλεύς.
Τα δυο ταύτα εικονίδια εύρηνται μέχρι της σήμερον εις το σκευοφυλάκιον της Ιεράς μονής Βατοπεδίου, εις το Άγιον Όρος.
*
Βασιλεύοντος εις το Βυζάντιον Λέοντος του Μακέλλη, ένας ζωγράφος ηθέλησε να ιστορίση τον Χριστόν παίρνοντας σχέδιον από κάποιον αρχαίον άγαλμα του Διός, όπου επροσκυνούσαν οι ειδωλολάτραι Έλληνες τον παλαιόν καιρόν, και παρευθύς εξηράνθη η χείρα του.
Και βλέποντας την τιμωρίαν, και μετανοήσας δια την αμαρτίαν όπου έκαμε, έδραμεν εις ένα Άγιον καλόγερον, Γεννάδιον ονόματι, και έπεσεν εις τους πόδας του και εξωμολογηθείς την αμαρτίαν του, έλαβε συγχώρησιν και ιάθη η χειρ του.
Τούτο το ιστορικόν φανερώνει ότι αι εικόνες των Αγίων όπου γίνονται καθ’ ομοιότητα των αγαλμάτων ή κατά κάποιον τρόπον με το ειδωλολατρικόν και σαρκικόν φρόνημα, είναι έργα ματαιότητος και ασεβείας, και δεν πρέπει να γίνονται δεκταί εις την εκκλησίαν.
Τοιαύται εικόνες είναι αι ζωγραφίαι των Δυτικών, ιδία της λεγομένης Ιταλικής Αναγεννήσεως, αι οποίαι έγιναν ή από αγάλματα ειδωλολατρικά, ή από άνδρας θεατρίνους και γυναίκας αμαρτωλάς.
*
Άρχων τις, Μαλακηνός το όνομα, όπου είχεν ευεργετηθή από τον Άγιον Νίκωνα τον επιλεγόμενον «Μετανοείτε», είχε πόθον να αφιερώση εις αυτόν την εικόνα του. Ανέθεσε γουν την εργασίαν ταύτην εις ένα αριστόχειρα ζωγράφον, εις τον οποίον ιστόρησε δια λόγων οίος ήτο κατά την όψιν ο Όσιος, καθ’ όσον ήτο λίαν οικείος με αυτόν τον καιρόν όπου εζούσεν.
Ο ζωγράφος επήγεν εις το εργαστήρι του και ήρχισε να ζωγραφίζη την εικόνα. Πλην δεν ημπόρεσε να εικονίση απαραλλάκτως τον χαρακτήρα του Αγίου, καίπερ άριστος εις την τέχνην του. Όθεν, διαπορούμενος τι να πράξη, εστενοχωρείτο. Εξαίφνης, ήνοιξεν η θύρα και ενεφανίσθη ένας καλόγηρος, υψηλός το ανάστημα, με σχήμα ερημικόν, με τα μαλλιά αναταραγμένα και μαύρην κοντήν γενειάδα, ενδεδυμένος με εν παλιόρασον και βαστών μίαν ράβδον όπου είχεν εις την άκρην έναν σταυρόν. Είπε δε ο καλόγηρος:
-Πρόσεξεν εμέ, αδελφέ μου, διότι αυτός όπου βούλεσαι να ιστορήσης, είναι κατά πάντα όμοιός μου.
Τότε ο ζωγράφος εκατάλαβε ότι ο εμφανισθείς ήτον ο Όσιος όπου του είχεν ιστορίσει ο Μαλακηνός. Στρέψας δε τους οφθαλμούς του προς την σανίδα, επάνω εις την οποίαν κατεγίνετο να εικονίση τον Άγιον, βλέπει εκτυπωμένον τον ιερόν αυτού χαρακτήρα. Έμφοβος γενόμενος, εστράφη προς τον Όσιον Νίκωνα, πλην ούτος είχε γίνει άφαντος. Συνελθών δε τέλος εκ του τρόμου, εκάθησεν εις τον τρίποδα και απετελείωσε τα λοιπά μέρη της αγίας και αχειροποιήτου εικόνος.
Φώτη Κόντογλου, Έκφρασις, τομ. Α’, σελ. 436 -440.
Από το περιοδικό ΚΙΒΩΤΟΣ, Ορθόδοξα ανθολογήματα πνευματικού καταρτισμού,
Αριθμός 23, Καλοκαίρι 2010, σελ. 6-8.
Η/Υ επιμέλεια, Κωνσταντίνας Κυριακούλη.