Βγήκαμε απ' τις κατάψυχες και πυκνοδασωμένες κατηφόρες και χαμηλώνοντας αρκετά «πιάσαμε» να προσπερνούμε της Ευωδιάς τα ξέφωτα, όπου ούτε ίχνος χιονιού υπήρχε κι' όπου αισθητό μας έγινε το άλλο κλίμα με σαφή τα δείγματα της ανοίξεως, λες και βρεθήκαμε απ' την μια στιγμή στην άλλη σε άλλη ήπειρο και γεωλογική ζώνη.
Μας άγγιζαν τής σουσούρας τα θυσανωτά χειμιωνανθάκια, μας χαιρετούσαν δειλά απ' τα πλάγια αρκετές τολμηρές ανεμώνες.
Στο αντίκρισμα των βράχων, όπου ήξερα ότι κάποτε υψωνόταν τεράστιος ξύλινος Σταυρός σε εντοπισμό και ανάμνηση τής όσιας βιωτής, στα εκεί και πέριξ, ασκητών, πού έως και στις μέρες μας προδίδουν θαυμαστώς το ιστορικό τους, κοντοστάθηκα και θέλησα να σταυροκοπηθώ και να επικαλεσθώ την χάρι τους.
Και οποία σύμπτωσης! Εκείνη ακριβώς την στιγμή δύο Μιράζ 'πέταξαν σε χαμηλό ύψος από πάνω μας, κι' έκαναν τον Καστανή άτσαλα ν' αναπηδήσει, τον Γιάννη να δυσκολευτεί να τον συγκρατήσει, κι' εμένα να σπεύσω σε βοήθεια και σε συνηγορία λέξεων και επιφωνημάτων για κατευνασμό του ξιπασμένου Καστάνη, πού χαρακτηριστικά τσιτώθηκαν τ' αυτιά του προς τα πάνω, και συνεχώς τα ρουθούνια του φυσούσαν και ξεφυσούσαν δυνατά, προδίδοντας εμφανέστατα ευνόητες προθέσεις.
Δεν άργησε ευτυχώς να συνέλθη με τα γλυκόλογά μας και με τα χαϊδέματά μας στην χαίτη, στο λαιμό, στο κούτελο του. Και μόλις ό Γιάννης κι' εγώ πιστέψαμε πώς περάσαμε την κρίσι και ξαναγίναμε κύριοι τής καταστάσεως, μου είπε:
- Λέτε, Δέσποτα, ό ένας απ' «αυτούς» να ήταν ό Νίκος;
Τί μου θύμισε ό ευλογημένος και αγαθός Γιάννης: Ήταν τα τέλη του περασμένου Νοέμβρη, όταν 'κάναμε ακριβώς την ίδια διαδρομή αλλά κατ' αντίθετη φορά, απ' το κελί μου προς την Λαύρα. Κι' ήταν μαζί μας ό Νίκος (Κωσταβάρας Νικόλαος εκ Κατερίνης, επισμηναγός σήμερα-Αύγουστος 1998)· ένας ιπτάμενος της πολεμικής μας Αεροπορίας, και συγκεκριμένως τής στην Σκύρο εδρευούσης Πτέρυγος Μάχης, πού τα τελευταία χρόνια, καθώς συχνά πυκνά και επί καθημερινού σχεδόν προγραμματισμού, οργώνουν -μαζί με τούς συναδέλφους του- με τα Μιράζ και τα Φάντομ τους τον ουρανό τού βορειοανατολικού Αιγαίου, δεν αρκούνται μόνο στο να περνούν ξυστά απ' την κορυφή και τις πλαγιές του Άθωνα, κι' απ' εκεί, ως εξ αγιασμού και εξ αφετηρίας, να χάνονται προς τούς αιθέρες τής Σαμοθράκης, τής Λήμνου, τής Μυτιλήνης, τής Χίου, για την γνωστή αποστολή και το διατεταγμένο... «διακόνημά των», αλλά κάπου κάπου το παρακάνουν με τις ταράσσουσες την ερημική τού τόπου γαλήνη «ερωτοτροπίες» των, και δη των ησυχαστηρίων τής περιοχής μας, των όλως άκραθωνίτικων, ήτοι του πατρός Ιωσήφ, του πατρός Παταπίου και των άλλων γειτονικών καθώς και του δικού μου.
Ό Νίκος 'βάλθηκε να μάς γνωρίσει και από κοντά. Πήρε άδεια το περασμένο καλοκαίρι, επισκέφτηκε για πρώτη φορά το Όρος και το μόνο πού τον ενδιέφερε ήταν να φθάση το συντομότερο στην Βίγλα. Τον φιλοξένησε ό πατήρ Ιωσήφ, ό όποιος όμως γνωρίζοντας τα εν γένει «τυπικά» και τις απροθυμίες μου για επισκέψεις και συναναστροφές όταν αποσύρομαι στο κελί μου, παρά την παράκληση του, δεν 'τόλμησε να μου τον κουβαλήσει έξάπινα και απροειδοποίητα.
Τον 'ξενάγησε λοιπόν στο Μοναστήρι και στα πέριξ κελιά και ησυχαστήρια και τον εξαπέστειλε στα ίδια. Σε συνάντηση μας με ενημέρωσε σχετικώς και διαβεβαιώνοντας για το ότι θα ξανάρθει, ό φίλος του, πλέον, αεροπόρος, παρακάλεσε θερμώς να μην αρνηθώ επίσκεψι τους αλλά και να δεχθώ να συζητήσω για θέματα πού τον απασχολούν και για ζητήματα πίστεως, θεολογίας και μεταφυσικής.
Ενέδωσα τότε για να μην δυσαρεστήσω τον αγαπητό μου Ιωσήφ, μην πολυπιστεύοντας, ομολογώ, ότι θα ξαναρχόταν στο Όρος ό ιπτάμενος Νίκος. Αλλά 'ξαφνιάστηκα όταν τις προμεσημβρινές ώρες μιας του περασμένου, όπως είπαμε, Νοεμβρίου, χτυπούσαν την πόρτα του κελιού μου.
Δεν μπορώ να πω ότι δεν μου 'φάνηκε δυσάρεστο το ότι αντί έναν έφερνε και δεύτερο λαϊκό, τον συγγενή-κουνιάδο του αεροπόρου, ονόματι Μανώλη. Αισθάνθηκε την ανάγκη ν' απολογηθεί αμέσως για το έκτακτο και μη προαγγελθέν του πράγματος και 'ξακρίζοντάς με για ελάχιστα δευτερόλεπτα μου ψιθύρισε:
- Να με συγχωρέσετε, αλλά χθες βράδυ μου ήρθαν απρόοπτα και απροειδοποίητα και δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά...
Είχαμε συζητήσει για πολλά και σοβαρά θέματα. Στις απορίες και στις ανησυχίες του προσπάθησα ν' ανταποκριθώ με όσα 'φώτισε ό Θεός τον νου μου. Δυνατός χαρακτήρ, ισχυρά θέλησις, ανδρείο φρόνημα -πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς- απόλυτος λογικοκράτης, αμφισβητίας στα θεία, αλλά και καλοπροαίρετος αναζητητής της αλήθειας.
Προβληματισμένος πολύ με τον αγιορείτικο μονάζοντα πληθυσμό και κόσμο και εντυπωσιασμένος από την αυταπαρνητική διαγωγή και συμπεριφορά των ασκητών και ησυχαστών, τους οποίους ιδιαιτέρως, όπως είπε, ευλαβείται και θαυμάζει, προσπαθεί να κατανόηση τα κίνητρα της εκ του κόσμου αναχωρήσεως των και να διείσδυση στα μύχια του ψυχικού των κόσμου, κάθε φορά πού διακρίνει ασκητήριο και ασκητή ιπτάμενος πάνωθέ τους.
Και μην μπορώντας να το κατορθώσει από ψηλά και τόσο φευγαλέα, προσπάθησε να το κάνη με άμεση συνομιλία και επικοινωνία. Έντεύθεν και η παρουσία του στο Όρος και η πεζοπορία του στα μέρη μας.
Εκτενεστέρα έκθεσις των διαμειφθέντων δεν είναι του παρόντος· αλλά θέλω να ελπίζω ότι κάτι καλό προέκυψε για τον ψυχικό κόσμο του Νίκου, ό όποιος τελικώς -λίγο προτού όλοι μαζί ξεκινήσουμε για τη Λαύρα- παρακάλεσε να προσευχόμαστε γι' αυτόν και την οικογένεια του.
Όταν περάσαμε τη Σάρα και φθάσαμε σε τούτο ακριβώς το σημείο της Ευωδιάς, δόθηκε η αφορμή και αναφέρθηκα στο ιστορικό της, οπότε προς μεγάλη μου έκπληξη είδα τον Νίκο να κοντοστέκεται και στρεφόμενος προς εμένα να λέγει:
- Γι' αυτό μοσχοβολάει έτσι τούτος ό τόπος;
Τα έχασα κυριολεκτικώς και 'σιώπησα απολύτως.
Τώρα απόρησε εκείνος με την δική μου σιωπή, και ρώτησε:
- Δηλαδή σεις δεν μυρίζεσθε τίποτε;
- Όχι αγαπητέ μου· είπα με ντροπή βέβαια, άλλα αυτή ήταν η αλήθεια.
Τότε ό Νίκος απευθύνθηκε στον συγγενή συνοδοιπόρο του:
- Και συ δεν μυρίζεσαι μια ωραία μυρωδιά, Μανώλη; (Παπαμίχος Εμμανουήλ εκ Βελβενδού Κοζάνης).
-Ασφαλώς και μυρίζομαι εδώ και κάμποση ώρα, γι' αυτό και κοιτάζω δεξιά κι' αριστερά μήπως δώ καμιά εκκλησία στην οποία ίσως κάνουν λειτουργία και καίνε απ' αυτά, πώς τα λένε, τα θυμιάματα τα οποία τα αρωματίζουν οι καλόγεροι εδώ στο Αγιονόρος.
- Ούτε εκκλησία υπάρχει εδώ κοντά, ούτε μοσχοθυμίαμα είναι. Ξέρω 'γώ απ' αυτά. Αυτή είναι άλλη μυρουδιά, πολύ καλλίτερη· αναμίχτηκε απροσδόκητα στην συζήτησι κι ό Γιάννης, ό όποιος σημειωθήτω ήταν αβάπτιστος (και είναι, φοβούμαι, ακόμη)...
Έγειρα προς τον Ιωσήφ και χαμηλώνοντας την φωνή μου του είπα:
- 'Βάλθηκαν να μας τρελάνουν τούτοι σήμερα. Μυρίζεσαι σύμπτωσης τίποτα;
- Όχι, Δέσποτα. Ξέρω βέβαια για την χάρι τούτου του τόπου, αλλά δεν την αισθάνθηκα την ευωδία των άγιων καμιά φορά, κι' ακούγοντας τώρα τούτα τα πράγματα και δυσπιστώντας 'λίγο -ας με συγχώρεση ό Θεός- κοιτάω τα πλάγια μου, μήπως και διακρίνω τίποτα λουλούδια ...
- Σιγά μην 'δεις γαρίφαλα και γιούλια σε τούτη την βραχοπλαγιά και μάλιστα τέλη Νοέμβρη, πού με το νέο ημερολόγιο σημαίνει πρώτο δεκαήμερο του Δεκέμβρη.
Δηλαδή τρεις λαϊκοί, εκ των οποίων ό εις αβάπτιστος, αισθάνονται την άρρητη και υπερκόσμια ευωδία κι' εμείς, τάχα μοναχοί και ασκητές, τίποτα. Είμαστε για μούντζωμα πάτερ Ιωσήφ, αλλά ας έχει δόξα ό θεός και ας δοξάζει και με τέτοιους τρόπους τούς αγίους του, επ' ωφελεία και των ανθρώπων πού μας συνοδεύουν.
Κοντοστέκονταν κάθε τόσο οι λαϊκοί, σχολίαζαν το γεγονός και ύστερα έστρεφαν τα βλέμματά τους προς εμάς και ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν αν όντως τούς λέμε αλήθεια, ότι όντως δεν αισθανόμαστε καμιά ευωδία.
Βρήκα την ευκαιρία να εξηγήσω ακόμη μερικά πράγματα, που αφορούν την πίστη μας στο Θεό και την σχέση μας με τούς απελθόντας εκλεκτούς του και κατέληξα, απευθυνόμενος κυρίως προς τον Νίκο:
- Μέχρι προ ολίγου ζητούσες προκλητικότατα απτά, αισθητά τεκμήρια και θαύματα από πλευράς του μεταφυσικού κόσμου για να αναγκάσουν την βούληση σου σε αποδοχή. Νομίζω και πιστεύω ότι τούτο το θαυμαστό γεγονός, το όποιο άγγιξε και 'χαρίτωσε μόνο εσάς, ενώ εμάς, μολονότι μοναχούς, μας αφήκε ακοινώνητους και αμέτοχους, σας αφορά πλέον προσωπικώς.
Προβληματίσθήτε λοιπόν για τα σημαινόμενά του, ερευνήστε και βρείτε τί ζητάει στο εξής από τις ψυχές και τις συνειδήσεις σας και μην το αφήσετε να αποβεί μια κάποια παράξενη ή και απλώς μια καλή ανάμνησης από το ταξίδι σας στο Όρος και μια εμπειρία από το διάβα σας σε τούτα τα αγιασμένα από τις προσευχές και τούς πνευματικούς αγώνες οσίων ανδρών μέρη τής όντως Ευωδίας.
Με τον πατέρα Ιωσήφ ανανεώσαμε την υπόσχεση μας να προσπαθήσουμε να στήσουμε Σταυρό στον οροθεσιακό βράχο, τη βοηθεία και του Γέρο Εφραίμ. Θα τα καταφέρουμε άραγε;
Τού ήρθε, του ευλογημένου, και ό λογισμός, μήπως θα ήταν καλό, να διαθέταμε οι δύο μας μια ημέρα για προσεκτικό ψάξιμο γύρω απ' τον συγκεκριμένο βράχο, μήπως βρίσκαμε κατάλοιπα των καλυβών των οσίων ή και να κατορθώναμε να ανακαλύψουμε και τούς τάφους των. Του έφραξα τις, μάλλον φιλόδοξες επιθυμίες λέγοντας, ότι την μετριοφροσύνη και την αφάνεια επιθύμησαν και εξακολουθούν να επιθυμούν οι όσιοι και μεταθανατίως· και ότι, αν ήταν θέλημά των να αποκαλυφθούν οι παλαίστρες των πνευματικών αγώνων των και οι τάφοι και τα άγια λείψανά των, θα οδηγούσαν αφ' εαυτών σε τρόπους και θα το είχαν κάνει ήδη προ πολλού, όπως συνέβη και με τον τάφο και το άγιο λείψανο του οσίου Νείλου· δεν θα περίμεναν την δική μας προσπάθεια και ανακάλυψη.
Εμείς, καλά θα κάνουμε να... ανακαλύψουμε τούς δικούς μας τάφους, να τούς ευτρεπίσουμε εγκαίρους και να ετοιμασθούμε μοναχοπρεπώς για τον επ' έλπίδι ζωής αιωνίου ενταφιασμό μας σε αυτούς. Το χρέος μας προς αυτούς είναι το στήσιμο του Σταυρού στο βράχο τους και η επίκλησης των πρεσβειών τους. Βάδιζε σιωπηρός στο έξης ό πατήρ Ιωσήφ. Ασφαλώς είχε συμφωνήσει.
Τούτο το θαυμάσιο περιστατικό θυμήθηκε ό αγαπητός Γιάννης, με το εκκωφαντικό πέρασμα του αεροπλάνου και το 'θύμισε και σ' εμένα, μόλις ξένοιασε απ' τον ξιπασμό και την τρομάρα του Καστάνη.
του Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου
Αποσπάσματα από το βιβλίο Θεομητορικά και Εξόδια στον Άθωνα (5), σελ. 298-303
πηγή