Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν ήμουν ήδη διάκονος, η ευδοκία τού Θεού παρέμεινε μαζί μου επί δύο εβδομάδες.
Το βράδυ όταν ο ήλιος πήγαινε να δύση πίσω από τον Όλυμπο, καθόμουν στον εξώστη κοντά στο κελλί μου, ατενίζοντας προς τον δύοντα Αστέρα.
Κατά την διάρκεια τών ημερών αυτών έβλεπα το εσπερινό φως του ηλίου, και συγχρόνως ένα άλλο Φως, το οποίο με περιέβαλλε τρυφερά και εισχωρούσε ειρηνικά στην καρδιά μου, κατά παράδοξο τρόπο, δίνοντας σε μένα να αισθάνωμαι ευσπλαγχνία και αγάπη προς τους ανθρώπους, οι οποίοι φέρονταν προς εμένα με τραχύτητα.
Αισθανόμουν επίσης μια ανώδυνη συμπάθεια προς όλη γενικά την κτίση.
Μετά την δύση του ηλίου αποσυρόμουν στο κελλί μου, ως συνήθως, για να διαβάσω τον κανόνα προσευχής, την προετοιμασία για την θεία Λειτουργία και το υπερφυσικό εκείνο Φως δεν με εγκατέλιπε καθ' όλη την διάρκεια της προσευχής.
Μετά την δύση του ηλίου αποσυρόμουν στο κελλί μου, ως συνήθως, για να διαβάσω τον κανόνα προσευχής, την προετοιμασία για την θεία Λειτουργία και το υπερφυσικό εκείνο Φως δεν με εγκατέλιπε καθ' όλη την διάρκεια της προσευχής.
(Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ «Οψόμεθα τον Θεό καθώς εστί» σελ 284)