Σάββατο 23 Απριλίου 2016

Ὁμιλία περί τῆς ἀληθοῦς ἐλευθερίας


Ὁ ἄνθρωπος, πλασμένος γιὰ νὰ εἰκονίζη μικρογραφικῶς ἐπὶ τῆς γῆς τὴν ἀπειρομεγέθη εἰκόνα τοῦ θείου Δημιουργοῦ, ἦταν ἀπαραίτητο νὰ εἶναι προικισμένος μὲ τὶς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ ἔχη τὴν ἀναφορὰ του σ’ Αὐτόν. 

Ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος ἔπρεπε νὰ εἶναι ὂν αὐτοσυνείδητον, ἐλεύθερον, καὶ αὐτεξούσιον, διότι ὂν χωρὶς συνείδησι τῆς ὑπάρξεώς του, χωρὶς ἐλευθερία, χωρὶς ἐξουσίαν ἐπὶ τοῦ ἑαυτοῦ του εἶναι ἀνάξιο τῆς ὑψηλῆς αὐτῆς κλήσεως, τοῦ ὑψηλοῦ αὐτοῦ προορισμοῦ ποὺ τοῦ ἐπεφύλαξε ἡ μεγάλη βουλὴ τοῦ Θείου Δημιουργοῦ. Ἡ ἐλευθερία ἄρα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀναγκαία συνέπεια τῆς μεγάλης ἀποστολῆς του, τῆς διαπλάσεώς του καὶ τῆς παρουσίας του μέσα στὸν κόσμο, καὶ ἑπομένως προσὸν ἀναγκαῖον καὶ σεβαστόν. 

Χωρὶς τὴν ἐλευθερίαν ὁ ἄνθρωπος θὰ ἦταν ἰσότιμος μὲ τὰ λοιπὰ ζῶα· ἡ δουλεία θὰ ὑπέτασσε τὶς ἐνέργειές του καὶ θὰ ὡδηγοῦσε τὶς σκέψεις του μέσα σὲ ἕνα περιωρισμένο κύκλο, ὅπου θὰ περιεστρέφετο· οἱ ἰδέες τοῦ καλοῦ, τοῦ ἀγαθοῦ, θὰ ἦσαν ἄγνωστοι σ’ αὐτόν• θὰ ἀγνοοῦσε τί εἶναι αἰσχρόν, τί κακόν, τί ψευδὲς καὶ δὲν θὰ εἶχε ἐξουσία αὐτενεργείας, δυνατότητα νὰ ἐξέλθη ἀπὸ τὸν περιωρισμένο κύκλο τῶν ἐμφύτων ὁρμῶν. Ἡ ἄγνοια τοῦ καλοῦ, τοῦ ἀγαθοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ θὰ καταστοῦσε τὸν ἄνθρωπον ἕνα ὂν ἀνήθικον, θὰ διέγραφε τὴν ἠθικὴν ὡς λέξιν ἐστερημένην νοήματος, ἀφοῦ οἱ πράξεις του θὰ ἦσαν ἠθικῶς ἀδιάφοροι καὶ γι’ αὐτὸ ἀχαρακτήριστοι.


Ἡ ἀδιαφορία αὐτὴ καὶ ὁμοιότης τοῦ χαρακτῆρος τῶν πράξεων δὲν θὰ διήγειρε καμμίαν αἴσθησιν ἢ ἐντύπωσι στὸν νοῦ καὶ στὴν καρδία τοῦ ἀνθρώπου• ἡ ἔλλειψις αὐτὴ θὰ καθιστοῦσε τὴν μὲν καρδίαν ἀσυνείδητον, τὸν δὲ νοῦ νωθρὸ καὶ ἀδρανῆ• ἡ ἀσυνειδησία καὶ ἡ νωθρότης θὰ ἐπέπιπταν ὡς σκιερὰ νέφη καὶ θὰ ἐκάλυπταν τὴν θαυμαστὴν εἰκόνα τοῦ θείου Δημιουργοῦ, ποὺ τόσο λαμπρῶς καὶ θαυμασίως ἐκαλλιτεχνήθη ἀπὸ τὸ δημιουργικόν του χέρι, στὴν ὁποία διαλάμπει ἡ ἀγαθότης, ἡ σοφία καὶ ἡ δύναμίς του καὶ θὰ ἠμπόδιζαν νὰ ἰδῆ καὶ νὰ γνωρίση τὸν Πλάστην του καὶ Δημιουργόν τοῦ σύμπαντος. Θὰ ἀγνοοῦσε τὸν Θεὸν καὶ τὰ θεία ἰδιώματά του καὶ ἔτσι ἡ δημιουργία οὐδέποτε θὰ ἐδόξαζε, θὰ ὑμνοῦσε, θὰ ἔψαλλε καὶ θὰ εὐχαριστοῦσε μὲ ἐπίγνωσι καὶ συνείδησι τὸν Θεόν.

Ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη γιὰ νὰ εἰκονίζη τὸν Θεὸν ἐπὶ τῆς γῆς• ὁ Θεὸς τὸν ἔκαμεν ὂν νοερὸν καὶ αὐτεξούσιον γιὰ νὰ πράττη τὸ θέλημα αὐτοῦ, τὸ ὁποῖον ἔγραψε μέσα στὴν καρδία του καὶ τὸ κατέστησε καὶ ἰδικὸν του θέλημα. Σκοπὸς τῆς διαπλάσεώς του ἦταν νὰ γνωρίση ἡ δημιουργία τὸν Θεόν• ἐπλάσθη λοιπὸν γιὰ νὰ γνωρίση τὸν Πλάστην καὶ Δημιουργόν του• ἐπλάσθη γιὰ νὰ ὑψοῦται πρὸς τὸν Θεόν• ἐπλάσθη γιὰ νὰ δοξάζη τὸν Θεόν• ἐπλάσθη μὲ σκοπὸν ἡ δημιουργηθεῖσα κτίσις νὰ αἰνῆ ἐνσυνειδήτως τὸν θεῖον Δημιουργόν της. 

Τὸ αὐτεξούσιον λοιπὸν αὐτοῦ, τὸ νοερὸν καὶ τὸ ἠθικῶς ἐλεύθερον τοῦ ἐδόθησαν γιὰ νὰ ἐκπληρώνη τὸν μέγα προορισμόν του, τὴν μεγάλην ἀποστολή του, νὰ συνδέη τὴν γῆ μὲ τὸν Οὐρανὸ καὶ νὰ μὴ ἀποκλίνη δεξιὰ ἢ ἀριστερά• ἀλλὰ νὰ βαδίζη τὴν εὐθείαν ὁδό, πράττοντας μόνο τὸ ἀγαθόν, τὸ ἐγγεγραμμένον στὴν καρδία του, τὸ ὁποῖον καὶ αὐτὸς ὀρμεμφύτως ἀγαπᾶ• διότι ἀλλιῶς, ἐὰν ἀποκλίνη ἀπὸ τὸν προορισμό του, γίνεται ἀνελεύθερος καὶ «ἐξομοιοῦται τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις». Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀληθῶς ἐλεύθερος πρὶν ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸ ἀγαθὸν καὶ ἐνόσῳ συνταυτίζει τὴν θέλησί του πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ• ὅμως εὐθὺς ὡς ἀποκλίνη ἀπὸ τὴν εὐθείαν, ἀποβαίνει ὄντως ἀνελεύθερος, ἡ ἐλευθερία του πλέον εἶναι ψευδὴς ἐπίδειξις ψευδοῦς ἐλευθερίας.

Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν ὑποτάσσεται στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, δὲν περιορίζεται, διότι αὐτὸς ὡς θεῖος εἶναι ἄπειρος, τὸ δὲ ἄπειρον ὄχι μόνον δὲν περιορίζει τὴν ἐλευθερία, ἀλλὰ τὴν συνεκτείνει καὶ τὴν συναυξάνει, ὅταν ὁ ἄνθρωπος τὸν ἀκολουθή. Αἰτιολογώντας τὸ καθῆκον ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀκολουθῆ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυς Ἰουστῖνος μᾶς συμβουλεύει• «Ὁ Θεὸς ἐποίησε τὸν ἄνθρωπον ἐλεύθερον καὶ αὐτεξούσιον, ὥστε αὐτὸ ποὺ ἀπὸ ἰδικὴν του ὑπαιτιότητα ἔχασε μὲ τὴν ἀμέλεια καὶ τὴν παρακοήν του, νὰ τοῦ τὸ δωρήση πάλιν ὁ Θεὸς διὰ φιλανθρωπίας καὶ ἐλεημοσύνης, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ὑπακούση σ’ αὐτόν. 

Ὅπως δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος παρήκουσε καὶ ἐπέφερε στὸν ἑαυτὸν του τὸν θάνατον, ἔτσι καὶ ἐὰν ὑπακούση στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἠμπορεῖ νὰ κερδίση τὴν αἰώνιο ζωή. Διότι ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε ἐντολὲς ἅγιες τὶς ὁποῖες ὅποιος τηρήση ἠμπορεῖ νὰ σωθῆ καὶ ἐπιτυγχάνοντας τὴν ἀνάστασι νὰ κληρονομίση τὴν ἀφθαρσίαν». Γι’ αὐτὸν λοιπὸν τὸν λόγον ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ φυλάττη μὲ εὐλάβεια τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ πράττη τὸ θέλημα αὐτοῦ, διότι ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ ἐκπληρώνη τὸν σκοπὸν τῆς ἐπὶ γῆς ἀποστολῆς του• ἀλλιῶς μέλλει νὰ κατακριθῆ ὡς παραβάτης τῶν καθηκόντων του, ἐπειδὴ ἐλησμόνησε τὴν ἀποστολή του καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἀμελείας του ἔκαμε κακὴν χρῆσιν τοῦ αὐτεξουσίου καὶ παρεδόθη στὰ πάθη καὶ στὶς ἐπιθυμίες.

Τὸ αὐτεξούσιον τοῦ ἀνθρώπου εἶναι βεβαίως ἀνεπηρέαστον• ὁ βαθμὸς τῆς ἐλευθερίας αὐτοῦ καταδεικνύεται ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος τὸν προσκαλεῖ: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν...». Ὁ Σωτὴρ καλεῖ τὸν ἄνθρωπον ὀπίσω του καὶ τὸν ἀφήνει ἐλεύθερον νὰ ἀποφασίση περὶ τοῦ σπουδαιοτάτου τούτου ζητήματος, νὰ τὸν ἀκολουθήση ἢ νὰ πάρη τὸν ἰδικὸν του δρόμο. Ἦλθε γιὰ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο καὶ ὅμως δὲν παραβιάζει τὸ αὐτεξούσιον αὐτοῦ. Τὸν προσκαλεῖ νὰ λάβη ἐνεργὸν μέρος στὴν σωτηρίαν του καὶ ὅμως δὲν ἐπηρεάζει καθόλου τὸ αὐτεξούσιον αὐτοῦ.

Ἀπὸ τὴν μελέτη τῆς ἱστορίας τῆς ἀπολυτρώσεως βλέπουμε τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ γινόμενον ἄνθρωπον ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, πορευόμενον πρὸς τὸ ἑκούσιον Πάθος μὲ σκοπὸν νὰ «ἄρῃ τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», νὰ βαστάση τοὺς μώλωπες τοὺς ἰδικούς μας, νὰ ἐκπληρώσει τὸ μέγα μυστήριον τῆς Οἰκονομίας καὶ νὰ συμφιλιώση τὸν ἄνθρωπον μὲ τὸν Θεόν, καὶ ἐν τούτοις δὲν παραβιάζει καθόλου τὸ αὐτεξούσιον τοῦ ἀνθρώπου. Ἰδοὺ ἡ κεκλεισμένη πύλη τοῦ Παραδείσου ἀνοίγεται καὶ ἡ πυρίνη ρομφαία, ἡ ὁποία φυλάττει τὴν εἴσοδον αὐτοῦ, ἀπομακρύνεται καὶ ἡ φωνὴ τοῦ Δεσπότου προσκαλεῖ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἦταν πρὶν ἀποκλεισμένος, νὰ εἰσέλθη διὰ μέσου αὐτῆς στὸν τόπο τῆς καταπαύσεως• αὐτὸς ὅμως ἀφήνεται ἐλεύθερος, ἂν θέλη νὰ εἰσέλθη ἢ ὄχι.

Ἡ ἐπίσημος ἀναγνώρισις τῆς ἐλευθερίας μας ἐκ μέρους τοῦ Σωτῆρος μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ σωτηρία μας δὲν πραγματοῦται μόνον ἀπὸ τὴν ἀπόλυτον ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν συγκατάθεσι καὶ τὴν σύγχρονον ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου. Περὶ τῆς ἀναγκαιότητος αὐτῆς ἰδοὺ τί λέγουν οἱ σοφοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας• ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγει• «ἡ χάρις μολονότι εἶναι χάρις, σώζει ὅσους τὸ θέλουν» καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει• «Ἡ σωτηρία πρέπει νὰ προέλθη ἀπὸ τὴν συνεργασία τὴν ἰδική μας μὲ τὸν Θεόν». 

Ὁ δὲ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεὺς λέγει• «Ὅταν οἱ ψυχὲς τὸ θέλουν ἀποστέλλει καὶ ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα, ἂν ὅμως λείψη ἡ προθυμία, συστέλλεται καὶ τὸ ἐκ Θεοῦ Πνεῦμα». Ἀλλὰ καὶ ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος λέγει• «Ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο χωρὶς τὸν ἄνθρωπον, ἀδυνατεῖ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο χωρὶς αὐτὸς νὰ τὸ θέληση». Ἄρα διδασκόμεθα ρητῶς καὶ σαφῶς ὅτι οἱ παράγοντες τῆς σωτηρίας εἶναι δύο• πρῶτον ἡ ἐλευθέρα θέλησις τοῦ ἀνθρώπου καὶ δεύτερον ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.

Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὂν ὑλοπνευματικόν, μέσα του ἐμφανίζονται δύο θελήσεις μὲ τὴν ἰδίαν μορφήν, ὡς ἐνδόμυχος ἔκφρασις τοῦ ἑνιαίου προσώπου τὸ ὁποῖον θέλει νὰ ἀπολαύση κάποιο πρᾶγμα. Καὶ μολονότι ὡς πρὸς τὴν μορφὴν οἱ δύο θελήσεις του δὲν διακρίνονται μεταξύ τους, διαφέρουν ὅμως πολὺ ἐξ αἰτίας τῆς διαφορᾶς τῶν ὑποστάσεων ἀπὸ τὶς ὁποῖες λαμβάνουν τὴν ἀρχή• διότι τὸ πνεῦμα ἐπιθυμεῖ τὰ τοῦ πνεύματος, ἡ δὲ σὰρξ τὰ τῆς σαρκός. Γι’ αὐτὸ ἡ μία θέλησις ἐκφράζει τὸ φρόνημα τοῦ πνεύματος, ἐνῶ ἡ ἄλλη τὸ φρόνημα τῆς σαρκός. Ἡ ἀντίθεσις τῶν φρονημάτων γεννᾶ ἀμοιβαίαν ἀντίστασι καὶ σφοδρὰν διαπάλη, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ κάθε μία ζητεῖ νὰ ὑπερισχύση καὶ νὰ ἐπιβάλη τὴν ἰδικὴν της ἐξουσία. 

Στὸν ἀγώνα αὐτὸν ὁ μὲν ἔσω ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ τὴν νίκη τοῦ πνεύματος, διότι ἐκ φύσεως συμπαθεῖ τὸ φρόνημα τοῦ πνεύματος• καὶ τὸ φρόνημα τοῦ πνεύματος εἶναι ζωὴ καὶ εἰρήνη. Ὁ δὲ ἔξω ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ τὴν νίκη τοῦ φρονήματος τῆς σαρκός, τὸ ὁποῖον εἶναι θάνατος• γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει• «τὸ μὲν φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος, τὸ δὲ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη». Ὅθεν σὰρξ καὶ πνεῦμα πολεμοῦν μεταξύ τους• γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος λέγει• «ἡ γὰρ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος καὶ τὸ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός»• καὶ «τὸ μὲν φρόνημα τῆς σαρκὸς» εἶναι «ἔχθρα πρὸς τὸν Θεόν• τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται• οὐδὲ γὰρ δύναται... τὸ δὲ φρόνημα τοῦ Πνεύματος κατὰ Θεὸν ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἁγίων (μεσιτεύει ὑπὲρ τῶν χριστιανῶν)».

Γιὰ τὴν συνύπαρξιν αὐτὴ τῶν δύο φρονημάτων καὶ τὴν φυσικὴν συμπάθεια τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ φρόνημα τοῦ πνεύματος, ἰδοὺ τί λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος• «συνήδομαι γὰρ τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον (μὲ εὐχαριστεῖ πάρα πολύ)• βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου, ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου». 

Ἄρα ὁ ἄνθρωπος ἐκ φύσεως δέχεται τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, διότι μὲ αὐτὸν τὸν νόμον εὐχαριστεῖται ὁ ἔσω ἄνθρωπος, ἐπειδὴ εἶναι ὁ νόμος ὁ ἰδικός του, ὁ νόμος τοῦ νοός του• ἡ δὲ θέλησις ποὺ ἐκφράζει τὸ φρόνημα τοῦ πνεύματος, εἶναι ἡ ἀληθὴς θέλησις τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδὴ αὐτὴ εἶναι σύμφωνος μὲ τὸν νόμο τοῦ νοός του, τὸν σύμμορφον πρὸς τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εὐχαριστεῖ τὸν ἔσω ἄνθρωπον. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς λέγει: «τὸ ἀγαθὸν εἶναι ἐκ φύσεως ἐραστὸν καὶ ἐπιθυμητόν, φυσικῶς πάντοτε αὐτὸ ἐπιθυμοῦμε• κακὸν δὲ εἶναι ἡ παρὰ φύσιν ἐπιθυμία, ὅταν ἐπιθυμοῦμε κάτι διαφορετικὸν ἀπὸ τὸ ἐκ φύσεως ἐπιθυμητόν».

Ἀλλὰ μολονότι ἡ ἀληθὴς θέλησις εἶναι ἡ θέλησις τοῦ πνεύματος, ἡ ἐπιθυμία δηλαδὴ τοῦ ἀγαθοῦ, ποὺ εἶναι τὸ φύσει ἐπιθυμητόν, παραταῦτα πολλὲς φορὲς ἀδυνατεῖ νὰ ὑπερισχύση τῆς ἀντιστάσεως τῆς θελήσεως τῆς σαρκὸς γιὰ τὸν λόγο ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος• διὰ «τὸν νόμον τῆς σαρκός, τὸν αἰχμαλωτίζοντα τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας». Γιὰ τὴν ἐπίδρασιν αὐτὴν τοῦ νόμου τῆς σαρκὸς ὁ Ἀπόστολος λέγει• «τὸ θέλειν παράκειταί μοι (εἶναι στὸ χέρι μου), τὸ δὲ κατεργάζεσθαι τὸ καλὸν οὐχ εὑρίσκω• οὐ γὰρ ὅ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ’ ὅ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω». 

Διότι ὁ ἔσω ἄνθρωπος θέλει μὲν καὶ ἐπιθυμεῖ τὸ ἀγαθὸν ὡς οἰκεῖον, ἐπιθυμητόν, ὡς συμφυὲς ἀγαθόν, ὡς ἰδικὸν του νόμον, ἀλλ’ ὁ νόμος τῆς σαρκός, ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας ἀντιστρατεύεται πρὸς τὶς ἐνέργειες τῆς ἀληθοῦς ἐλευθερίας μας καὶ παρεμποδίζει τὴν ἐμφάνισι τοῦ ἀγαθοῦ καὶ μᾶς ὑπαγορεύει τὴν ἐργασία τοῦ κακοῦ• γι’ αὐτὸ στὴν συνέχεια λέγει ὁ Ἀπόστολος• «εἰ δὲ ὅ οὐ θέλω ἐγὼ τοῦτο ποιῶ, οὐκ ἔτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ’ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία». Ὥστε ὄντως τὸ μὲν ἀγαθὸν εἶναι νόμος συμφυὴς καὶ ἀληθὴς θέλησις τοῦ ἀνθρώπου, τὸ δὲ κακὸν εἶναι νόμος ἑτεροφυής, εἶναι κάτι τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει δημιουργηθῆ καὶ εἶναι ἀντίθετο πρὸς τὴν ἀληθῆ θέλησι τοῦ ἀνθρώπου. 

Ἑπομένως ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐργάζεται τὸ ἀγαθόν, ἐργάζεται ἐλευθέρως καὶ συμφώνως πρὸς τὴν θέλησι τοῦ ἔσω ἀνθρώπου καὶ εἶναι ἀληθῶς ἐλεύθερος• ὅταν ὅμως ἐργάζεται τὸ κακόν, ἐργάζεται ἀνελευθέρως, διότι ἔχει ὑποταγὴ στὸν νόμο τῆς ἁμαρτίας καὶ εἶναι ἀνελεύθερος καὶ δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. Συμφώνως πρὸς τὰ ἀνωτέρω ἐλεύθερος εἶναι ὅποιος πράττει τὸ ἀγαθόν, δοῦλος δὲ ὅποιος πράττει τὸ κακόν• καὶ ἀληθὴς μὲν ἐλευθερία εἶναι ἡ κυριαρχία τοῦ φρονήματος τοῦ πνεύματος ἡ ἐργαζομένη τὸ ἀγαθόν, ψευδὴς δὲ ἐλευθερία εἶναι ἡ ἐπικράτησις τοῦ φρονήματος τῆς σαρκός, τῆς κατεργαζομένης τὰ πονηρά.

Χαρακτηριστικόν τῆς ἀληθοῦς ἐλευθερίας, δηλαδὴ τῆς ἀληθοῦς ἐλευθέρας θελήσεώς μας, εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ ἀγαθοῦ, τοῦ καλοῦ, τοῦ ἀληθοῦς, καὶ ἡ ἐπίμονος παραμονὴ σ’ αὐτὴν τὴν ἀγάπη. Ὁ ἔρως πρὸς τὸ ἀγαθὸν εἶναι ἡ ἔκφρασις τοῦ ἔσω ἀνθρώπου, τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἐξωτερίκευσις τοῦ αἰσθήματος ποὺ τὸν πλημμυρίζει. Ὁ ἔρως αὐτὸς γεννᾶται ἀπὸ τὴν ταυτότητα τῶν ὑπαγορεύσεων τῆς καρδίας μὲ τὶς ὑπαγορεύσεις τοῦ θείου νόμου ὁ ὁποῖος ἔχει ἐγγραφῆ μέσα στὶς καρδιές μας• αὐτὸ ὑπαινίσσεται καὶ ἡ Ἁγία Γραφή, ὅταν λέγη ὅτι ὁ θεῖος νόμος ἐδόθη γραπτὸς μέσα στὴν καρδία τοῦ ἀνθρώπου. 

Διότι ὁ Θεὸς διέπλασε τὴν καρδίαν ὡς ἕδραν τῆς ἀγάπης τοῦ ἀγαθοῦ• γι’ αὐτὸ καὶ ἐκ φύσεως ἀγαπᾶ, ποθεῖ καὶ ζητεῖ τὸ ἀγαθόν• καὶ πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ γίνη διαφορετικά, ἀφοῦ ἡ πρώτη ἐντύπωσις τὴν ὁποίαν ἔλαβεν, ἦταν ἡ ὄψις τοῦ ἀγαθοῦ, τοῦ ἄκρου ἀγαθοῦ; Ναί• ἦταν ἀδύνατον νὰ γίνη διαφορετικά, διότι τὸ ἀγαθὸν ἄφησε στὴν καρδία τὶς πρῶτες ἐντυπώσεις, τὶς ὁποῖες ἐχάραξε βαθύτατα μέσα της καὶ γι’ αὐτὸ θὰ εἶναι αἰώνιοι. Ἡ ἀγάπη αὐτή, ἡ ἐπιπόθησις καὶ ἡ ἐπιζήτησις τοῦ θείου νόμου εἶναι ποὺ κάνει τὸν Ἀπόστολο Παῦλο νὰ ὀνομάζη τὸν νόμο ποὺ εἶναι γραμμένος μέσα στὴν καρδία νόμο τοῦ νοός του καὶ νὰ τὸν ταυτίζει μὲ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ.

Ἡ γνῶσις αὐτὴ τοῦ χαρακτῆρος τῆς ἀληθοῦς μας θελήσεως μᾶς καθιστᾶ ἱκανοὺς νὰ διαφυλάξωμε ἀνεπηρέαστον τὴν ἐσωτερικήν μας ἐλευθερία καὶ νὰ ζήσωμε ἀληθῶς ἐλεύθεροι• καὶ ἀληθῶς ἐλεύθερος εἶναι ὅποιος διανοεῖται, θέλει καὶ πράττει ἐλευθέρως. Χαρακτηριστικά τῆς ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας εἶναι ἡ ἠθικὴ ἀνεξαρτησία, ἡ ἀγαθότης, ἡ ἁγνεία, ἡ σεμνοπρέπεια, ἡ ἀνδρεία, ἡ ἰσχύς, τὸ ἀήττητον, τὸ ἀνένδοτον, τὸ αὐτοκρατορικὸν καὶ τὸ αὐτεξούσιον. 

Ὁ ἐσωτερικῶς ἐλεύθερος ἄνθρωπος κοσμεῖται μὲ ὅλες τὶς ἀρετές• ἡ εὐσέβεια, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ σύνεσις τὸν καταστέφουν μὲ στεφάνους πλεγμένους μὲ ἄνθη ἀμάραντα• ζώντας ἐπάνω στὴν γῆν εἰκονίζει τὴν εἰκόνα τοῦ θείου Δημιουργοῦ του, τὸ κάλλος τῆς ὁποίας φέρει μέσα του• ἡ πορεία του εἶναι εὐθεία, τὸ πολίτευμά του στὸν οὐρανό• ἀνυψώνεται ἀπὸ τὰ γήινα καὶ γίνεται αἰθέριος καὶ οὐρανοβάμων καί, συνενούμενος μὲ τὸν χορὸν τῶν ἀγγέλων ὑμνεῖ τὸν Θεόν, τὸν ποιητὴν καὶ πλάστην του.

Ὁ ἐσωτερικῶς ἀνελεύθερος ὅμως ἄνθρωπος εἶναι πράγματι ἀνελεύθερος• διότι ἐὰν ἡ ἠθικὴ ἐξάρτησις εἶναι ἠθικὴ δουλεία, ἡ δὲ ἠθικὴ δουλεία εἶναι ἀνελευθερία, ἕπεται ὅτι ὁ ἠθικά, ὁ ἐσωτερικὰ δηλαδὴ ἀνελεύθερος ἄνθρωπος εἶναι πράγματι ἀνελεύθερος καὶ δοῦλος τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας, ἀδύνατος νὰ δραστηριοποιηθῆ πρὸς κάποιο ἀγαθόν, ὑπαγορευόμενον ἀπὸ τὴν ἀληθῆ ἐσωτερικήν του θέλησι. Αὐτὸ ποὺ πράττει εἶναι σύμφωνο μὲ τὴν θέλησι καὶ τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς καὶ ὄχι πρὸς τὴν ἀληθῆ, ἐσωτερικήν του θέλησι. 

Ἡ ψευδὴς αὐτὴ ἐλευθέρα θέλησις ἠμπορεῖ νὰ ἐξαπατήση καὶ νὰ παραπλανήση πολλοὺς ἐπιπολαίους ἐρευνητὰς καὶ νὰ τοὺς φέρη στὴν ἀπώλεια. Τοὺς πείθει πολλὲς φορὲς νὰ δέχωνται τὶς προσταγές της, οἱ ὁποῖες ἀπορρέουν ἀπὸ τὰ ποικίλα πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες της, ὡς ὑπαγορεύσεις τῆς ἀληθοῦς ἐλευθέρας θελήσεώς των καὶ ὡς ἐκφράσσεις τοῦ ἔσω ἀνθρώπου, τῆς πνευματικῆς δηλαδὴ φύσεως. Ὁ ἀνελεύθερος ἐσωτερικὰ ἄνθρωπος μολύνει τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ «ἄνθρωπος ὤν ἐν τιμῇ, ἐξομοιοῦται τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις», ἀτιμάζεται, ταπεινώνεται καὶ διαφθείρεται.

Χαρακτηριστικόν τῆς ψευδοῦς ἐλευθερίας εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἠθικὴ ἐξάρτησις, ἡ ἠθικὴ αἰχμαλωσία, ἡ κακία, ἡ ἐνοχή, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ἀλαζονεία, ἡ ἀναίδεια, ἡ δειλία, τὸ θράσος, ἡ ἀνανδρία, ἡ ἥττα, ἡ ἐξαχρείωσις, ἡ ἀσέβεια, ἡ ἀδικία, τὸ ψεῦδος, ἡ ἀσυνεσία καὶ οἱ λοιπὲς κακίες, οἱ ὁποῖες κατακηλιδώνουν καὶ ἐξευτελίζουν τὸν ἄνθρωπον.

Τὸν τρόπο κατὰ τὸν ὁποῖον ἠμποροῦμε νὰ διατηρήσωμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀληθῶς ἐλευθέρους μᾶς τὸν ὑπέδειξεν ὁ ἴδιος ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, ὅταν εἶπε: «ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι ἀπολέσει αὐτήν• ὃς δ΄ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν». Δηλαδὴ ἐδίδαξε ὅτι μόνο μὲ τὴν αὐταπάρνησιν ἠμποροῦμε νὰ σωθοῦμε• καὶ ἀληθῶς, γιὰ νὰ γίνωμε ἀληθῶς ἐλεύθεροι εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀπαρνηθοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ νὰ σηκώσουμε στοὺς ὤμους τὸν σταυρὸν καὶ νὰ ἀκολουθήσωμε τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς καλεῖ γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώση• «Ἐὰν οὖν ὁ υἱὸς ἐλευθερώσῃ ὑμᾶς, ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε» λέγει ὁ Σωτὴρ καὶ ἐλευθερωτής μας, καὶ πάλιν• «ἐὰν ὑμεῖς μείνητε ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ ἀληθῶς μαθηταί μου ἐστέ, καὶ γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς». 

Ἄρα ἀποβαίνουμε ἐλεύθεροι ὅταν ἀκοῦμε μὲ προσοχὴν τὸ κήρυγμα τοῦ Σωτῆρος, μένουμε σ΄ αὐτό, σηκώνουμε στοὺς ὤμους τὸν σταυρὸν καὶ τὸν ἀκολουθοῦμε• καὶ ἀπαρνούμεθα τοὺς ἑαυτούς μας ὅταν ἀποτασσόμεθα τὸν νόμον τῆς σαρκὸς μαζὶ μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες καὶ σηκώνουμε τὸν σταυρόν, ὑπομένοντας κάθε κακοπάθεια ὑπὲρ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Ὁ τρόπος, δηλαδή, νὰ διαμείνωμε ἐλεύθεροι εἶναι: κατάπαυσις τοῦ θελήματος τῆς σαρκός, ἐνέργεια τοῦ θελήματος τοῦ πνεύματος καὶ ὑποταγὴ τοῦ κατωτέρου στὸ ἀνώτερον.

Κατὰ ταῦτα ὀφείλει ὁ ἄνθρωπος νὰ φροντίση καὶ νὰ ἐργασθῆ γιὰ τὴν σωτηρία του• διότι διαφορετικὰ διατρέχει τὸν ἔσχατον κίνδυνον τῆς ἀπωλείας• ἐπειδὴ τίποτε κοινὸν δὲν ὑπάρχει μεταξὺ φωτὸς καὶ σκότους, μεταξὺ ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ. Ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία ἔχει διαφθείρει τὸν ἄνθρωπον, εἶναι σκότος καὶ κακὸν μέγιστον, ὡς ἀντιστρατευομένη πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐσωτερικὴ ἐλευθερία του καταλογίζει κάθε παρεκτροπὴν ὡς ἁμαρτία, ἡ δὲ ἁμαρτία ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἡ ἐλευθερία ὅσο μέγα ἀγαθὸν εἶναι, τόσο μεγάλες ἐπιβάλλει καὶ τὶς εὐθύνες.

Ὁ ἐσωτερικῶς ἐλεύθερος ὀφείλει νὰ ἀποβῆ ἅγιος• γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς καὶ στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Νέα Διαθήκη ἐντέλλεται λέγοντας: «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιος εἰμί»• διότι πῶς ἠμπορεῖ ὁ ἀνόσιος νὰ κοινωνήση πρὸς τὸ Θεῖον; Καὶ ὁ Σωτὴρ ἐπίσης ἐντέλλεται λέγοντας: «ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι ὥσπερ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν οὐρανοῖς τέλειός ἐστι»• διότι ὅπως εἶναι ὁ Πατήρ, τὸν ὁποῖον ἐπικαλούμεθα, τοιαῦτα κατ΄ ἀνάγκην πρέπει νὰ εἶναι καὶ τὰ τέκνα. Ἁγίους λοιπὸν καὶ τελείους μᾶς θέλει ὁ Θεός, διότι μόνον οἱ ἅγιοι καὶ τέλειοι εἶναι υἱοὶ τοῦ Πατρὸς τοῦ ἐν οὐρανοῖς, καὶ μόνον αὐτοὶ δικαιοῦνται νὰ ἐπικαλοῦνται μὲ υἱϊκὴν στοργὴ τὶς χάριτες αὐτοῦ καὶ αὐτοὶ μόνοι κληρονομοῦν τὴν οὐράνιον Βασιλείαν. 

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε πρὸς τοὺς Κορινθίους• «ἢ οὐκ οἴδατε (δὲν γνωρίζετε) ὅτι ἄδικοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι; Μὴ πλανᾶσθε• οὔτε πόρνοι, οὔτε εἰδωλολάτραι, οὔτε μοιχοί, οὔτε μαλακοί, οὔτε ἀρσενοκοῖται, οὔτε κλέπται, οὔτε πλεονέκται, οὔτε μέθυσοι, οὔτε λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες, βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι».

Γι’ αὐτὸ ὁ Σωτὴρ μᾶς προσκαλεῖ νὰ ἀπαρνηθοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ νὰ σηκώσουμε στὸν ὦμο τὸν σταυρὸν καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσωμε• «Εἰ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθήτω μοι•» ἀναγνωρίζει μὲν τὴν ἐλευθερία μας καὶ τὸ αὐτεξούσιον, ἀλλὰ καὶ ἀφήνει σ΄ αὐτὰ τὴν σωτηρία μας. Ὥστε, ὅποιος θέλει τὴν σωτηρία του, ὀφείλει νὰ ἐργασθῆ πρὸς ἀπόκτησιν αὐτῆς, ἀλλιῶς καὶ αὐτὴν θὰ στερηθῆ καὶ τὴν ἀπώλεια τῆς αἰωνίου ζωῆς διὰ τῆς ἀμελείας καὶ τῆς ἀκηδίας θὰ παρασκευάση γιὰ τὸν ἑαυτόν του καὶ τὴν αἰώνιον κόλασι θὰ κληρονομήση, ἀπὸ τὴν ὁποίαν εὔχομαι ὁ Θεὸς νὰ μᾶς λυτρώση ὅλους.

Εἶναι ἄρα ἀναπόδραστος ἀνάγκη νὰ ἀκολουθήσωμε τὸν Κύριον• διότι ἂν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ μᾶς ἐλευθερώση, τότε θὰ εἴμεθα ἀληθῶς ἐλεύθεροι. Ναί, ἀληθῶς, μόνον ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἠμπορεῖ νὰ μᾶς ἐλευθερώση• διότι αὐτὸς εἶναι ἡ ἐλευθερία. «Ὁ δὲ Κύριος τὸ Πνεῦμα ἐστιν• οὗ δὲ τὸ Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία», λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος• μόνον ἐὰν ἀκολουθοῦμε τὸν Σωτῆρα ἠμποροῦμε νὰ μείνωμε ἐλεύθεροι καὶ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν δουλεία τῆς ἁμαρτίας• «πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας». Ἐὰν λοιπὸν θέλωμε νὰ εἴμεθα ἐλεύθεροι, ὀφείλουμε νὰ ἀκολουθοῦμε τὸν Σωτῆρα Χριστόν.


Ἅγιος Νεκτάριος (Ἐπίσκοπος Πενταπόλεως)