Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Περὶ τῶν 8 λογισμῶν, Ἡ φιλαργυρία (γ')

Ἅγιος Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος

3. Ἡ φιλαργυρία

Τρίτος εἶναι ὁ ἀγώνας ἐναντίον τοῦ πνεύματος τῆς φιλαργυρίας, ἀγώνας ξένος καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ποὺ βρίσκει ἀφορμὴ τὴν ἀπιστία τοῦ μοναχοῦ. Γιατί οἱ ἐρεθισμοὶ τῶν ἄλλων παθῶν, ἐννοῶ τοῦ θυμοῦ καὶ τῆς ἐπιθυμίας, ἔχουν τὶς ἀφορμὲς ἀπὸ τὸ σῶμα, καὶ κατὰ κάποιο τρόπο εἶναι ἔμφυτα καὶ ἔχουν τὴν ἀρχὴ ἀπὸ τὴν γέννηση. Γι' αὐτὸ καὶ χρειάζεται πολὺς καιρὸς γιὰ νὰ νικηθοῦν. Ἡ ἀρρώστια ὅμως τῆς φιλαργυρίας ἔρχεται ἀπὸ ἔξω καὶ μπορεῖ εὐκολότερα νὰ κοπεῖ ἂν καταβάλλει κανεὶς ἐπιμέλεια καὶ προσοχή. Ἂν ὅμως παραμεληθεῖ, γίνεται πιὸ αταστρεπτικὴ ἀπὸ τὰ ἄλλα πάθη καὶ δύσκολα φεύγει. γιατί εἶναι ρίζα ὅλων τῶν κακῶν (Α΄ Τιμ. 6, 10), κατὰ τὸν Ἀπόστολο.

Ἂς σκεφτοῦμε ὡς ἑξῆς: οἱ φυσικὲς κινήσεις τοῦ σώματος ὑπάρχουν ὄχι μόνο στὰ παιδιά, στὰ ὁποῖα κρίση τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ δὲν ὑπάρχει ἀκόμα, ἀλλὰ καὶ σ' αὐτὰ τὰ νήπια ποὺ τρῶνε γάλα, ποὺ δὲν ἔχουν οὔτε ἴχνος ἡδονῆς, δίνουν ὅμως σημάδι ὅτι ἔχουν ἐκ φύσεως κίνηση στὴ σάρκα τους. 

Ἐπίσης καὶ τὸ κεντρὶ τοῦ θυμοῦ παρατηρεῖται στὰ νήπια, ὅταν τὰ βλέπομε νὰ διεγείρονται ζωηρὰ ἐναντίον ἐκείνων ποὺ τὰ λύπησαν. Καὶ αὐτὰ δὲν τὰ λέω γιὰ νὰ κατηγορήσω τὴ φύση σὰν αἰτία τῆς ἁμαρτίας· μὴ γένοιτο· ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξω ὅτι ὁ θυμὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία, ἂν καὶ γιὰ καλὸ ἑνώθηκαν μὲ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Δημιουργὸ καὶ εἶναι κάπως ἀπὸ τὰ φυσικὰ προσόντα τοῦ σώματος, ἐξαιτίας τῆς ἀμέλειας ξεπέφτουν σὲ πράξεις ἔξω ἀπὸ τὴ φύση. Γιατί ἡ κίνηση τοῦ σώματος δόθηκε ἀπὸ τὸν Δημιουργὸ γιὰ τὴ γέννηση ἀπογόνων καὶ τὴν παράταση τῆς ἀνθρωπότητας κατὰ διαδοχὴ καὶ ὄχι γιὰ τὴν πορνεία. Καὶ ὁ θυμὸς ἔχει κατασπαρεῖ μέσα μας γιὰ τὴ σωτηρία, γιὰ νὰ θυμώνομε ἐναντίον τῆς κακίας καὶ ὄχι νὰ γινόμαστε θηρία ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων. 

Ἂν λοιπὸν χρησιμοποιοῦμε γιὰ κακὸ τὸ θυμὸ καὶ τὴν ἐπιθυμία, δὲν εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἁμαρτωλὴ οὔτε θὰ κατηγορήσομε τὸν Πλάστη, ὅπως δὲν κατηγοροῦμε ἐκεῖνον ποὺ ἔδωσε στὸν ἄλλον ἕνα σιδερένιο ἐργαλεῖο γιὰ μία ἀναγκαία καὶ ὠφέλιμη ἐργασία, καὶ αὐτὸς τὸ χρησιμοποίησε σὲ φόνο.

Αὐτὰ τὰ εἴπαμε γιὰ νὰ φανερώσομε ὅτι τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴ φύση, ἀλλὰ μόνο ἀπὸ πολὺ κακὴ καὶ διεφθαρμένη διάθεση. Γιατί ἡ ἀρρώστια αὐτὴ τῆς φιλαργυρίας, ὅταν βρεῖ στὴν ἀρχὴ τῆς ἀποταγῆς χλιαρὴ καὶ ἄπιστη τὴν ψυχή, τῆς ὑποβάλλει δίκαιες τάχα καὶ εὐλογοφανεῖς προφάσεις γιὰ νὰ κατακρατήσει μερικὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχει. Τοῦ λέει ὅτι θὰ ἔχει μακροχρόνια γηρατειὰ καὶ ἀσθένεια καὶ ὅτι ἐκεῖνα ποὺ δίνει γιὰ τὶς ἀνάγκες τὸ κοινόβιο δὲν εἶναι ἀρκετὰ ὄχι γιὰ ἄρρωστο, ἀλλὰ οὔτε γιὰ ὑγιή, καὶ ὅτι ἐδῶ δὲν φροντίζουν ὅπως χρειάζεται τοὺς ἀρρώστους, ἀλλὰ μὲ πολλὴ ἀμέλεια, καὶ ἂν δὲν ἔχει κρύψει χρυσάφι, θὰ πεθάνει ἄθλια. 

Τελευταῖα τοῦ ὑποβάλλει τὴ σκέψη, ὅτι οὔτε στὸ μοναστήρι μπορεῖ νὰ μείνει πολύ, λόγω τῆς βαριᾶς ἐργασίας καὶ τῆς αὐστηρότητας τοῦ ἡγουμένου. Καὶ ὅταν παραπλανήσει τὴ διάνοια μὲ τέτοιες σκέψεις, γιὰ νὰ ἀποκτήσει ἔστω καὶ ἕνα δηνάριο, τότε τὸν καταφέρνει καὶ ἐργασία τοῦ χεριοῦ νὰ μάθει κρυφὰ ἀπὸ τὸν ἡγούμενο, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ μπορέσει νὰ αὐξήσει τὸ χρῆμα ποὺ τόσο ἐπιθυμεῖ. Καὶ παραπέρα τὸν ἐξαπατᾶ τὸν ἄθλιο μὲ κρυφὲς ἐλπίδες καὶ τοῦ ψιθυρίζει τὸ κέρδος ποὺ θὰ ἔχει ἀπὸ τὴν ἐργασία του καὶ τὴν ἀνάπαυση καὶ ἀμεριμνησία ποὺ θὰ ἀποκτήσει. 

Καὶ ἀφοῦ παραδοθεῖ ὁλόκληρος στὴ σκέψη τοῦ κέρδους, κανένα ἄλλο κακὸ δὲν προσέχει. οὔτε τὴν παραφορὰ τῆς ὀργῆς ἂν τοῦ συμβεῖ καμιὰ ζημιά, οὔτε τὸ σκοτάδι τῆς λύπης ἂν δὲν πετύχει τὸ κέρδος, ἀλλὰ ὅπως σὲ ἄλλους γίνεται θεὸς ἡ κοιλιὰ τους (Φιλιπ. 3, 19), ἔτσι καὶ σ' αὐτὸν γίνεται θεὸς ὁ χρυσός. Γι' αὐτὸ ὁ μακάριος Ἀπόστολος γνωρίζοντάς τα αὐτά, ὄχι μόνο ρίζα ὅλων τῶν κακῶν ὀνόμασε τὴ φιλαργυρία, ἀλλὰ καὶ εἰδωλολατρία τὴν εἶπε (Α’ Τιμ. 6, 10).

Ἂς δοῦμε λοιπὸν σὲ πόση κακία ἡ ἀρρώστια αὐτὴ σέρνει τὸν ἄνθρωπο, ὥστε νὰ τὸν ρίξει καὶ στὴν εἰδωλολατρία· γιατί ἀφοῦ ἀπομακρύνει ὁ φιλάργυρος τὸ νοῦ του ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀγαπᾶ εἴδωλα, δηλ. ἀνάγλυφες εἰκόνες ἀνθρώπων ποὺ εἶναι χαραγμένες πάνω στὰ νομίσματα. Μὲ τέτοιους λογισμοὺς λοιπὸν ἀφοῦ σκοτισθεῖ ὁ μοναχὸς καὶ προχωρήσει στὸ χειρότερο, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει διόλου ὑπακοή, ἀλλὰ ἀγανακτεῖ, νομίζει ὅτι πάσχει ἄδικα, καὶ γιὰ τὴν κάθε ἐργασία γογγύζει, ἀντιλέγει καὶ χωρὶς διόλου εὐλάβεια σὰν ἄλογο σκληρότατο βαδίζει στὸ γκρεμό. 

Οὔτε στὴν καθημερινὴ τροφὴ ἀρκεῖται, καὶ διαμαρτύρεται ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑποφέρει μέχρι τέλος. Καὶ λέει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο ἐκεῖ, οὔτε ὅτι ἐκεῖ ἀποκλειστικὰ βρίσκεται ἡ σωτηρία του· καὶ ὅτι ἂν δὲν φύγει ἀπὸ τὸ μοναστήρι ἐκεῖνο, θὰ χαθεῖ. Καὶ ἔτσι ἔχοντας γιὰ συνεργὸ τῆς διεφθαρμένης γνώμης του τὰ χρήματα ποὺ φυλάει, τὰ αἰσθάνεται σὰν φτερὰ καὶ μὲ αὐτὰ μελετᾶ νὰ φύγει ἀπὸ τὸ μοναστήρι. 

Καὶ λοιπὸν ἀπαντᾶ ὑπερήφανα καὶ ἄγρια σὲ ὅλες τὶς ἐντολὲς ποὺ τοῦ δίνουν, καὶ νομίζοντας τὸν ἑαυτό του ξένο καὶ ἐξωμέριτη, ἂν δεῖ στὸ μοναστήρι ὅτι κάτι ἔχει ἀνάγκη νὰ διορθωθεῖ, ἀμελεῖ καὶ περιφρονεῖ καὶ κατηγορεῖ ὅλα ὅσα γίνονται. 

Ἔπειτα ζητάει προφάσεις γιὰ νὰ ὀργιστεῖ καὶ νὰ λυπηθεῖ, γιὰ νὰ μὴν τὸν νομίσουν ἐπιπόλαιο καὶ ὅτι φεύγει ἀπὸ τὸ μοναστήρι χωρὶς αἰτία. Κι ἂν μπορέσει μὲ κρυφομιλήματα καὶ μάταια λόγια νὰ ἐξαπατήσει καὶ ἄλλον καὶ νὰ τὸν βγάλει ἀπὸ τὸ μοναστήρι, κι αὐτὸ τὸ κάνει, γιὰ νὰ ἔχει καὶ συνεργό. Ἔτσι λοιπὸν μὲ τὸ νὰ ἀνάβει ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῶν χρημάτων του ὁ φιλάργυρος, ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάσει στὸ μοναστήρι του οὔτε νὰ ζήσει κάτω ἀπὸ κανόνα. 

Κι ὅταν ὁ διάβολος σὰν λύκος τὸν ἁρπάξει ἀπὸ τὴν μάνδρα καὶ τὸν ξεχωρίσει ἀπὸ τὸ ποίμνιο καὶ τὸν πάρει γιὰ νὰ τὸν φάει, τότε τὸν φέρνει στὸ σημεῖο, τὰ ἔργα ποὺ βαριόταν νὰ κάνει τὶς ὁρισμένες ὧρες στὸ κοινόβιο, αὐτὰ νὰ τὰ κάνει στὸ κελὶ του μέρα καὶ νύχτα μὲ μεγάλη προθυμία. Καὶ οὔτε τὶς συνήθειες τῶν προσευχῶν, οὔτε τὶς νηστεῖες, οὔτε τὸν κανόνα τῶν ἀγρυπνιῶν ἐπιτρέπει νὰ τηρεῖ, ἀλλὰ ἀφοῦ τὸν δέσει μὲ τὴ μανία τῆς φιλαργυρίας, ὅλη του τὴν προθυμία τὸν πείθει νὰ τὴν δείξει στὸ ἐργόχειρό του.

Εἶναι τρεῖς τρόποι αὐτῆς τῆς ἀρρώστιας, τοὺς ὁποίους ἐξίσου ἀπαγορεύουν οἱ θεῖες Γραφὲς καὶ οἱ διδασκαλίες τῶν Πατέρων. Ἕνας εἶναι ποὺ κάνει ὅσους ἦταν φτωχοί, νὰ προσπαθοῦν ἐκεῖνα ποὺ δὲν εἶχαν στὸν κόσμο νὰ τὰ ἀποκτήσουν τώρα. 

Ἄλλος εἶναι ποὺ κάνει νὰ μετανοοῦν ὅσοι ἀρνήθηκαν μία φορὰ τὰ χρήματα ὅταν ἔγιναν μοναχοὶ καὶ τοὺς βάζει νὰ ζητοῦν ἐκεῖνα ποὺ πρόσφεραν στὸ Θεό. 

Τρίτος εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ δέσει τὸ μοναχὸ μὲ ἀπιστία καὶ χλιαρότητα, δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἀπαλλαγεῖ τελείως ἀπὸ τὶς κοσμικὲς ἀσχολίες, μὲ τὸ νὰ τοῦ ὑποβάλλει φόβο τῆς φτώχειας καὶ ἀπιστία στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ τὸν κάνει παραβάτη τῶν ὑποσχέσεών του ποὺ ἔδωσε, ὅταν ἀρνήθηκε τὸν κόσμο. 

Τὰ παραδείγματα αὐτῶν τῶν τριῶν τρόπων βρήκαμε ὅτι κατακρίνονται στὴν Ἁγία Γραφή. Ἔτσι ὁ Γιεζῆ, ἐπειδὴ ἐπιθύμησε νὰ ἀποκτήσει χρήματα ποὺ δὲν εἶχε πρωτύτερα, δὲν πέτυχε τὴν προφητικὴ χάρη, τὴν ὁποία ὁ διδάσκαλος ἤθελε νὰ τοῦ ἀφήσει ὡς κληρονομιά. Καὶ ἀντὶ εὐλογία, κληρονόμησε αἰώνια λέπρα μὲ τὴν κατάρα τοῦ Προφήτη (Δ΄Βασ. 5, 25).

Καὶ ὁ Ἰούδας ποὺ θέλησε νὰ πάρει χρήματα, τὰ ὁποῖα εἶχε ἐγκαταλείψει προηγουμένως, ἀφοῦ ἀκολούθησε τὸ Χριστό, ὄχι μόνο γλύστρησε στὴν προδοσία τοῦ Κυρίου καὶ χωρίστηκε ἀπὸ τὸν χορὸ τῶν Ἀποστόλων, ἀλλὰ καὶ τὴ ζωὴ του τελείωσε μὲ βίαιο θάνατο (Ματθ. 27, 5).

Ὁ Ἀνανίας καὶ ἡ Σαπφείρα μὲ τὸ νὰ φυλάξουν μερικὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ εἶχαν, τιμωροῦνται μὲ θάνατο ἀπὸ τὸ ἀποστολικὸ στόμα (Πραξ. 5, 1-10).

Ὁ μέγας Μωυσῆς στὸ Δευτερονόμιο παραγγέλει μὲ μυστικὸ τρόπο σ' ἐκείνους ποὺ ὑπόσχονται νὰ ἀποταχθοῦν καὶ νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀπὸ φόβο ἀπιστίας πάλι κρατιοῦνται ἀπὸ τὰ γήινα πράγματα: «Ἂν εἶναι κανεὶς φοβιτσιάρης καὶ δειλὸς νὰ μὴ βγεῖ στὸν πόλεμο, ἀλλὰ νὰ πάει σπίτι του καὶ νὰ καθίσει, μὴ τυχὸν κάνει καὶ τοὺς ἀδελφούς του νὰ φοβηθοῦν καὶ αὐτοὶ» (Δευτ. 20, 8).

Ὑπάρχει ἄλλη πιὸ σίγουρη καὶ καθαρὴ μαρτυρία; Δὲν μαθαίνομε ἀπ' αὐτὰ ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ ἀπαρνοῦνται τὸν κόσμο, πρέπει τελείως νὰ τὰ ἀπαρνοῦνται ὅλα κι ἔτσι νὰ βγαίνουν στὸν πόλεμο, καὶ ὄχι μὲ τὸ νὰ κάνουν ἀρχὴ νωθρὴ καὶ διεφθαρμένη, νὰ ἀπομακρύνουν τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ τελειότητα καὶ νὰ τοὺς φέρνουν σὲ δειλία; 

Αὐτὸ ποὺ λέει καλῶς ἡ θεία Γραφή: «Φέρνει μακαριότητα πιὸ πολὺ τὸ νὰ δίνεις παρὰ τὸ νὰ παίρνεις» (Πραξ. 20, 35), τὸ ἑρμηνεύουν κακῶς, καθὼς βιάζονται πρὸς ἐξαπάτησή τους καὶ πρὸς τὴν ἐπιθυμία τῆς φιλαργυρίας, παρεξηγώντας τὴν ἔννοια τοῦ ρητοῦ καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου ποὺ λέει: «Ἂν θέλεις νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου, καὶ δῶστα στοὺς φτωχοὺς καὶ θ' ἀποκτήσεις θησαυρὸ στὸν οὐρανό, καὶ ἔλα ἀκολούθησέ με» (Ματθ. 19, 21). Καὶ ἔτσι συμπεραίνουν ὅτι ἀπὸ τὴν ἀκτημοσύνη εἶναι ἀνώτερο τὸ νὰ ἐξουσιάζουν τὸν πλοῦτο τους καὶ ἀπὸ αὐτὸν νὰ δίνουν σὲ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη.

Ἂς μάθουν αὐτοὶ ὅτι δὲν ἀπαρνήθηκαν ἀκόμα τὸν κόσμο, οὔτε ἔφτασαν τὴν μοναχικὴ τελειότητα, ἀφοῦ ντρέπονται νὰ γίνουν φτωχοὶ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ σὰν τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ μὲ τὴν ἐργασία τῶν χεριῶν τους νὰ συντηροῦν καὶ τὸν ἑαυτό τους καὶ νὰ ἐξυπηρετοῦν καὶ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη (Πραξ. 20, 34) καὶ μὲ ἔργα νὰ ἐκπληρώσουν τὴν μοναχικὴ ὑπόσχεση καὶ νὰ δοξαστοῦν μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο. 

Καὶ ἀφοῦ διασκορπίσουν τὸν παλιὸ πλοῦτο, νὰ ἀγωνίζονται μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο μὲ πείνα καὶ δίψα, μὲ κρύο καὶ γύμνια τὸν καλὸ ἀγώνα (Β΄Τιμ. 4,7). Γιατί ἂν γνώριζε ὁ Ἀπόστολος ὅτι ὁ παλιός του πλοῦτος ἦταν πιὸ χρήσιμος γιὰ τὴν τελειοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, δὲν θὰ τὸν περιφρονοῦσε, ἀφοῦ ἦταν καὶ διακεκριμένος Ρωμαῖος πολίτης (Πραξ. 22,25). 

Ἀλλὰ καὶ οἱ χριστιανοὶ τῶν Ἱεροσολύμων πουλοῦσαν τὰ σπίτια καὶ τὰ χωριάφια τους καὶ ἔβαζαν τὸ ἀντίτιμο καταγῆς κοντὰ στὰ πόδια τῶν Ἀποστόλων (Πραξ. 4,34). Δὲν θὰ τὸ ἔκαναν αὐτὸ ἂν γνώριζαν ὅτι οἱ Ἀπόστολοι θεωροῦσαν καλύτερο νὰ τρέφονται ἀπὸ τὰ δικά τους χρήματα καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν προσωπικό τους κόπο καὶ ἀπὸ τὶς προσφορὲς τῶν ἐθνικῶν.

Ἀκόμα πιὸ καθαρὰ διδάσκει γι' αὐτὰ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μ' ἐκεῖνα ποὺ γράφει πρὸς τοὺς Ρωμαίους: «Τώρα πηγαίνω στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ διακονήσω τοὺς ἁγίους... Τὸ θέλησαν νὰ τοὺς βοηθήσουν, ἀλλὰ ἦταν καὶ ὀφειλέτες τους»(Ρωμ. 15, 27). Καὶ ὁ ἴδιος, καθὼς ἦταν σὲ δεσμὰ καὶ φυλακὲς πολλὲς φορὲς καὶ ταλαιπωρημένος ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία, πράγμα ποὺ τὸν ἐμπόδιζε νὰ ἐργάζεται ὅπως συνήθιζε μὲ τὰ χέρια του γιὰ νὰ προμηθεύεται τὰ ἀναγκαῖα, διδάσκει ὅτι αὐτὰ τὰ πῆρε ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὴ Μακεδονία, λέγοντας: «Τὸ ὑστέρημά μου τὸ συμπλήρωσαν οἱ ἀδελφοὶ ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὴ Μακεδονία» (Β΄ Κορ. 11,9). 

Καὶ πρὸς τοὺς Φιλιππησίους γράφει: «Ξέρετε καὶ σεῖς, Φιληππήσιοι, ὅτι ἀφοῦ ἀναχώρησα ἀπὸ τὴν Μακεδονία, καμία ἄλλη ἐκκλησία δὲν μὲ βοήθησε, παρὰ μόνο σεῖς, γιατί καὶ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ μία καὶ δύο φορές μοῦ στείλατε τὰ ἀναγκαῖα (Φιλ. 4, 15)». Ἂς εἶναι λοιπὸν καὶ αὐτοὶ κατὰ τὴν γνώμη τῶν φιλαργύρων πιὸ εὐτυχεῖς ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο ἐπειδὴ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά τους τοῦ χορήγησαν τὰ ἀναγκαῖα. Ἀλλὰ δὲν θὰ φτάσει κανεὶς σὲ μία τόσο μεγάλη ἀνοησία, νὰ τὸ πεῖ αὐτό.

Ἂν λοιπὸν θέλομε νὰ ἀκολουθήσομε τὴν εὐαγγελικὴ ἐντολὴ καὶ ὅλη ἐκείνη τὴν Ἐκκλησία τὴν θεμελιωμένη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ πάνω στοὺς Ἀποστόλους, νὰ μὴ στηριζόμαστε στὶς ὑποκειμενικὲς γνῶμες μας, οὔτε ὅσα ἔχουν καλὰ εἰπωθεῖ νὰ τὰ ἐξηγήσομε ἄσχημα. Ἀλλά, ἀφοῦ πετάξομε μακριὰ τὴ χλιαρὴ καὶ ἄπιστη γνώμη μας, νὰ ἐντυπώσομε καλὰ στὸ νοῦ μας τὴν ἀκρίβεια τοῦ Εὐαγγελίου. 

Ἔτσι θὰ μπορέσομε νὰ ἀκολουθήσομε καὶ τὰ ἴχνη τῶν Πατέρων καὶ ποτὲ νὰ μὴν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὴν προσοχὴ καὶ τὴν ἐπιμέλεια τοῦ κοινοβίου καὶ τὸν κόσμο τοῦτο νὰ τὸν ἀπαρνηθοῦμε ἀληθινά. Καλὸ εἶναι λοιπὸν καὶ ἐδῶ νὰ θυμηθοῦμε τὸν λόγο κάποιου ἁγίου. Ὁ ἅγιος Βασίλειος, λοιπόν, ὁ ἐπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, σὲ κάποιον συγκλητικὸ ποὺ ἀπαρνήθηκε μὲ χλιαρότητα τὸν κόσμο καὶ κράτησε μερικὰ ἀπὸ τὰ χρήματά του, λέγεται ὅτι τοῦ εἶπε ἕνα τέτοιο λόγο: Καὶ τὸν συγκλητικὸ ἔχασες καὶ μοναχὸς δὲν ἔγινες».

Πρέπει λοιπὸν μὲ κάθε ἐπιμέλεια νὰ ξεριζώνομε ἀπὸ τὴν ψυχή μας τὴ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν, ποὺ εἶναι ἡ φιλαργυρία, γνωρίζοντας καλὰ ὅτι ὅταν μένει ἡ ρίζα, εὔκολα φυτρώνουν τὰ κλαδιά. 

Ἀλλὰ τὴν ἀρετὴ αὐτὴ εἶναι δύσκολο νὰ τὴν κατορθώσομε ἂν δὲν μένομε σὲ κοινόβιο. Γιατί στὸ κοινόβιο δὲν ἔχομε φροντίδα οὔτε γιὰ τὶς ἀπαραίτητες ἀνάγκες μας. Ἔχονας ἐμπρὸς μας στὰ μάτια μας, τὴν καταδίκη τοῦ Ἀνανία καὶ τῆς Σαπφείρας, νὰ μᾶς πιάνει φρίκη ἂν θέλομε νὰ ἀφήσομε τίποτε στὰ χέρια μας ἀπὸ τὴν παλιὰ περιουσία μας. 

Ἐπίσης ἂς φοβηθοῦμε τὸ παράδειγμα τοῦ Γιεζῆ, ὁ ὁποῖος ἐξαιτίας τῆς φιλαργυρίας τοῦ παραδόθηκε σὲ αἰώνια λέπρα, κι ἂς φυλαχτοῦμε μήπως μαζέψομε γιὰ τοὺς ἑαυτοὺς μας χρήματα τὰ ὁποῖα οὔτε στὸν κόσμο εἴχαμε. Κι ἀκόμη ἔχοντας στὸ νοῦ μας τὸ κρέμασμα τοῦ Ἰούδα, ἂς φοβηθοῦμε νὰ πάρουμε πίσω κάτι ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ καταφρονήσαμε ὅταν γίναμε μοναχοί. 

Πάνω ἀπ' ὅλα, ἂς ἔχομε πάντοτε ἐμπρὸς μας τὴν ἀδηλότητα τοῦ θανάτου, μήπως σὲ ὥρα ποὺ δὲν περιμένομε ἔρθει ὁ Κύριός μας (Ματθ. 24,44) καὶ βρεῖ λερωμένη τὴ συνείδησή μας ἀπὸ φιλαργυρία καὶ μᾶς πεῖ ἐκεῖνα ποὺ εἶπε στὸ Εὐαγγέλιο πρὸς τὸν πλούσιο ἐκεῖνο: «Ἀνόητε, αὐτὴ τὴ νύχτα ἀπαιτοῦν ἀπὸ σένα τὴ ψυχή σου· σὲ ποιὸν θὰ πᾶνε αὐτὰ ποὺ ἑτοίμασες (Λουκ. 12,20);

(Συνεχίζεται...)