8. Περὶ τῆς Ὑπερηφανείας
Ὄγδοος εἶναι ὁ ἀγώνας κατὰ τῆς ὑπερηφάνειας. Φοβερότατος αὐτὸς ὁ ἀγώνας καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς προηγούμενους ἀγριότερος. Αὐτὸς πολεμᾶ προπάντων τοὺς τελείους καὶ προσπαθεῖ νὰ καταστρέφει ἐκείνους ποὺ ἀνέβηκαν σχεδὸν στὴν κορυφὴ τῶν ἀρετῶν.
Ὄγδοος εἶναι ὁ ἀγώνας κατὰ τῆς ὑπερηφάνειας. Φοβερότατος αὐτὸς ὁ ἀγώνας καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς προηγούμενους ἀγριότερος. Αὐτὸς πολεμᾶ προπάντων τοὺς τελείους καὶ προσπαθεῖ νὰ καταστρέφει ἐκείνους ποὺ ἀνέβηκαν σχεδὸν στὴν κορυφὴ τῶν ἀρετῶν.
Καὶ ὅπως μία κολλητικὴ καὶ θανατηφόρα ἀρρώστια δὲν καταστρέφει ἕνα μέλος τοῦ σώματος, ἀλλὰ ὁλόκληρο τὸ σῶμα, ἔτσι καὶ ἡ ὑπερηφάνεια ὄχι μόνον ἕνα μέρος τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴν καταστρέφει. Καὶ τὸ καθένα ἀπὸ τὰ ἄλλα πάθη, ἂν καὶ ταράζει τὴν ψυχή, ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ πολεμᾶ μία μόνο ἀρετή, ἐκείνη ποὺ εἶναι ἀντίθετή του, καὶ νὰ προσπαθεῖ αὐτὴ νὰ νικήσει, σκοτίζει καὶ ταράζει τὴν ψυχὴ ἐν μέρει. Ἐνῶ τὸ πάθος τῆς ὑπερηφάνειας σκοτίζει ὁλόκληρη τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ρίχνει σὲ τέλεια πτώση.
Γιὰ νὰ ἐννοήσουμε καλύτερα τὰ λεγόμενα, ἂς σκεφτοῦμε ὡς ἑξῆς: Ἡ γαστριμαργία προσπαθεῖ νὰ διαφθείρει τὴν ἐγκράτεια· ἡ πορνεία, τὴ σωφροσύνη· ἡ φιλαργυρία τὴν ἀκτημοσύνη· ὁ θυμός, τὴν πραότητα· καὶ ὅλα τὰ λοιπὰ εἴδη τῆς κακίας, τὶς ἀντίθετες ἀρετές.
Γιὰ νὰ ἐννοήσουμε καλύτερα τὰ λεγόμενα, ἂς σκεφτοῦμε ὡς ἑξῆς: Ἡ γαστριμαργία προσπαθεῖ νὰ διαφθείρει τὴν ἐγκράτεια· ἡ πορνεία, τὴ σωφροσύνη· ἡ φιλαργυρία τὴν ἀκτημοσύνη· ὁ θυμός, τὴν πραότητα· καὶ ὅλα τὰ λοιπὰ εἴδη τῆς κακίας, τὶς ἀντίθετες ἀρετές.
Ἡ ὑπερηφάνεια ὅμως, ὅταν κυριεύσει τὴν ἄθλια ψυχή, σὰν φοβερότατος τύρρανος ποὺ κατέλαβε μία μεγάλη καὶ δοξασμένη πόλη, τὴν καταστρέφει ὁλόκληρη καὶ τὴν κατεδαφίζει ἀπὸ τὰ θεμέλια. Μάρτυρας γι’ αὐτὸ εἶναι ὁ ἄγγελος ἐκεῖνος ποὺ ἔπεσε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφάνειάς του, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ στολίστηκε ἀπὸ Αὐτὸν μὲ κάθε ἀρετὴ καὶ σοφία, δὲν θέλησε νὰ τὰ ἀποδίδει ὅλα αὐτὰ στὸν Κύριο, ἀλλὰ στὴ δική του φύση. Καὶ ἔτσι νόμιζε ὅτι εἶναι ἴσος μὲ τὸν Θεό.
Ἐλέγχοντας αὐτὴν τὴν σκέψη του, ὁ προφήτης ἔλεγε: «Σὺ εἶπες μὲ τὸ νοῦ σου. θὰ καθήσω πάνω σὲ ψηλὸ βουνό, θὰ στήσω τὸ θρόνο μου πάνω στὰ σύννεφα, θὰ γίνω ὅμοιος μὲ τὸν Ὕψιστο. Καὶ ὅμως ἐσὺ εἶσαι ἄνθρωπος καὶ ὄχι θεὸς» (Ἠσ. 14, 13). Καὶ πάλι ἄλλος προφήτης λέει: «Γιατί καυχιέται μέσα στὴν κακία του ὁ δυνατός;» (Ψαλμ. 51, 1).
Ἐλέγχοντας αὐτὴν τὴν σκέψη του, ὁ προφήτης ἔλεγε: «Σὺ εἶπες μὲ τὸ νοῦ σου. θὰ καθήσω πάνω σὲ ψηλὸ βουνό, θὰ στήσω τὸ θρόνο μου πάνω στὰ σύννεφα, θὰ γίνω ὅμοιος μὲ τὸν Ὕψιστο. Καὶ ὅμως ἐσὺ εἶσαι ἄνθρωπος καὶ ὄχι θεὸς» (Ἠσ. 14, 13). Καὶ πάλι ἄλλος προφήτης λέει: «Γιατί καυχιέται μέσα στὴν κακία του ὁ δυνατός;» (Ψαλμ. 51, 1).
Γνωρίζοντας αὐτά, ἂς φοβηθοῦμε καὶ μὲ κάθε προσοχὴ ἂς φυλάξομε τὴν καρδιά μας ἀπὸ τὸ θανατηφόρο πνεῦμα τῆς ὑπερηφάνειας, λέγοντας πάντοτε στὸν ἑαυτό μας, ὅταν κατορθώσομε κάποια ἀρετή, τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου: «Ὄχι ἐγώ, ἀλλὰ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι μαζί μου» (Α΄ Κορ. 15, 10), καὶ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου: «Ὅτι χωρὶς τὴ βοήθειά Μου, δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτε» (Ἰω. 15,5). Ἐπίσης, τὸ λόγο τοῦ προφήτη: «Ἂν ἕνα σπίτι δὲν τὸ οἰκοδομήσει ὁ Κύριος, μάταια κουράστηκαν οἱ οἰκοδόμοι (Ψαλμ. 126, 1), καὶ τό: «Δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ θέλει, οὔτε ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τρέχει, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ θὰ δείξει ἔλεος» (Ρωμ 9, 16).
Ἐπειδὴ καὶ ἂν ἀκόμη ἔχει κανεὶς ὁλόθερμη προθυμία καὶ ἀποφασισμένη προαίρεση, ἐφόσον εἶναι δεμένος μὲ σάρκα καὶ αἷμα, δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει τὴν τελειότητα, παρὰ μόνο μὲ τὴν χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ Ἰάκωβος λέει: «Κάθε ὠφέλιμη δωρεὰ προέρχεται ἀπὸ ψηλὰ» (Ἰακ. 1, 17). Καὶ ὁ ἀπ. Παῦλος: «Τί ἔχεις ποὺ δὲν τὸ πῆρες ἀπὸ τὸ Θεό; Κι ἂν ἔχεις πάρει, γιατί καυχιέσαι σὰν νὰ μὴν πῆρες (Α΄ Κορ.4, 7), ἀλλὰ ὑπερηφανεύεσαι σὰν νὰ εἶναι δικά σου;» Ὅτι μὲ τὴ χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἔρχεται ἡ σωτηρία, εἶναι μάρτυρας ἀληθινὸς ἐκεῖνος ὁ ληστής, ὁ ὁποῖος κέρδισε τὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ὄχι ὡς ἀνταμοιβὴ τῆς ἀρετῆς του, ἀλλὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ (Λουκ. 23, 43).
Γνωρίζοντας αὐτὰ οἱ Πατέρες μας ὅλοι, μὲ μία γνώμη, μᾶς παρέδωσαν ὅτι δὲν μποροῦμε διαφορετικὰ νὰ φτάσομε στὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς, παρὰ μόνο μὲ τὴν ταπείνωση, ἡ ὁποία ἔρχεται στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν πραότητα καὶ τὴν τέλεια ἀκτημοσύνη. Μὲ τὶς ἀρετὲς αὐτὲς κατορθώνεται καὶ ἡ τέλεια ἀγάπη, μὲ τὴν χάρη καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ' Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες.
Γνωρίζοντας αὐτὰ οἱ Πατέρες μας ὅλοι, μὲ μία γνώμη, μᾶς παρέδωσαν ὅτι δὲν μποροῦμε διαφορετικὰ νὰ φτάσομε στὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς, παρὰ μόνο μὲ τὴν ταπείνωση, ἡ ὁποία ἔρχεται στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν πραότητα καὶ τὴν τέλεια ἀκτημοσύνη. Μὲ τὶς ἀρετὲς αὐτὲς κατορθώνεται καὶ ἡ τέλεια ἀγάπη, μὲ τὴν χάρη καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ' Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες.
Ἀμήν.