Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Περὶ τῶν 8 λογισμῶν, Περὶ τῆς ὀργῆς (δ')

Ἅγιος Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος



4. Περὶ τῆς ὀργῆς

Τέταρτος ἀγώνας εἶναι ἐμπρὸς μας ἐναντίον τοῦ πνεύματος τῆς ὀργῆς. Καὶ εἶναι ἀνάγκη, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τὸ θανατηφόρο δηλητήριο τῆς ὀργῆς νὰ τὸ κόψομε ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μας.

Γιατί ὅσο τὸ πονηρὸ τοῦτο πνεῦμα κάθεται στὴν καρδιά μας καὶ τυφλώνει μὲ τὶς σκοτεινὲς ἀναταραχὲς τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς μας, οὔτε τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς μας μποροῦμε νὰ διακρίνομε, οὔτε νὰ φτάσομε ποτὲ τὴν πνευματικὴ γνώση, οὔτε τὴν τελειότητα ἀγαθῆς σκέψεως νὰ πάρομε στὴν κατοχή μας, οὔτε νὰ γίνομε μέτοχοι τῆς ἀληθινῆς πνευματικῆς ζωῆς, οὔτε τὸ θεῖο καὶ ἀληθινὸ φῶς μπορεῖ νὰ δεχτεῖ ὁ νοῦς μας· γιατί λέει ἡ Γραφή:

«Ταράχθηκαν τὰ μάτια μου ἀπὸ τὸ θυμὸ». Οὔτε θὰ γίνομε μέτοχοι τῆς θείας σοφίας, καὶ ἂν ἀκόμη οἱ ἄλλοι μᾶς νομίζουν γιὰ πολὺ σοφούς, γιατί εἶναι γραμμένο: «Στὸν κόρφο τῶν ἀνοήτων ἀναπαύεται ὁ θυμὸς» (Ἐκκλ. 7,9). 

Ἀλλὰ οὔτε καὶ τὶς σωτήριες σκέψεις τῆς διακρίσεως μποροῦμε νὰ ἀποκτήσομε καὶ ἂν ἀκόμη οἱ ἄνθρωποί μας νομίζουν γιὰ φρόνιμους, γιατί εἶναι γραμμένο: «Ἡ ὀργὴ καταστρέφει καὶ τοὺς φρόνιμους» (Παρροιμ. 15,1). 

Ἀλλὰ οὔτε θὰ μπορέσομε νὰ ἀποδώσομε τὸ δίκαιο μὲ προσεκτικὴ καὶ νηφάλια καρδιά, καθὼς εἶναι γραμμένο: «Ὁ θυμὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν πραγματοποιεῖ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ» (Ἰακ. 1,20) οὔτε τὴν κοσμιότητα καὶ σεμνότητα ποὺ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὴν ἐπαινοῦν μποροῦμε νὰ ἀποκτήσομε, γιατί εἶναι γραμμένο: «Ἄνθρωπος ποὺ θυμώνει δὲν εἶναι κόσμιος» (Παροιμ. 11, 25). 

Ὅποιος λοιπὸν θέλει νὰ φτάσει τὴν τελειότητα καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ ἀγωνιστεῖ νόμιμα τὸν πνευματικὸ ἀγώνα, ἂς εἶναι ξένος ἀπὸ τὸ ἐλάττωμα τῆς ὀργῆς καὶ τοῦ θυμοῦ, καὶ ἂς ἀκούει τί παραγγέλει τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, ὁ ἀπ. Παῦλος: «Κάθε ἔχθρα καὶ ὀργὴ καὶ θυμὸς καὶ κραυγὴ καὶ βλασφημία, ἂς φύγει ἀπὸ σᾶς μαζὶ μὲ κάθε κακία» (Ἐφες. 4,31). Λέγοντας τὴ λέξη «κάθε», δὲ μᾶς ἄφησε καμία πρόφαση θυμοῦ οὔτε σὰν ἀναγκαία, οὔτε σὰν εὔλογη. 

Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ θέλει νὰ διορθώσει τὸν ἀδελφό του ὅταν ἁμαρτάνει ἢ νὰ τοῦ βάλει ἐπιτίμιο, ἂς φροντίζει νὰ παραμένει ἀτάραχος, μήπως θέλοντας νὰ θεραπεύσει ἄλλον, ἀρρωστήσει ὁ ἴδιος καὶ ἀκούσει τὰ εὐαγγελικὰ λόγια: «Γιατρέ, θεράπευσε πρῶτα τὸν ἑαυτό σου» (Λουκ. 4, 23). Καὶ πάλι: «Γιατί βλέπεις τὸ ἄχυρο στὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ δὲν παρατηρεῖς τὸ δοκάρι μέσα στὸ δικό σου μάτι;» (Ματθ. 7, 3). Γιατί ἂν ἀπὸ ὁποιαδήποτε αἰτία ἡ κίνηση τῆς ὀργῆς θερμανθεῖ πολύ, τυφλώνει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ δὲν τὴν ἀφήνει νὰ δεῖ τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ βάζει πάνω στὰ μάτια τοῦ χρυσὰ καλλύματα ἢ μολύβδινα, ἐμποδίζει ἐξίσου τὴν ὅραση καὶ καμιὰ διαφορὰ δὲν προκαλεῖ στὴ τύφλωση ἡ ἀξία τοῦ χρυσοῦ, ἔτσι ἀπὸ ὁποιαδήποτε αἰτία, εὔλογη δῆθεν ἢ παράλογη, καὶ ἂν ἀνάψει ἡ ὀργή, σκοτίζεται ἡ πνευματικὴ ὅραση.

Τότε μόνο χρησιμοποιοῦμε κατὰ φύση τὸ θυμό, ὅταν τὸν στρέφομε ἐναντίον τῶν ἐμπαθῶν καὶ φιλήδονων λογισμῶν. Ἔτσι διδάσκει καὶ ὁ προφήτης: «Νὰ ὀργίζεστε καὶ νὰ μὴν ἁμαρτάνετε», δηλαδὴ νὰ ὀργίζεστε κατὰ τῶν παθῶν σας καὶ τῶν πονηρῶν λογισμῶν, καὶ μὴν ἁμαρτάνετε ἐκτελώντας ὅσα αὐτοὶ σᾶς ὑπαγορεύουν. Κι αὐτὸ θέλει νὰ πεῖ καὶ ἡ συνέχεια: «Γιὰ ὅσα λέτε μέσα στὶς καρδιές σας, πάνω στὸ κρεβάτι σας νὰ κατανύγεστε» (Ψαλμ. 4, 5), δηλαδὴ ὅταν ἔρθουν στὴν καρδιά σας οἱ πονηροὶ λογισμοί, ἀφοῦ τοὺς διώξετε μὲ τὴν ὀργή, τότε εὑρισκόμενοι στὴν ἡσυχία τῆς ψυχῆς σὰν σὲ κάποιο κρεβάτι, μετανοεῖτε μὲ κατάνυξη. 

Συμφωνεῖ σ' αὐτὸ κι ὁ μακάριος Παῦλος, ποὺ ἀνέφερε αὐτὸν τὸν στίχο καὶ πρόσθεσε: «Ὁ ἥλιος νὰ μὴν βασιλεύει ἀφήνοντάς σας θυμωμένους, οὔτε νὰ δίνετε τόπο στὸ διάβολο» (Ἐφες. 4, 27), δηλ. μὴ διαθέτετε ἔτσι τὸν Κύριο Ἰησοῦ, τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, παροργίζοντάς Τον μὲ τὴ συγκατάθεσή σας στοὺς κακοὺς λογισμούς, ὥστε νὰ δύει στὶς καρδιές σας καὶ νὰ φεύγει, γιὰ νὰ μὴ βρίσκει τόπο ὁ διάβολος μὲ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτὸν τὸν ἥλιο λέει καὶ ὁ Θεὸς διὰ μέσου τοῦ προφήτη: «Θ' ἀνατείλει ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καὶ τὰ φτερά του θὰ φέρουν τὴν θεραπεία» (Μαλ. 4, 2). Ἂν πάλι ἐννοήσομε τὸ ρητὸ κατὰ γράμμα, οὔτε μέχρι τὴ δύση τοῦ ἡλίου δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ διατηροῦμε τὴν ὀργή.

Τί λοιπὸν θὰ ποῦμε γι' αὐτά, ἐμεῖς ὅπου ἀπὸ ἀγριότητα καὶ μανία τῆς ἐμπαθοῦς ψυχικῆς καταστάσεώς μας, ὄχι μόνο μέχρι τὴν δύση τοῦ ἡλίου διατηροῦμε τὴν ὀργή, ἀλλὰ καὶ γιὰ πολλὲς μέρες τὴν κρατᾶμε; Καὶ δὲ μιλᾶμε ἐκφράζοντας τὴν ὀργὴ μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ τὴν σιωπὴ μεταξύ μας αὐξάνομε τὸ δηλητήριο τῆς μνησικακίας γιὰ ψυχικὴ καταστροφή μας. 

Καὶ δὲν γνωρίζομε ὅτι πρέπει ὄχι μόνο νὰ ἀπέχομε ἀπὸ τὴν ἐνεργητικὴ ὀργή, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν κατὰ διάνοια, γιὰ νὰ μὴ σκοτεινιάσει ὁ νοῦς μας ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς μνησικακίας καὶ ξεπέσει ἀπὸ τὸ φῶς τῆς πνευματικῆς γνώσεως καὶ τῆς διακρίσεως, καὶ στερηθεῖ τὴν κατοίκηση μέσα του, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 

Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος στὰ Εὐαγγέλια παραγγέλει νὰ ἀφήνομε τὸ δῶρο μας στὸ θυσιαστήριο καὶ νὰ μονιάζομε πρῶτα μὲ τὸν ἀδελφό μας (Ματθ. 5, 23), γιατί δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ γίνει εὐπρόσδεκτο, ἂν διατηροῦμε μέσα μας θυμὸ καὶ μνησικακία. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀπόστολος τὸ ἴδιο μᾶς διδάσκει, λέγοντας: «Νὰ προσεύχεστε ἀδιάλειπτα» (Α΄ Θεσ. 5, 17), καὶ «σὲ κάθε τόπο νὰ ὑψώνετε σὲ προσευχὴ ὅσια χέρια, χωρὶς ὀργὴ καὶ λογισμοὺς ἀπιστίας» (Α΄ Τιμ. 2, 8). 

Δὲν μένει λοιπόν, παρὰ ἢ νὰ μὴν προσευχόμαστε ποτέ, ὁπότε εἴμαστε ὑπεύθυνοι στὴν ἀποστολικὴ παραγγελία, ἢ νὰ φροντίζομε νὰ τηροῦμε τὴ διαταγὴ καὶ νὰ προσευχόμαστε χωρὶς ὀργὴ καὶ μνησικακία. Καὶ ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς ἂν λυπηθοῦν ἢ ταραχθοῦν οἱ ἀδελφοί, ἀδιαφοροῦμε λέγοντας ὅτι δὲν λυπήθηκαν ἐξαιτίας μας, ὁ Γιατρὸς τῶν ψυχῶν, θέλοντας νὰ ξεριζώσει τὶς προφάσεις, παραγγέλει νὰ ἀφήσομε τὸ δῶρο καὶ νὰ συνδιαλλαγοῦμε ὄχι μόνο ἂν εἴμαστε ἐμεῖς λυπημένοι κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ μας, ἀλλὰ καὶ ἂν αὐτὸς εἶναι λυπημένος ἐναντίον μας δίκαια ἢ ἄδικα, νὰ τὸν θεραπεύομε δίνοντας ἐξηγήσεις, καὶ τότε νὰ προσφέρομε τὸ δῶρο μας. 

Ἀλλὰ γιατί νὰ διατρίβομε πολὺ στὰ εὐαγγελικὰ παραγγέλματα ἀφοῦ καὶ ἀπὸ τὸν παλαιὸ νόμο μποροῦμε νὰ μάθομε, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ θεωρεῖται πιὸ συγκαταβατικός, λέει: «Μὴ νιώσεις μέσα σου μίσος γιὰ τὸν ἀδελφό σου» (Λευϊτ. 2, 8), καὶ ἀλλοῦ λέει: «Ὁ δρόμος τοῦ μνησίκακου ὁδηγεῖ στὸ θάνατο» (Παροιμ. 12, 28). Καὶ ἐδῶ ὄχι μόνον τὴν ἐνεργητικὴ μνησικακία τιμωρεῖ, ἀλλὰ καὶ τὴν κατὰ διάνοια.

Πρέπει λοιπὸν σύμφωνα μὲ τοὺς θείους νόμους, νὰ ἀγωνιζόμαστε μὲ ὅλη τὴ δύναμή μας ἐναντίον τοῦ πνεύματος τῆς ὀργῆς καὶ τῆς ἀρρώστιας ποὺ ἔχομε μέσα μας καὶ ὄχι, ἐπειδὴ στρέφομε τὸ θυμὸ ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων, νὰ ἐπιδιώκομε τὴν ἐρημία καὶ τὴν ἀπομόνωση, γιατί δῆθεν ἐκεῖ δὲν ὑπάρχουν ἀφορμὲς νὰ μᾶς παρακινοῦν στὴν ὀργή, καὶ στὴ μόνωση θὰ κατορθώσομε εὔκολα τὴν ἀρετὴ τῆς μακροθυμίας. Ἐπειδὴ εἴμαστε ὑπερήφανοι καὶ δὲν θέλομε νὰ κατηγοροῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ ἀποδίδομε στὴ δική μας ἀμέλεια τὶς ἀφορμὲς τῆς ταραχῆς, ἐπιθυμοῦμε νὰ χωριστοῦμε ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας. Ἐνόσω λοιπὸν ἀποδίδομε στοὺς ἄλλους τὶς ἀφορμὲς τῆς ἀσθένειάς μας, εἶναι ἀδύνατο νὰ φτάσομε τὴν τελειότητα τῆς μακροθυμίας.

Τὸ κυριότερο λοιπὸν μέρος τῆς διορθώσεώς μας καὶ τῆς εἰρήνης μας δὲν κατορθώνεται ἀπὸ τὴ μακροθυμία τῶν ἄλλων ἀπέναντί μας ἀλλὰ ἀπὸ τὴ δική μας ἀνεξικακία πρὸς τοὺς ἄλλους. Ὅταν ὅμως, ἀποφεύγοντας τὸν ἀγώνα τῆς μακροθυμίας, ἐπιδιώκομε τὴν ἔρημο καὶ τὴν μόνωση, τότε, ὅσα πάθη φέρνομε ἀθεράπευτα ἐκεῖ, εἶναι κρυμμένα μέσα μας καὶ δὲν χάθηκαν. Ἐπειδὴ ἡ ἐρημία καὶ ἡ ἀναχώρηση σὲ ὅσους δὲν ἔχουν ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ πάθη τους, ξέρει ὄχι μόνον νὰ τὰ διατηρεῖ, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ σκεπάζει καὶ οὔτε ἐπιτρέπει νὰ αἰσθάνονται σὲ ποιὸ πάθος νικιοῦνται. 

Ἀπεναντίας ἡ ἔρημος ὑποβάλλει σ' αὐτοὺς νὰ φαντάζονται ὅτι ἀπόκτησαν ἀρετὴ καὶ τοὺς πείθει νὰ πιστεύουν ὅτι κατόρθωσαν τὴ μακροθυμία καὶ τὴν ταπείνωση, ὅσο δὲν εἶναι παρὼν κάποιος ποὺ νὰ τοὺς ἐρεθίζει καὶ νὰ τοὺς φέρνει σὲ δοκιμασία. Καὶ ὅταν τύχει ἀφορμὴ θυμοῦ ποὺ τοὺς προκαλεῖ καὶ τοὺς δοκιμάζει, ἀμέσως τὰ πάθη ποὺ βρίσκονται μέσα ἀποθηκευμένα καὶ λανθάνοντα, σὰν ἄλογα χωρὶς χαλινάρι ξεπηδοῦν ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ ἡσύχαζαν, θρεμμένα ἀπὸ τὴν μακρὰ ἡσυχία καὶ ἀργία, καὶ μὲ μεγαλύτερη σφοδρότητα καὶ ἀγριότητα σύρουν στὸν ὄλεθρο τὸν ἄνθρωπο ποὺ κάθεται πάνω σ' αὐτά. Γιατί περισσότερο ἐξαγριώνονται τὰ πάθη ὅταν στεροῦνται τὴ δοκιμασία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. 

Καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν σκιὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ μακροθυμίας, τὴν ὁποία φαινομενικὰ νομίζομε, ὅταν εἴμαστε μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς, ὅτι εἴχαμε, τὴ χάνομε ἀπὸ τὴν ἀμέλεια τῆς ἐκγυμνάσεως καὶ τῆς ἀπομονώσεως. Ὅπως τὰ φαρμακερὰ φίδια στὴν ἐρημιὰ ποὺ ἡσυχάζουν στὴ φωλιά τους, τότε δείχνουν τὴ μανία τους, ὅταν τὰ πλησιάσει κανείς, ἔτσι καὶ οἱ ἐμπαθεῖς ἄνθρωποι ποὺ ἡσυχάζουν ὄχι λόγω τῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ ἀναγκαστικὰ ἐξαιτίας τῆς ἐρημιᾶς, τότε χύνουν τὸ δηλητήριό τους, ὅταν ἁρπάξουν κάποιον ποὺ τοὺς πλησιάζει καὶ τοὺς ἐρεθίζει. 

Καὶ γι' αὐτὸ πρέπει ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιζητοῦν τὴν τελειότητα τῆς πραότητας, νὰ φροντίζουν ὅσο μποροῦν περισσότερο, ὄχι μόνο ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων νὰ μὴν ὀργίζονται, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἐναντίον τῶν ζώων, οὔτε κατὰ τῶν ἀψύχων. Γιατί θυμοῦμαι, ὅταν ἤμουν στὴν ἔρημο θύμωσα ἐναντίον καλαμιοῦ ποὺ δὲν μοῦ ἄρεσε τὸ πάχος ἢ ἡ λεπτότητά του. Ἐπίσης θύμωσα καὶ ἐναντίον ξύλου ποὺ δὲν μπόρεσα νὰ τὸ κόψω ἀμέσως. Ἐπίσης καὶ ἐναντίον πέτρας ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ βγάζουν φωτιά, ὅταν προσπάθησα νὰ βγάλω φωτιὰ καὶ δὲν ἔβγαλε γρήγορα. Ἔτσι εἶχε δυναμώσει ἡ ὀργή, ὥστε νὰ στρέφεται καὶ κατὰ τῶν ἀναισθήτων πραγμάτων.

Ἂν λοιπὸν ἐπιθυμοῦμε νὰ ἐπιτύχομε τὸ μακαρισμὸ τοῦ Κυρίου, ὄχι μόνον τὴν ἐνεργητικὴ ὀργή, ὅπως εἴπαμε, ἀλλὰ καὶ τὴν κατὰ διάνοια πρέπει νὰ ἐμποδίσομε. Γιατί δὲν ὠφελεῖ τόσο πολὺ νὰ συγκρατοῦμε τὸ στόμα μας στὸ καιρὸ τοῦ θυμοῦ νὰ μὴ λέει λόγια μανιασμένα, ὅσο νὰ καθαρίζομε τὴν καρδιά μας ἀπὸ τὴν μνησικακία καὶ νὰ μὴ στριφογυρίζομε μέσα στὸ μυαλὸ μας πονηροὺς λογισμοὺς ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ. 

Γιατί ἡ εὐαγγελικὴ διδασκαλία παραγγέλει νὰ κόβομε τὶς ρίζες τῶν ἁμαρτημάτων, παρὰ τοὺς καρπούς, ἐπειδὴ ὅταν κοπεῖ ἡ ρίζα τοῦ θυμοῦ ἀπὸ τὴν καρδιά, οὔτε μίσος οὔτε φθόνος προχωρεῖ σὲ ἔργο. Ὅποιος μισεῖ τὸν ἀδελφό του, ἔχει ὀνομαστεῖ ἀνθρωποκτόνος (Α’ Ἰω. 3, 15), ποὺ φονεύει αὐτὸν μὲ τὴν διάθεση τοῦ μίσους κατὰ διάνοια· αὐτοῦ τὸ αἷμα δὲν τὸ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι, ἀφοῦ δὲν χύθηκε μὲ χτύπημα ξίφους· ἀλλὰ ὅτι κατὰ διάνοια καὶ κατὰ διάθεση φονεύτηκε, τὸ βλέπει ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ὄχι μόνο γιὰ τὶς πράξεις, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς προαιρέσεις ἀποδίδει στὸν καθένα στεφάνια ἢ τιμωρίες, καθὼς λέει ὁ Ἴδιος διὰ μέσου τοῦ προφήτη: «Ἰδού, ἔρχομαι γιὰ νὰ συγκεντρώσω τὰ ἔργα καὶ τὶς σκέψεις τους» (Σ. Σειρ. 35, 22). 

Καὶ πάλι, ὁ Ἀπόστολος λέει: «Ὅταν οἱ λογισμοὶ τοὺς κατηγοροῦν ἀναμεταξύ τους ἢ καὶ ἀπολογοῦνται, κατὰ τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Θεὸς θὰ κρίνει τὰ κρυφὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων» (Ρωμ. 2, 15). Αὐτὸς ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος διδάσκει νὰ ἀποβάλλομε κάθε ὀργὴ καὶ λέει στὰ Εὐαγγέλια: «Ὅποιος ὀργίζεται κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ του, θὰ εἶναι ἔνοχος στὸ δικαστήριο» (Ματθ. 5, 22). Τὰ ἀκριβῆ ἀντίγραφα (τοῦ Εὐαγγελίου) ἔτσι περιέχουν αὐτὸ τὸ χωρίο. Γιατί ἡ λέξη «εἰκῆ» δηλ. χωρὶς λόγο, εἶναι μεταγενέστερη προσθήκη. κι αὐτὸ εἶναι φανερὸ καὶ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς Γραφῆς. Ἐπειδὴ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου εἶναι νὰ κόβομε μὲ κάθε τρόπο τὴ ρίζα καὶ τὸ σπινθήρα τῆς ὀργῆς καὶ νὰ μὴν κρατᾶμε καμιὰ πρόφαση ὀργῆς· μήπως θυμώνοντας στὴν ἀρχὴ εὔλογα τάχα, ὕστερα πέσομε στὴ μανία τοῦ παράλογου θυμοῦ.

Ἡ τέλεια θεραπεία τῆς ἀσθένειας τῆς ὀργῆς εἶναι αὐτή: νὰ πιστέψομε ὅτι οὔτε γιὰ δίκαιες οὔτε γιὰ ἄδικες ἀφορμὲς ἐπιτρέπεται ποτὲ νὰ θυμώνομε. Ἐπειδὴ ὅταν ἡ ὀργὴ σκοτίσει τὴ διάνοια, οὔτε διάκριση, οὔτε σωστὴ σκέψη, οὔτε δικαιοσύνη θὰ βρεθεῖ μέσα μας· οὔτε καὶ ναὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος μπορεῖ νὰ γίνει ἡ ψυχή μας, ἀλλὰ θὰ μᾶς κατακυριεύσει τὸ πνεῦμα τῆς ὀργῆς σκοτίζοντας τὴ διάνοιά μας. 

Τελευταῖο ἀπ' ὅλα, πρέπει νὰ ἔχομε ἐμπρὸς στὰ μάτια μας κάθε ἡμέρα, τὴν ἀβεβαιότητα τῆς ὥρας τοῦ θανάτου μας, κι ἔτσι νὰ φυλαγόμαστε ἀπὸ τὴν ὀργή. Καὶ ἂς γνωρίζομε ὅτι οὔτε ἡ σωφροσύνη, οὔτε ἡ ἀπάρνηση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, οὔτε οἱ νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες θὰ μᾶς ὠφελήσουν κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως, ἂν βρεθοῦμε ἔνοχοι ἐπειδὴ κατεχόμαστε ἀπὸ ὀργὴ καὶ μίσος.

(Συνεχίζεται...)